Κι αν οι όποιες εκλογές στις αστικές δημοκρατίες μας δεν μεταβάλλουν τις στρατηγικές θέσεις των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων του κεφαλαίου και της εργασίας, αυτή η διαπίστωση δεν οδηγεί στη συνολική υποτίμηση της εκλογικής διαδικασίας. Γιατί οι εκλογές, εκτός από ισχυρό ιδεολογικό όπλο του καπιταλιστικού συστήματος μέσω του οποίου χειραγωγείται η συναίνεση των κοινωνικών τάξεων και αναβαπτίζεται η νομιμότητά του αποτελώντας βασικό στοιχείο της δομής και λειτουργίας του αστικού κράτους, τροποποιούν υπάρχοντες πολιτικούς συσχετισμούς.
Κι επειδή η αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας πραγματώνεται και λειτουργεί μέσω όλων την κοινωνικών εκφράσεων, η ταξική πάλη εκδηλώνεται και μέσω των εκλογών που αναδιατάσσουν πολιτικούς σχηματισμούς, αν και δεν αλλάζουν καμιά δομική συντεταγμένη αυτού του συστήματος. Δεν μπορεί λοιπόν οι εκλογές ούτε να αγνοούνται ως μια τυπική διαδικασία μηδενίζοντας τη σημασία τους, αλλά ούτε φυσικά να θεωρούνται ύψιστη πολιτική πράξη. Οι εκλογές προσφέρονται σε πολλές περιπτώσεις ως πεδίο πάλης για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις και μπορούν να παίξουν ρόλο πολιτικής αγωγής και διαπαιδαγώγησης κατά της παθητικότητας.
Κι αφού λοιπόν καμιά εκλογική διαδικασία στον καπιταλισμό δεν έχει τη δυνατότητα να καθορίσει τις βασικές επιλογές του κεφαλαίου ούτε να τις ανατρέψει, πολύ περισσότερο δεν γίνεται τώρα, σ’ αυτήν την εκλογική διαδικασία, που είναι σε επίπεδο ευρωκοινοβουλίου και αυτοδιοίκησης.
Το Ευρωκοινοβούλιο μοιάζει σαν τεχνητός θεσμός, για να δίνει ψεύτικη επίφαση δημοκρατικότητας στην ΕΕ και να νομιμοποιούνται αποφάσεις που παίρνονται αλλού, στα άντρα των μονοπωλίων, των τραπεζών και της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Κι ίσως γι’ αυτό, επειδή αδιαφορούν οι ψηφοφόροι για τις εκλογές των μελών του, έγιναν προσπάθειες για αύξηση των εξουσιών του μόνου άμεσα εκλεγμένου θεσμικού οργάνου της ΕΕ, που γινόταν σε κάθε αναθεώρηση των Συνθηκών, πιστεύοντας πως θα λύνονταν έτσι τα δημοκρατικά προβλήματα της ΕΕ. Και μπορεί να έχει επιρροή στην εποπτεία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, να έχει αυξηθεί η νομοθετική του εξουσία, με τα λόμπι όμως που αντιπροσωπεύουν ΜΚΟ ή ιδρύματα, επιχειρήσεις ή επαγγελματικές ενώσεις κλπ. να ασκούν τις πιέσεις τους για χάριν των συμφερόντων τους, όμως οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών της ΕΕ φρουρούν σθεναρά τις εξουσίες τους για την οικονομική και την εξωτερική πολιτική της ΕΕ. Γι’ αυτό και στις προεκλογικές καμπάνιες κυριαρχούν τα εθνικά θέματα και οι περισσότεροι εκλογείς θεωρούν ότι η ευρωπαϊκή πολιτική αρένα είναι λιγότερο σημαντική από την εθνική και συνεπώς χρησιμοποιούν τις ψήφους τους στις εκλογές του Ευρωκοινοβουλίου για να εκφράσουν αισθήματα ικανοποίησης ή δυσαρέσκειας προς τα εγχώρια κόμματα ή να επιφέρουν πολιτικές αλλαγές στη χώρα τους.
Κι όσο κι αν διακηρύττεται από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα ότι δίνεται η ευκαιρία στους λαούς να εκφράσουν τη βούλησή τους ακόμα και για την εξουσία της ΕΕ, και μόνο που το ευρωπαϊκό σύστημα διακυβέρνησης είναι τόσο περίπλοκα οργανωμένο, σχεδόν ακατανόητο, η εκλογική ψήφος, επειδή μοιάζει να έχει περιορισμένες επιπτώσεις στην πολιτική εξέλιξη της ίδιας της ΕΕ και να μην επηρεάζει παρά ελάχιστα ακόμα και το θεσμικό σύστημα της ΕΕ, καταλήγει για τη μεγάλη πλειοψηφία κενή νοήματος.
Σ’ αυτές τις ευρωεκλογές, αναζητώντας το διακύβευμά τους, σκοντάφτεις σε δηλώσεις, όπως του εκπροσώπου Τύπου της ΕΕ Μ. Σχοινά, για αντιπαράθεση με ευρωφοβικές δυνάμεις και για τη δυνατότητα αντιμετώπισης των μεγάλων προβλημάτων, που οι μεμονωμένες χώρες βρίσκονται σε αδυναμία να το καταφέρουν, από την ΕΕ. Μόνο που στα μεγάλα προβλήματα της οικονομικής διακυβέρνησης, των μεταναστευτικών ρευμάτων, της εξωτερικής πολιτικής, ακόμα και για το αβανταδόρικο της κλιματικής αλλαγής, φαίνεται πως καμιά ψήφος δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων της ΕΕ, όταν δεν υπάρχει ένα εύρωστο λαϊκό κίνημα να την υποστηρίζει.
Και καθώς η ευρωπαϊκή πολιτική στον οικονομικό τομέα μοιάζει ν’ αποκαλύπτει, ιδιαίτερα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ξεκάθαρα τα συμφέροντα που υπηρετεί, η κυρίαρχη εξουσία τον λαϊκό θυμό τον κατευθύνει προς τους μετανάστες από Αφρική και Μ. Ανατολή, κι ανέχεται, όταν δεν προωθεί, μερικές από τις παλιότερες και πιο επικίνδυνες προκαταλήψεις και ρατσιστικές εκφράσεις, που στις εκλογές καταγράφονται. Τα εθνικιστικά κινήματα κερδίζουν επιρροή, τα μέχρι πρότινος περιθωριοποιημένα νεοφασιστικά κόμματα αποκτούν δυνατή φωνή, η αντιμεταναστευτική πολιτική παγιώνεται. Γιατί η ΕΕ δεν ρυθμίζει πανευρωπαϊκά μόνο τις οικονομικές λειτουργίες, αλλά ουσιαστικά δυναμώνει αυτές τις πολιτικές που καταπνίγουν ή λοξοδρομούν κάθε αντίδραση ενάντια σ’ αυτήν, πάει να πει ενάντια στον καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό.
Οι εκλογές λοιπόν μέσα στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας καταδεικνύουν τις κοινωνικές μετατοπίσεις, χωρίς όμως να ανακόπτουν τις επιλογές του κεφαλαίου, ενώ η τόνωση του ηθικού του κινήματος εξαρτάται πάντα αν εξαργυρωθεί το οποιοδήποτε αυξημένο εκλογικό ποσοστό με συμβιβασμούς.
Κάτω από αυτό το πρίσμα η μοναδική περίπτωση για μια διαφορετική ψήφο στις εκλογές είναι στο ΚΚΕ, που εκφράζει το ταξικό κίνημα, που αναπτύσσεται σε ρήξη με τη ρεφορμιστική λογική και ενάντιά της και δεν θα εξαργυρώσει το οποιοδήποτε εκλογικό ποσοστό σε συμβιβασμούς με την κυρίαρχη εξουσία. Αν λοιπόν επιδιώκεται η αύξηση των ψήφων προς το ΚΚΕ είναι επειδή η εκλογική ενίσχυση γίνεται μέσο για απόκτηση μεγαλύτερης επιρροής και στους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας που με τη σειρά της μπορεί να γίνει μέσο επηρεασμού της γενικότερης πολιτικής. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παρέχει μια νέα πολιτική αρένα, ένα νέο θεσμικό αλλά και ιδεολογικό περιβάλλον απέναντι στο οποίο θα πρέπει να καθοριστούν τα συμφέροντα των εργαζομένων κάνοντας ξεκάθαρο τον ιμπεριαλιστικό-καπιταλιστικό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα με τις αυξανόμενες μεταφορές πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ, την υπερεθνική θεσμική οικοδόμηση, αλλά και την καπιταλιστική πορεία ολοκλήρωσης, απαιτεί επομένως και στην ΕΕ την παρουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Και ούτε αποτελεί συμβιβασμό η προώθηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και υπεράσπισή της ακόμα και χρησιμοποιώντας θεσμούς της ΕΕ που στρέφονται εναντίον της.
Το μεγαλύτερο μέρος της αντίθεσης του ΚΚΕ στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, από το μακρινό 1992 της συνθήκης του Μάαστριχτ εκφράζεται σε πολιτικές όχι μόνο σε επίπεδο ΕΕ αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Μέσω της πολιτικής του ΚΚΕ για την Ευρώπη αναδεικνύεται και η διπλή φύση της κομμουνιστικής ταυτότητάς του κόμματος ακόμα και σε συνθήκες μη επαναστατικές και σε καθεστώς νομιμότητας. Από τη μια η ριζοσπαστικότητα του προγράμματός του που επιδιώκει την καθολική ευημερία, την απουσία ιδιωτικών πρωτοβουλιών με τη μεγάλης κλίμακας αναδιανομή πλούτου, συνδέεται άμεσα με τις μαρξιστικές λενινιστικές αξίες που απορρέουν από τη βαθύτερη ιδεολογική δέσμευση για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, και από την άλλη ο ριζοσπαστισμός που είναι εγγενής στις διεθνείς του σχέσεις με τα κόμματα που επιμένουν στον κομμουνισμό και στο ρόλο της εργατικής τάξης αγκιστρώνεται στις αντιλήψεις για τον προλεταριακό διεθνισμό.
Η ενίσχυση του ΚΚΕ στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εδραιώνει την παρουσία του για να προβάλει το πολιτικό του πρόγραμμα, να προωθήσει τα κομμουνιστικά ιδεώδη και κυρίως την ανάπτυξη του μαζικού αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και να αποκαλύπτει τον καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ, προωθώντας τον συντονισμό για αγώνα ενάντια στην ΕΕ.
Photo: Filio Magenta
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου