Σελίδες

28 Νοε 2018

To “1900” και η κληρονομιά του Bertolucci στους νέους αυτής της χιλιετίας

Ένα αγόρι -παρ­τι­ζά­νος τρα­γου­δά­ει και σκο­τώ­νε­ται, από ένα γερ­μα­νό την ώρα της υπο­χώ­ρη­σής τους. Ένα άλλο αγόρι μπαί­νει, οπλι­σμέ­νο με του­φέ­κι, στη βίλα του γαιο­κτή­μο­νά του: το όπλο είναι στραμ­μέ­νο στο κε­φά­λι του γαιο­κτή­μο­να, ενώ το αγόρι -παρ­τι­ζά­νος, λέει μια φράση με τόνο απο­φα­σι­στι­κό και επι­τα­κτι­κό: «Ζήτω ο Στά­λιν!».

Ο τόπος είναι η εξοχή της Εμι­λί­ας (Emilia-Romagna). Η πε­ρί­ο­δος είναι σχε­δόν μισός αιώ­νας: από το 1901 μέχρι την Απε­λευ­θέ­ρω­ση. Ιστο­ρι­κό το soundtrack από τον Ennio Morricone και το ιτα­λι­κό και διε­θνές καστ – με­τα­ξύ πολ­λών – Robert De Niro, Donald Sutherland, Burt Lancaster, Gérard Depardieu e Stefania Sandrelli Όλα αυτά ξε­δι­πλώ­νο­νται σε 2 πρά­ξεις για ένα έργο που συ­νο­λι­κά διαρ­κεί πε­ρισ­σό­τε­ρο από 5 ώρες.


Ένα curriculum για μια ται­νία, που δεν φο­βά­ται να δεί­ξει μια θε­μα­τι­κή «πέρα από τις γραμ­μές» με βί­αιες σκη­νές – συχνά σκλη­ρές και προ­φα­νείς – σω­μα­τι­κά και σε­ξουα­λι­κά, με χυ­δαιό­τη­τα (πάρτε υπόψη το γε­γο­νός ότι η ται­νία κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1976) με ένα πο­λι­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο που, πα­ρό­λο που εκεί­νο τον καιρό δεν ακου­γό­ταν ιδιαί­τε­ρα πε­ρί­ερ­γο σε ορι­σμέ­να ση­μεία, είναι σί­γου­ρα σή­με­ρα «ενο­χλη­τι­κό» και ανα­τρε­πτι­κό.

Εάν το υπο­κεί­με­νο θέμα είναι ου­σια­στι­κά απλό, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αντι­με­τω­πί­ζε­ται και εξε­τά­ζε­ται σε βάθος.
Δύο οι­κο­γέ­νειες είναι το φόντο σε ολό­κλη­ρη την ιστο­ρία: η Berlinghieri (που αντι­προ­σω­πεύ­ε­ται από τον νεαρό Alfredo), γαιο­κτή­μο­νες και η Daccò (που εκ­προ­σω­πού­νται από τον Olmo), μια οι­κο­γέ­νεια ερ­γα­τών γης που δου­λεύ­ουν στα χω­ρά­φια της πρώ­της. Ο Olmo και ο Alfredo γεν­νιού­νται την ίδια μέρα και, από τότε, η ζωή τους θα είναι πάντα συν­δε­δε­μέ­νη.
Η ται­νία κι­νεί­ται πάνω σε δύο βα­σι­κούς άξο­νες: τα πρώτα τμή­μα­τα από το 1901 – έτος έναρ­ξης της «αφή­γη­σης» – μέχρι το τέλος του 1ου μέ­ρους, δη­λα­δή, μέχρι την έλευ­ση του φα­σι­σμού.
bertoluci2
Το 2ο μέρος αντί­θε­τα τρέ­χει αφη­γη­μα­τι­κά μια 20ε­τία φτά­νο­ντας ως την Απε­λευ­θέ­ρω­ση.

Το με­γά­λο πλε­ο­νέ­κτη­μα της ται­νί­ας, που σή­με­ρα μπο­ρεί να φα­ντά­ζει σαν απλό «ιστο­ρι­κό πό­νη­μα» (που  σί­γου­ρα δεν είναι πολύ προ­σι­τό, λόγω διάρ­κειας και αργού ρυθ­μού της ται­νί­ας) είναι η ανά­γνω­ση των επι­κών γε­γο­νό­των εκεί­νων των χρό­νων μέσα από ένα κα­θο­ρι­σμέ­νο πο­λι­τι­κό πρί­σμα.

Ο φα­σι­σμός κα­τα­κλύ­ζει βά­ναυ­σα τη σκηνή: Ο Donald Sutherland παί­ζει τον Ατ­τί­λα, ένα βε­τε­ρά­νο του (βα­σι­λι­κού) στρα­τού της επο­χής ο οποί­ος, μετά το τέλος του πο­λέ­μου, εμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κά στα κτή­μα­τα του Berlinghieri.

Ο ρόλος του Ατ­τί­λα είναι να βοη­θή­σει τους  γαιο­κτή­μο­νες να κα­τα­στεί­λουν βίαια τις πρώ­τες σο­σια­λι­στι­κές ομά­δες των ερ­γα­τών, που στο με­τα­ξύ, ορ­γα­νώ­νο­νται πα­ρα­πέ­ρα και αυ­ξά­νο­νται αριθ­μη­τι­κά. Εμ­βλη­μα­τι­κό το κα­δρά­ρι­σμα που αφορά την τα­ξι­κή προ­έ­λευ­ση του φα­σι­σμού: οι ερ­γά­τες και οι αγρό­τες μπαί­νουν σε απερ­γία. Τα αφε­ντι­κά κα­λούν το ιπ­πι­κό του στρα­τού, που όμως μόλις βρέ­θη­κε μπρο­στά στις -ξα­πλω­μέ­νες στο έδα­φος γυ­ναί­κες, απο­φα­σί­ζει να απο­συρ­θεί. Τα αφε­ντι­κά κα­λούν σε πλήρη κα­τα­στο­λή, που όμως προ­σω­ρι­νά «πα­γώ­νει».

Στη συ­νέ­χεια οι γαιο­κτή­μο­νες μα­ζεύ­ο­νται στην εκ­κλη­σία του χω­ριού (ανα­φο­ρά / συμ­βο­λί­ζο­ντας για τη συ­μπαι­γνία της Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας με το φα­σι­σμό) με την πα­ρου­σία του Ατ­τί­λα, δη­μιουρ­γώ­ντας «κοινό τα­μείο» για τη χρη­μα­το­δό­τη­ση των φα­σι­στι­κών συμ­μο­ριών.

Τα «μαύρα που­κά­μι­σα» ενερ­γο­ποιού­νται αμέ­σως, καί­γο­ντας γρα­φεία κομ­μά­των & «Case del Popolo»(1)

Η διαί­ρε­ση είναι σαφής εδώ και δεν αφή­νει πε­ρι­θώ­ρια (παρ)ερ­μη­νεί­ας: μι­λά­με για –ξε­κά­θα­ρα τα­ξι­κή προ­σέγ­γι­ση.

Ο φα­σι­σμός είναι το προ­σάρ­τη­μα του πα­λιού κό­σμου, που απει­λεί­ται από το κύμα του “Biennio Rosso”  – τα “Δύο Κόκ­κι­να Χρό­νια”(2) και τις γε­νι­κές απερ­γί­ες που ζη­τά­νε το νέο κόσμο.

Ο φα­σι­σμός πα­ρεμ­βαί­νει όταν οι πλού­σιοι βλέ­πουν την κοι­νω­νι­κή τους θέση να απει­λεί­ται, με τους ερ­γά­τες να κα­τε­βαί­νουν στους δρό­μους με τις κόκ­κι­νες ση­μαί­ες τους και τρα­γου­δώ­ντας τη διε­θνή.
Το «παι­χνί­δι» της σκη­νο­θε­σί­ας είναι ένα παι­χνί­δι χρω­μά­των: Ζεστά χρώ­μα­τα που χρη­σι­μο­ποιού­νται κατά την πρώτη πε­ρί­ο­δο, κατά την οποία ο αγώ­νας των ερ­γα­τών γης αγκα­λιά­ζει την ύπαι­θρο, για να ξα­να­εμ­φα­νι­στεί κατά την πε­ρί­ο­δο της Απε­λευ­θέ­ρω­σης. Τα ψυχρά χρώ­μα­τα αντί­θε­τα κυ­ριαρ­χούν σε όλο το κε­ντρι­κό μέρος: ο φα­σι­σμός πα­ρου­σιά­ζε­ται με όλη την κτη­νω­δία του, δη­μιουρ­γώ­ντας (και στο θεατή) μια ατμό­σφαι­ρα κα­τα­πί­ε­σης που πα­ρα­πά­νω από μια φορά υπο­βά­λει στο άγχος και στο φόβο.

Σκη­νές που μά­λι­στα δέ­χτη­καν κρι­τι­κή και επι­θέ­σεις (πχ η σκηνή όπου ο Attila e η Regina – η σύ­ζυ­γός του – βιά­ζουν και σκο­τώ­νουν το παιδί) απο­τε­λούν ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι για να απο­δεί­ξουν όχι τόσο τη βία γε­νι­κό­τε­ρα του φα­σι­σμού (που έτσι κι αλ­λιώς επι­ση­μαί­νε­ται) αλλά -με­τα­φο­ρι­κά τη βία και την ατι­μω­ρη­σία των συμ­μο­ριών ενός συ­στή­μα­τος της αστι­κής τάξης που δεν είναι ικανό για τί­πο­τ’ άλλο από το να κα­τα­πιέ­ζει τον αδύ­να­μο, να εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τους κα­τα­πιε­σμέ­νους, και μά­λι­στα ατι­μώ­ρη­τα!

Τε­λι­κά, 40 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, πα­ρα­μέ­νει η πι­κρία (να θυ­μη­θού­με πως και στην εποχή της η ται­νία δέ­χτη­κε για όλ’ αυτά και κρι­τι­κή από την «αρι­στε­ρά»). Ένα flash back επι­στρέ­φει στην αρ­χι­κή σκηνή και η απε­λευ­θέ­ρω­ση επα­νέρ­χε­ται εκρη­κτι­κή και δια­τα­ραγ­μέ­νη.

Η διάρ­κεια του έργου, και εδώ είναι η μα­ε­στρία του δη­μιουρ­γού, μας κάνει σχε­δόν να ξε­χά­σου­με πρώτα λεπτά της ται­νί­ας όπου συλ­λαμ­βά­νο­νται οι Γερ­μα­νοί και οι συ­νερ­γά­τες τους (repubblichini) την ώρα που πάνε να ξε­φύ­γουν.

Και «ξυ­πνά­με», όταν αυτό στην πο­ρεία ξα­να­εμ­φα­νι­στεί, με τον Attila, που μαζί με τη συμ­μο­ρία των φα­σι­στών προ­σπα­θούν μέχρι την τε­λευ­ταία στιγ­μή να κρυ­φτούν και να στή­σουν τις ενέ­δρες τους όταν η εξου­σία της αστι­κής τάξης -μπρο­στά στη λαϊκή οργή «χα­λα­ρώ­νει». Τε­λι­κά δεν την γλυ­τώ­νει, εκτε­λεί­ται και όλοι γιορ­τά­ζουν, …κυ­μα­τί­ζουν οι κόκ­κι­νες ση­μαί­ες.

Η χαρά, όμως, δεν διαρ­κεί πολύ: Το CLN (Comitato di Liberazione Nazionale – Επι­τρο­πή Εθνι­κής Απε­λευ­θέ­ρω­σης) πα­ρε­λαύ­νει, ζη­τώ­ντας την πα­ρά­δο­ση όλων των όπλων (βλ «Βάρ­κι­ζα»). Οι ερ­γά­τες γης αφο­πλί­ζο­νται ενώ ο αγώ­νας για την απε­λευ­θέ­ρω­ση δεν έχει τε­λειώ­σει.

Η «φυ­σι­κή συ­νέ­πεια» που προ­κύ­πτει από αυτή τη σκηνή είναι η τε­λευ­ταία -και κα­θο­ρι­στι­κή της δεύ­τε­ρης πρά­ξης: Ο Olmo και ο Alfredo, «εκτο­ξεύ­ο­νται» στη δε­κα­ε­τία του ’70 -τώρα γέ­ρο­ντες, που συ­νε­χί­ζουν να «αγω­νί­ζο­νται» και να αντι­με­τω­πί­ζουν ο ένας τον άλλο, όπως οι παπ­πού­δες τους στις αρχές του αιώνα.
Περ­νά­νε …τρέ­χουν όλες τις ει­κο­νι­κές ει­κό­νες, οι αν­θρώ­πι­νες και ιστο­ρι­κές δια­δρο­μές ενός επι­κού έργου: σε αυτή τη «μάχη» ανά­με­σα σε δύο κου­ρα­σμέ­νους και γε­ρα­σμέ­νους άν­δρες εμπε­ριέ­χε­ται η ουσία ενός κό­σμου που, για εμάς νε­ό­τε­ρη γενιά φαί­νε­ται να είναι έτη φωτός μα­κριά,  ζώ­ντας μόνο με τις ιστο­ρί­ες των παπ­πού­δων μας, αλλά, αν και έχουν πε­ρά­σει δε­κα­ε­τί­ες ολό­κλη­ρες, έχουν αρ­χί­σει και τε­λειώ­σει πό­λε­μοι, παλιά έθνη κα­ταρ­ρέ­ουν και νέα εμ­φα­νί­ζο­νται, πα­ρα­μέ­νει ο ίδιος, ο πα­λιός γε­ρα­σμέ­νος κό­σμος, που σπα­ράσ­σε­ται από μια ενιαία σύ­γκρου­ση, που κυ­ριαρ­χεί σε όλες τις αφη­γή­σεις – και εξα­κο­λου­θεί να είναι – ο πραγ­μα­τι­κός πρω­τα­γω­νι­στής: η τα­ξι­κή πάλη!
bertoluci1
Ο αιώ­νας μας δεν είναι ο προη­γού­με­νος ο 20ός αιώ­νας, το «1900» που ο Bertolucci έχει απο­θα­να­τί­σει στην ται­νία. Είναι ένας νέος αιώ­νας που ξα­νοί­γε­ται μπρο­στά μας, ο πρώ­τος αιώ­νας της νέας χι­λιε­τί­ας. 
Αυτός ο κό­σμος θα σμι­λευ­τεί από τους ίδιους πρω­τα­γω­νι­στές που ζω­ντά­νε­ψαν τη με­γά­λη επική ται­νία: 
Από τη μία πλευ­ρά, οι κλη­ρο­νό­μοι αυτών που υπη­ρέ­τη­σαν τους ισχυ­ρούς και πλού­σιους κα­τα­πιε­στές, με πρά­ξεις της ατι­μω­ρη­σί­ας για όσο το μπο­ρέ­σουν αλλά που στη συ­νέ­χεια θα τρα­πούν σε φυγή, φο­βι­σμέ­νοι.
Από την άλλη, οι κλη­ρο­νό­μοι των ακτη­μό­νων και ερ­γα­τών γης απερ­γών που ενά­ντια σε χί­λιες αντι­ξο­ό­τη­τες αλλά με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και επι­μο­νή, αγω­νί­ζο­νται για ένα κα­λύ­τε­ρο μέλ­λον.
Δια­κρί­νο­ντας κάθε φορά, κάτω από κάθε πο­λι­τι­κό κί­νη­μα και κάτω από κάθε προ­ω­θη­μέ­νο πο­λι­τι­κό στόχο, τις πραγ­μα­τι­κές τα­ξι­κές ανα­φο­ρές.
Αυτή είναι η με­γά­λη κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή κλη­ρο­νο­μιά που αφή­νει ο Bertolucci στους νέους κομ­μου­νι­στές με το «1900»
_______________________________­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­__
(1) «Case del Popolo» εμ­φα­νί­ζε­ται για πρώτη φορά στην Ιτα­λία το Σεπ-1893 κατά τη διάρ­κεια του δεύ­τε­ρου σο­σια­λι­στι­κού συ­νε­δρί­ου στο Reggio Emilia.

Έχει επί­σης τις ρίζες της στις ευ­ρω­παϊ­κές εμπει­ρί­ες του γαλ­λι­κού, βελ­γι­κού, ελ­βε­τι­κού κλπ Maison du peuple του γερ­μα­νι­κού Volkshaus και της ολ­λαν­δι­κής Volkshuis.

Σαν θε­σμός “Case del Popolo” -που σε κά­ποιο βαθμό επι­ζούν και σή­με­ρα (τη 10ε­τία 60-70 ήταν στο φόρτε τους) αντα­πο­κρί­νο­νταν στις ανά­γκες ανά­πτυ­ξης και λει­τουρ­γί­ας των -ερ­γα­τι­κών & κα­τα­να­λω­τι­κών, συ­νε­ται­ρι­σμών με πλή­θος πο­λι­τι­κών, πο­λι­τι­στι­κών, κοι­νω­νι­κών και ψυ­χα­γω­γι­κών υπη­ρε­σιών και εκ­δη­λώ­σε­ων.

Από πο­λι­τι­κή-πο­λι­τι­στι­κή άποψη αντι­προ­σώ­πευ­σαν την προ­ο­πτι­κή του κι­νή­μα­τος, τη στα­θε­ρό­τη­τά του, την ενό­τη­τα και τη λαϊκή αλ­λη­λεγ­γύη, τη δη­μό­σια επί­δει­ξη της ηθι­κής ανω­τε­ρό­τη­τας του, τις βα­θιές ρίζες σ’ όλη τη χώρα, με δια­τή­ρη­ση της ιστο­ρι­κής μνή­μης.

Τέλος, συμ­βό­λι­σαν το συ­ντο­νι­στι­κό κέ­ντρο ενός σο­σια­λι­στι­κού (και κατ’ ευ­φη­μι­σμό «σο­σια­λι­στι­κού») συ­νε­ται­ρι­στι­κού μο­ντέ­λου μιας μελ­λο­ντι­κής κοι­νω­νί­ας, με «πυ­ρή­να το σο­σια­λι­σμό» που θα οι­κο­δο­μη­θεί για να συ­μπε­ρι­λά­βει σε νέα βάση, την  οι­κο­νο­μι­κή ζωή και ολό­κλη­ρη την κοι­νω­νία και με αυτή την έν­νοια, εμπε­ριέ­χει την ελ­πί­δα της μελ­λο­ντι­κής κοι­νω­νί­ας και του νέου σο­σια­λι­στή (και «σο­σια­λι­στή» -μέσα από τις οπορ­του­νι­στι­κές αυ­τα­πά­τες των ιτα­λών κο­μου­νι­στών ει­δι­κά μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση).

(2) Το “Biennio Rosso” – τα “Δύο Κόκ­κι­να Χρό­νια” ήταν μια πε­ρί­ο­δος (1919-1920), έντο­νης κοι­νω­νι­κής και ανα­τρε­πτι­κής σύ­γκρου­σης στην Ιτα­λία, μετά τον Πρώτο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο,  που ακο­λου­θή­θη­κε από τη βίαιη αντί­δρα­ση της πα­ρα­στρα­τιω­τι­κής πο­λι­το­φυ­λα­κής των με­λα­νο­χι­τώ­νων και τε­λι­κά από την «πο­ρεία στη Ρώμη» του Μου­σο­λί­νι (1922).

Το “Biennio Rosso” έχει να κάνει με την οι­κο­νο­μι­κή κρίση στο τέλος του πο­λέ­μου, με την υψηλή ανερ­γία και πο­λι­τι­κή αστά­θεια. Χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε από μα­ζι­κές απερ­γί­ες (η ιστο­ρι­κή γε­νι­κή απερ­γία του Ιούλη 1919 αγκά­λι­σε πάνω από 1.000.000 ερ­γα­ζό­με­νους…), καθώς με πει­ρά­μα­τα αυ­το­δια­χεί­ρι­σης ακτη­μό­νων, ερ­γα­τών γης και ερ­γα­ζό­με­νων σε ερ­γο­στά­σια -τόσο που να μι­λά­νε για πρό­θυ­ρα επα­νά­στα­σης

πηγή (Επί­ση­μη εφη­με­ρί­δα της Κο­μου­νι­στι­κής Νε­ο­λαί­ας Ιτα­λί­ας Giornale ufficiale del Fronte della Gioventù Comunista)

Επι­μέ­λεια Ομάδα ¡H.​lV.S! //  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου