Σελίδες

3 Φεβ 2014

Σταύρος Τάσσος: Απαιτούνται άμεσα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα αντισεισμικής προστασίας και θωράκισης στην Κεφαλονιά

Για τη σεισμική δραστηριότητα στην Κεφαλονιά, μίλησε στο portal «902.gr», ο δόκτωρ Σεισμολογίας, Σταύρος Τάσσος συνιστώντας στους κατοίκους, τα σπίτια των οποίων έχουν υποστεί ζημιές, «να μην μπουν μέσα σε αυτά, μέχρι να γίνουν οι απαραίτητοι έλεγχοι και αποκατασταθούν οι ζημιές τους».
Εκτίμησε ακόμη ότι «η μετασεισμική ακολουθία θα συνεχιστεί στην Κεφαλονιά για 2 με 3 μήνες, με σεισμούς της τάξης των 4, 5 και παραπάνω βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ, η συχνότητα των οποίων θα μειώνεται με το χρόνο, αλλά το μέσο μέγεθός τους θα παραμένει σταθερό».
Ο Σταύρος Τάσσος επεσήμανε ακόμη ότι: «Ο σεισμός που έγινε την Κυριακή 26/1, μεγέθους 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ αλλά και ο σημερινός, 5,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, δηλαδή ο ισχυρότερος μέχρι τώρα μετασεισμός, έφερε στο προσκήνιο για μια ακόμη φορά το ζήτημα της αντισεισμικής προστασίας και θωράκισης γενικότερα από φυσικές καταστροφές.

Έχουμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ανεξάρτητη από τη θέλησή μας. Από την πλευρά του φυσικού φαινομένου αυτό που καθορίζει την καταστρεπτικότητα ενός σεισμού δεν είναι τόσο πολύ το μέγεθός του, όσο η εγγύτητα του σεισμού σε κατοικημένες περιοχές. Οι σεισμοί που έγιναν στην Κεφαλονιά, αν είχαν γίνει μακρύτερα -50 χιλιόμετρα- από κατοικημένη περιοχή, θα είχαν σχεδόν μηδενικές επιπτώσεις. Αντίθετα, τώρα που έγιναν σε κατοικημένες περιοχές, έχουν αυτές τις καταστροφικες επιπτώσεις.
Ο λόγος γι' αυτό είναι ότι η ένταση της εδαφικής κίνησης, που εκφράζεται ως ποσοστό επιτάχυνσης της βαρύτητας (το λεγόμενο g), είναι ανεξάρτητη από το μέγεθος  πάνω ακριβώς από την επικεντρική περιοχή. Γι' αυτό πολλές φορές όταν έχουμε ένα μικρό σεισμό, 2 ή 3 βαθμών, αλλά, αν κάποιοι βρίσκονται ακριβώς επάνω από την εστία του, τον αισθάνονται ως ιδιαίτερα ισχυρό. Για το λόγο αυτό διαμαρτύρονται στους σεισμολόγους ότι δεν τους ανακοινώνουν το αληθινό μέγεθος του σεισμού.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τη θέλησή μας. Αν οι δυο αυτοί ισχυροί σεισμοί που έγιναν στην Κεφαλονιά, είχαν γίνει σε άλλη περιοχή, πχ στη Δυτική Πελοπόννησο, οι επιπτώσεις τους θα ήταν πολλαπλάσιες. Ας θυμηθούμε επίσης ότι το 1999, ένας αντιστοίχου μεγέθους σεισμός που έγινε στην Αθήνα, προκάλεσε 140 νεκρούς και δεκάδες καταρρεύσεις κτιρίων.
Ο λόγος για τον περιορισμό των επιπτώσεων στην Κεφαλονιά, είναι ότι μετά το σεισμό του 1953, που σημειωτέον έγιναν από τις 9 μέχρι τις 12 Αυγούστου, με μεγέθη κατά χρονική σειρά 6,4R, 6,8R, 7,2R και 6,3R «ισοπεδώνοντας» την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο, με αποτέλεσμα 550 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους, η Κεφαλονιά ανοικοδομήθηκε με καλές αντισεισμικές προδιαγραφές. Αναδεικνύεται έτσι η αλήθεια, ότι, όταν ο άνθρωπος και η κοινωνία θέλουν, μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο από το σεισμό και από άλλες φυσικές καταστροφές.
Το ερώτημα είναι, εάν σε συνθήκες καπιταλισμού και ειδικότερα στην περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, μπορεί να υπάρξει μια ολοκληρωμένη αντισεισμική θωράκιση που συνεπάγεται τη λήψη άμεσων μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων ενταγμένα σ' ένα ολοκληρωμένο σχεδιασμό. Η απάντηση, όπως η ίδια η ζωή επιβεβαιώνει, είναι ότι αυτό δε γίνεται. Και ο λόγος είναι απλός: Στον καπιταλισμό προέχει η μεγιστοποίηση του κέρδους και όχι η κάλυψη των κοινωνικών αναγκών», κατέληξε ο Σταύρος Τάσσος.
902.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου