5 Μάρτη 1933: Εκλογές στη Γερμανία, χιτλερικά στρατεύματα έξω από τα γραφεία του ΚΚ |
ΟΙ ΝΟΣΤΑΛΓΟΙ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ
Πώς η Ιστορία γίνεται φάρσα ακόμα κι όταν δεν επαναλαμβάνεται
Τη χρονιά που διανύουμε, για το ιστορικό φαινόμενο που έμεινε γνωστό ως «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» γράφτηκαν στο «Ριζοσπάστη» πάμπολλα και εκτενή άρθρα (ακόμα και με τη μορφή του κυριακάτικου ένθετου). Το τελευταίο τεύχος της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης (4-5/2012) περιλαμβάνει στην ύλη του επίσης ένα εκτενές και αρκετά κατατοπιστικό άρθρο για το ρόλο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας της περιόδου εκείνης. Σε όλα αυτά, το συγκεκριμένο ιστορικό φαινόμενο (ή πτυχές του) δεν ερμηνεύεται με μεταφυσικούς όρους «καλού» και «κακού», «ικανών και ανίκανων», «συνετών και ασύνετων», δεν αποσπάται η πολιτική από την οικονομία (παρά τη σχετική αυτοτέλεια της πρώτης) ούτε από τα ταξικά συμφέροντα που αυτή εκφράζει. Εξετάζεται δηλαδή η συγκεκριμένη περίοδος, όπως και γενικότερα η Ιστορία του προηγούμενου αιώνα, υπό το πρίσμα της συνεχούς ταξικής πάλης (που άλλοτε οξύνεται κι άλλοτε όχι) κυρίως ανάμεσα στην εργατική τάξη και τη χρηματιστική ολιγαρχία (δηλ. τους εξουσιάζοντες καπιταλιστές την εποχή του ιμπεριαλισμού).
Σε όλες τις αναφερόμενες αναλύσεις γινόταν καθαρό ότι η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» (όπως και κάθε άλλη αστική) ούτε «τέλεια» ήταν, ούτε «η καλύτερη κατάκτηση» που μπορούσε να είχαν τότε τα λαϊκά στρώματα στη Γερμανία. Αντίθετα υπογραμμιζόταν ότι η γέννησή της ήταν μια αναγκαστική προσωρινή υποχώρηση της άρχουσας τάξης (τα μονοπώλια, οι γιούνκερς - καπιταλιστικοποιημένοι πρώην φεουδάρχες μεγαλοκτηματίες που επάνδρωναν και τα επιτελεία των ενόπλων δυνάμεων του κράτους και τα αστικοποιημένα υπολείμματα της αυτοκρατορικής αυλής) απέναντι στον κίνδυνο που εγκυμονούσε το διαφαινόμενο «πάντρεμα» του τότε επαναστατημένου γερμανικού λαού με τις ιδέες του ρωσικού «Κόκκινου Οχτώβρη».
Οι όντως πρωτόγνωρες μέχρι τότε για την εργατική τάξη πολιτικές και συνδικαλιστικές κατακτήσεις που «παραχώρησε» η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», περιορίζονταν συνεχώς, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, για να καταργηθούν πλήρως από τη ναζιστική δικτατορία. Η πρόσκαιρη παραχώρησή τους, σε συνάρτηση με τις κίβδηλες διακηρύξεις περί «κοινωνικής και οικονομικής δημοκρατίας», περί «κοινωνικοποιήσεων» και «εργατικού ελέγχου» των επιχειρήσεων αποτέλεσαν το πρόσφορο «τυράκι» στα χέρια της σοσιαλδημοκρατίας για να παραπλανήσει τις μάζες, για να τις «βάλει στη γωνία» καθώς «δεν έπρεπε να χυθεί άλλο γερμανικό αίμα». Κι όταν το «δόλωμα» δεν συγκινούσε τις εξεγερμένες εργατικές μάζες, η (κυβερνώσα πλέον) σοσιαλδημοκρατία δεν επέδειξε κανένα δισταγμό: μπόρεσε κάλλιστα να γίνει το «αιμοβόρικο σκυλί» (Ετσι χαρακτήρισε τον εαυτό του ο σοσιαλδημοκράτης Εμπερτ, μπαίνοντας επικεφαλής των δυνάμεων που κατέπνιξαν στο αίμα την εργατική εξέγερση στο Βερολίνο, το Γενάρη του 1919) κάθε φορά που η περίσταση (βλέπε η χρηματιστική ολιγαρχία) το απαιτούσε και να χύσει το αίμα των Γερμανών εργατών.
Σε όλες τις αναφερόμενες αναλύσεις γινόταν καθαρό ότι η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» (όπως και κάθε άλλη αστική) ούτε «τέλεια» ήταν, ούτε «η καλύτερη κατάκτηση» που μπορούσε να είχαν τότε τα λαϊκά στρώματα στη Γερμανία. Αντίθετα υπογραμμιζόταν ότι η γέννησή της ήταν μια αναγκαστική προσωρινή υποχώρηση της άρχουσας τάξης (τα μονοπώλια, οι γιούνκερς - καπιταλιστικοποιημένοι πρώην φεουδάρχες μεγαλοκτηματίες που επάνδρωναν και τα επιτελεία των ενόπλων δυνάμεων του κράτους και τα αστικοποιημένα υπολείμματα της αυτοκρατορικής αυλής) απέναντι στον κίνδυνο που εγκυμονούσε το διαφαινόμενο «πάντρεμα» του τότε επαναστατημένου γερμανικού λαού με τις ιδέες του ρωσικού «Κόκκινου Οχτώβρη».
Οι όντως πρωτόγνωρες μέχρι τότε για την εργατική τάξη πολιτικές και συνδικαλιστικές κατακτήσεις που «παραχώρησε» η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», περιορίζονταν συνεχώς, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, για να καταργηθούν πλήρως από τη ναζιστική δικτατορία. Η πρόσκαιρη παραχώρησή τους, σε συνάρτηση με τις κίβδηλες διακηρύξεις περί «κοινωνικής και οικονομικής δημοκρατίας», περί «κοινωνικοποιήσεων» και «εργατικού ελέγχου» των επιχειρήσεων αποτέλεσαν το πρόσφορο «τυράκι» στα χέρια της σοσιαλδημοκρατίας για να παραπλανήσει τις μάζες, για να τις «βάλει στη γωνία» καθώς «δεν έπρεπε να χυθεί άλλο γερμανικό αίμα». Κι όταν το «δόλωμα» δεν συγκινούσε τις εξεγερμένες εργατικές μάζες, η (κυβερνώσα πλέον) σοσιαλδημοκρατία δεν επέδειξε κανένα δισταγμό: μπόρεσε κάλλιστα να γίνει το «αιμοβόρικο σκυλί» (Ετσι χαρακτήρισε τον εαυτό του ο σοσιαλδημοκράτης Εμπερτ, μπαίνοντας επικεφαλής των δυνάμεων που κατέπνιξαν στο αίμα την εργατική εξέγερση στο Βερολίνο, το Γενάρη του 1919) κάθε φορά που η περίσταση (βλέπε η χρηματιστική ολιγαρχία) το απαιτούσε και να χύσει το αίμα των Γερμανών εργατών.
Στις ίδιες αναλύσεις παραθέτονταν συγκεκριμένα στοιχεία για το πώς το μεγάλο κεφάλαιο σταδιακά έφερε το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα στους κυβερνητικούς θώκους, με την ανοχή της σοσιαλδημοκρατίας και την ενεργή συμβολή των υπόλοιπων αστικών κομμάτων - προγόνων των σημερινών.
Αυθαίρετες ερμηνείες
Η ανάγκη να επανέλθουμε στο θέμα της Βαϊμάρης προκύπτει πέραν των άλλων και από το γεγονός ότι τον τελευταίο μήνα είχαμε ένα νέο «τσουνάμι» δηλώσεων και δημοσιευμάτων, τόσο από πολιτικούς όσο και από ιστορικούς, που ερμηνεύουν αυθαίρετα τη συγκεκριμένη περίοδο, για να εξηγήσουν το ίδιο αυθαίρετα την κατάσταση που βιώνουν τα λαϊκά στρώματα στην Ελλάδα.
Σταχυολογούμε ενδεικτικά:
Στα τέλη του Σεπτέμβρη ο Α. Τσίπρας, στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε στο Αμβούργο το Ιδρυμα της εφημερίδας Die Zeit , αφού φρόντισε να τονίσει: «Ελπίζω να διαπιστώσετε ότι δεν είμαι και τόσο επικίνδυνος όσο λένε κάποια ευρωπαϊκά ΜΜΕ», συνέχισε: «Το μνημόνιο είναι το ισοδύναμο της Συνθήκης των Βερσαλιών ή του μεταπολεμικού σχεδίου Μοργκεντάου. Η οικονομική πολιτική που εφαρμόζουμε στην Ελλάδα είναι η πολιτική του Χούβερ στις ΗΠΑ και του Μπρίνινγκ στη Γερμανία του '30-'33. Και γνωρίζετε πολύ καλά πού οδηγούν αυτές οι πολιτικές». Επισήμανε μάλιστα ότι στην Ελλάδα υπάρχουν ήδη «τάγματα εφόδου νεοναζιστών στους δρόμους», ενώ περιέγραψε την κατάσταση ως τραγική μεταφορά της κρίσης από την οικονομία στη δημοκρατία και προειδοποίησε για τον κίνδυνο επανάληψης της «Βαϊμάρης» (Βλέπε ηλεκτρονική εφημερίδα news247.gr-29/9/12).
Προς επιβεβαίωση των παραπάνω έσπευσε και ο οικονομικός σύμβουλος της Αγκελα Μέρκελ Πέτερ Μπόφινγκερ.«Μιλώντας στην εφημερίδα Weser-Kurier, ασκεί δριμεία κριτική στην πολιτική λιτότητας που ακολουθούν οι χώρες της Ευρωζώνης, συγκρίνοντάς την μάλιστα με την ολέθρια πολιτική που ακολουθήθηκε στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. «Η πολιτική που ασκείται στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, είναι η πολιτική του καγκελαρίου Μπρούνινγκ», τονίζει ο επιφανής Γερμανός οικονομολόγος, παραπέμποντας στη στρατηγική των περικοπών στο κοινωνικό κράτος, η οποία στις αρχές της δεκαετίας του '30 οδήγησε σε εκτίναξη της ανεργίας και του πληθωρισμού». (Το Ποντίκι, ηλεκτρονική έκδοση 1/10/12).
Στις 4/10/12, ο Α. Σαμαράς, σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, ανέφερε ότι η κοινωνία απειλείται ως σύνολο από «λαϊκιστές της άκρας Αριστεράς» και από την άνοδο «ενός ακροδεξιού, θα μπορούσε κανείς να πει φασιστικού, νεοναζιστικού κόμματος». Η κοινωνική συνοχή «κινδυνεύει λόγω της αυξανόμενης ανεργίας όπως στη Γερμανία στο τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» (http:www.tovima.gr/politics/article/?aid=477979).
Την ίδια μέρα έσπευσε να τον συνετίσει και πάλι ο Α. Τσίπρας με την ομιλία του στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ: «η δημοκρατία της Βαϊμάρης οδηγήθηκε σ΄ αυτό το καταστροφικό αδιέξοδο εξαιτίας της πολιτικής της σκληρής λιτότητας που εφήρμοζε τότε. Σήμερα αυτή την πολιτική της σκληρής λιτότητας την εφαρμόζει ο κ. Σαμαράς. Ας ξέρουμε λοιπόν τι λέμε, ιδίως όταν μιλάμε σε ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης». Ο ίδιος λοιπόν, αν και δεν μιλούσε σε «ευρωπαϊκά ΜΜΕ» ήξερε τουλάχιστον. Ο φασισμός («το καταστροφικό αδιέξοδο» για ποιους άραγε;) δεν ήταν συνειδητή επιλογή των καπιταλιστών, αλλά απόρροια «της σκληρής λιτότητας»! Η ανεργία δεν ήταν αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης και της ακολουθούμενης (εξίσου καπιταλιστικής) φάσης ανάπτυξης αλλά της «πολιτικής λιτότητας»!! (Κακούργε Μπρούνινγκ!).
Στο χορό μπήκε και η εφημερίδα «Το Ποντίκι»: «Η Γερμανία του Μεσοπολέμου υπήρξε έργο των μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων και συγκεκριμένα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, όπως επίσης και του Κόμματος του Κέντρου και των Φιλελευθέρων. Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον άκρατο λαϊκισμό και την ακραία δράση πολιτικών σχηματισμών, όπως των ναζί, των συντηρητικών και των κομμουνιστών» (Ξ.Α. Μπρουντζάκης, «Το Ποντίκι», 11/10/12).
(Τα περί «μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων» και περί «ακραίας δράσης» σχολιάζουμε παρακάτω. Το «Κόμμα Φιλελευθέρων» όμως πού υπάρχει στη συγκεκριμένη περίοδο; Προφανώς ο λάτρης της «μετριοπάθειας» εννοεί το «Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα» ή το «Δημοκρατικό Κόμμα», που προς το τέλος της Βαϊμάρης μετονομάστηκε σε «Κρατικό Κόμμα» (Staatspartei). Πάντως και τα δύο αυτά προσέτρεξαν ανενδοίαστα να υπερψηφίσουν το «νόμο εξουσιοδότησης» (Ermchtigungsgesetz) στις 23/3/1933, με τον οποίο αναγνωρίστηκε και «δημοκρατικά» η κυβερνητική εξουσία του Χίτλερ. Αυτό όμως δεν είναι «μετριοπάθεια» ή «ακρότητα», παρά ταξική συνέπεια!).
«... Το φάντασμα της Βαϊμάρης προβάλλει στην Ελλάδα. Μελανοχίτωνες και τάγματα εφόδου ήδη σπέρνουν τη βία στους δρόμους της Αθήνας και των χωριών της Ελλάδας» δήλωσε ο κ.Αλέξης Τσίπρας στη γερμανική εφημερίδα Neues Deutschland (Το Βήμα, ηλεκτρονική έκδοση 21/10/12). «Η εμμονή σε υφεσιακές πολιτικές, όπως εκείνες του καγκελάριου Μπρίνινγκ, για να αντιμετωπιστεί η πρωτοφανής για ευρωπαϊκή χώρα σε καιρό ειρήνης πενταετής ύφεση, το μόνο που θα μπορούσε να κάνει είναι να μετατρέψει την αποτυχία σε τραγωδία» προσθέτει ο κ. Τσίπρας στην ίδια συνέντευξη.
Γιατί τόσος ντόρος;
Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς με βάση τα παραπάνω: Γιατί καταρχάς γίνεται τόσος «ντόρος» για τη Βαϊμάρη; Πόσο γνώριμη στο ελληνικό κοινό είναι η γερμανική ιστορία αυτής της περιόδου; (Ποιος είναι αυτός ο «Μπρίνινγκ»;). Μα ακριβώς επειδή αποτελεί «θολό νερό», μπορείς να κάνεις και το «ψάρεμα» που θέλεις. Ετσι στηριζόμενοι σε μια θολή ιστορική ερμηνεία ο ένας (Α. Σαμαράς) ισχυρίζεται ότι αυτός είναι η λύση για να μην οδηγηθούμε στα «αδιέξοδα» της Βαϊμάρης, ακριβώς δηλαδή ό,τι ισχυρίζεται και ο άλλος (Α. Τσίπρας) για τον εαυτό του όμως. Μα οι πολιτικοί και ιδεολογικοί τους πρόγονοι στη Γερμανία (όπως και στην Ελλάδα του 1936 και του 1967) ήταν αυτοί που είτε κυβερνώντας από κοινού, είτε ως αντιπολιτευόμενα κόμματα στο γερμανικό κοινοβούλιο αλλά με κυβερνητικές θέσεις στα ομόσπονδα κρατίδια, εφάρμοζαν πολιτικές ενίσχυσης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, τόσο σε συνθήκες κρίσης, όσο και σε φάσεις ανάκαμψης της οικονομίας.
Σε σχεδόν 14 χρόνια αστικής δημοκρατίας (Βαϊμάρης), τα «επιτεύγματά» τους είναι κοινά: τσάκισμα όχι μόνο επαναστατικών κινημάτων, αλλά ακόμα και τοπικών απεργιακών κινητοποιήσεων, που απέβλεπαν σε μια έστω σχετική βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας, εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και ταυτόχρονο δυνάμωμα ξανά της χρηματιστικής ολιγαρχίας στη Γερμανία (που η θέση της είχε κλονιστεί από την ήττα της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και από τη Συνθήκη των Βερσαλιών). Τελικό κοινό τους επίτευγμα είναι ότι μέσα από «δημοκρατικές» κοινοβουλευτικές διαδικασίες άνοιξαν στα μονοπώλια το δρόμο για την «καθαρή» δικτατορία και το νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
«Ψαρεύουν» όμως σε αυτά τα θολά νερά και για έναν ακόμα σοβαρό λόγο: Επειδή τόσο στην Ελλάδα όσο και ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία η Ιστορία του εργατικού επαναστατικού κινήματος όταν δεν αποσιωπάται, «κατακρεουργείται» στο έπακρον και κατασυκοφαντείται με τέτοιο τρόπο ώστε η «δημοκρατία» τους, δηλαδή η εξουσία των μονοπωλίων να εμπεδώνεται ως το μόνο «εφικτό», ακόμα και ως το «λιγότερο κακό». Ετσι θέλουν να φοβίσουν τις μάζες και να πείσουν ότι ο τυχόν ξεσηκωμός του λαού ενάντια στους καταπιεστές του (μέγιστη «ακρότητα»!) το μόνο που μπορεί να φέρει είναι την «εκτροπή», τους πραγματικά «κακούς»!
Πιο καθαρά (αν και όχι τελείως) μας τα λέει ο πολυγραφότατος Βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Εθνος». Καθότι πιο ωμός, είναι χρήσιμο να παραθέσουμε εκτενές απόσπασμα αυτής της συνέντευξης. Υπογραμμίζουμε βασικά του πολιτικά και ιστορικά συμπεράσματα με τα οποία διαφωνούμε:
Και οι συγκρίσεις με την Ελλάδα
«(Ερώτηση): Πολλοί κάνουν συγκρίσεις της σημερινής Ελλάδας με την περίοδο της Βαϊμάρης. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε αποδεικνύεται το παλιό ευφυολόγημα πως "η Ιστορία διδάσκει ότι δε διδάσκει τίποτα";
- Νομίζω ότι πάντα μπορούμε να διδαχθούμε από την Ιστορία. Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα στην Ευρώπη έχουμε μια γενιά πολιτικών αρχηγών που ξέχασαν την Ιστορία τους. Από αυτή την άποψη το Νόμπελ Ειρήνης που δόθηκε στην ΕΕ ήταν μια σωστή κίνηση γιατί θύμισε σε όλους, τους λόγους ίδρυσης της Ενωσης. Και σίγουρα δεν ιδρύθηκε για να κρατήσει ζωντανές τις τράπεζες. Ιδρύθηκε για σοβαρότερους λόγους, παρόλο που και οι τράπεζες είναι μια σοβαρή υπόθεση. Αλλά τι σημαίνει "ζούμε μια περίοδο Βαϊμάρης"; Είναι ένα "μάθημα" ότι πρέπει να κατεβούμε στους δρόμους να πολεμήσουμε τον φασισμό; `Η το "μάθημα" είναι άλλο; Εγώ βρίσκω ομοιότητες και διαφορές. Το θέμα δεν είναι λοιπόν να κατεβούμε στους δρόμους, γιατί εκεί έτσι κι αλλιώς πέφτει πολύ ξύλο εδώ και καιρό. Ωστόσο: α) πρέπει να πάρουμε υπόψη τον κίνδυνο του φασισμού πολύ σοβαρά β) αν τον πάρουμε στα σοβαρά, θα πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Ο μόνος λόγος που οι ναζί επικράτησαν στη Γερμανία ήταν επειδή οι υπόλοιπες δυνάμεις αλληλομισούνταν τόσο, όσο δεν μισούσαν τους ναζί. Το γεγονός ότι σήμερα στην Ελλάδα έχουμε μια κυβέρνηση τριών κομμάτων είναι νομίζω θετικό και έτσι πρέπει και τα άλλα κόμματα να το δουν αν ενδιαφέρονται σοβαρά για τη δημοκρατία και όχι απλώς να κάνουν αντιπολίτευση. Η διαφορά πάντως της Ελλάδας με τη Βαϊμάρη είναι ότι το πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας έχει χάσει τη νομιμοποίησή του στα μάτια του κόσμουκαι οι πολιτικοί πρέπει να σκεφτούν σοβαρά πώς θα την ξανακερδίσουν...
(Ερώτηση): Το πολιτικό πρόβλημα πώς θα λυθεί;
- Δεν έχω ακούσει ακόμη έναν πολιτικό να προχωρά σε μια απολογία, να λέει "φταίμε εμείς, συγνώμη". Θα μπορούσαν να ψηφίσουν έναν νόμο για την άρση της ασυλίας όταν πρόκειται για ποινικά αδικήματα. Αυτή η τάξη των πολιτικών που είναι υπεύθυνη για την κρίση και το σημερινό αδιέξοδο μοιάζει να μην έχει συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει». («Εθνος», ηλεκτρονική έκδοση, 24/10/12).
Δε θα σταθούμε στις απόψεις του για την «φιλειρηνική» ένωση των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών (στο «Ριζοσπάστη» έχουν δημοσιευθεί πλήθος ανακοινώσεων που καταγγέλλουν το εν λόγω Νόμπελ «ειρήνης»), ούτε για τους «ανιστόρητους» και «άσχετους με την πραγματικότητα» πολιτικούς, που «ρίχνει νερό σε πολλούς μύλους». Η προτροπή του πάντως να μην κατέβουμε στους δρόμους, αλλά να ενωθούμε όλοι μαζί, μόνο ως επιβεβαίωση για τα όσα γράφονται παραπάνω μπορούν να εκληφθούν. Δίδαγμα λοιπόν της Βαϊμάρης «κάτσε στο σπίτι και να' σαι νομοταγής»!!
Ποιος έφερε τον Χίτλερ;
Ετσι κι αλλιώς το «μίσος αλλήλων» είναι που έφερε την επικράτηση των ναζί!! Ιστορικός του δικού του διαμετρήματος δεν μπορεί να μην ξέρει ότι ακόμα και στο μεταπολεμικό διεθνές δικαστήριο της Νυρεμβέργης ως πρωτεργάτες καταδικάστηκαν και πολλοί εκπρόσωποι μονοπωλιακών ομίλων! Βεβαίως βολεύει αφάνταστα το να βγάζεις από το προσκήνιο τους άρχοντες της οικονομικής εξουσίας (όπως τους έβγαλαν αμέσως από τις φυλακές οι Αγγλοαμερικάνοι λυκοσύμμαχοί τους) για να τους παρουσιάσεις και τώρα όπως και τότε ως «αμόλυντες περιστερές»!
Για τα πάντα φταίνε τα κόμματα και δη αυτά που «αλληλομισούνται»! Καθώς όμως στην περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ένα μόνο κόμμα, το κομμουνιστικό ήταν μόνο του στη μία όχθη του ταξικού χαρακώματος και όλα τα άλλα μαζί στην απέναντι, όσο κι αν ο ίδιος επιμελώς το αποκρύπτει, διαφαίνεται η ταύτιση αν όχι με την αντίληψη των ίσων αποστάσεων από «τα άκρα», τουλάχιστον με αυτή που λέει ότι ο «σεχταρισμός» του ΚΚ Γερμανίας και η θεωρία του περί «σοσιαλφασισμού» είναι αυτή που έφερε το Χίτλερ. Δεν είναι βεβαίως θέμα του παρόντος άρθρου η βαθύτερη μελέτη της τακτικής και στρατηγικής του εν λόγω ΚΚ την περίοδο του Μεσοπολέμου. Επειδή όμως πολλά (ξανα)γράφονται για το ποιος έφερε το Χίτλερ (πέρα από την αστική τάξη), θυμίζουμε εν συντομία, μερικά μόνο αλλά χαρακτηριστικά γεγονότα του 1932, μετά το «συνταγματικό πραξικόπημα» με το οποίο ο Πρόεδρος του Ράιχ Χίντενμπουργκ καθαιρούσε στην ουσία τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του κρατιδίου της Πρωσίας (Πρόκειται για την κυβέρνηση του Οτο Μπράουν, ο οποίος ενώ ήξερε ότι προετοιμαζόταν αυτή η ενέργεια προτίμησε να «πάρει άδεια» (επ' αόριστον τελικά) για να αποφύγει την όποια σύγκρουση), ορίζοντας Επίτροπο γι' αυτήν τον καγκελάριο Φον Πάπεν.
Στις 22/6/1932, κατά τη διαδικασία εκλογής Προεδρείου της τοπικής Βουλής το ΚΚΓ διακήρυττε την προθυμία του να μην θέσει δικούς του υποψήφιους για αυτό το όργανο, αλλά να στηρίξει τους υποψηφίους της σοσιαλδημοκρατίας και του Κέντρου, με μοναδικούς όρους να δοθεί και στο ΓΚΚ η δυνατότητα να μιλάει μέσα από τη γερμανική ραδιοφωνία και να μην εφαρμοστούν στην Πρωσία τα αναγκαστικά διατάγματα του Φον Πάπεν για μείωση των ήδη άθλιων επιδομάτων ανεργίας! Τα δύο αυτά κόμματα απέρριψαν την πρόταση. Μέσα στην τοπική Βουλή το ΚΚΓ υποχώρησε ακόμα περισσότερο δηλώνοντας επίσημα (διά στόματος Βίλχελμ Πικ) ότι παραιτείται των αξιώσεων και ότι θα ψηφίσει τους υποψηφίους των δύο κομμάτων, με την προϋπόθεση ότι θα απέτρεπαν την εκλογή ως Προέδρου ή Αντιπροέδρου οποιουδήποτε υποψηφίου του Εθνικοσοσιαλιστικού (ναζιστικού) ή του Γερμανοεθνικού (εθνικιστικού) Κόμματος. Ούτε καν αυτή η πρόταση δεν υιοθετήθηκε! Ετσι αναδείχθηκε στην Προεδρία της Πρωσικής Βουλής ο φασίστας Κερλ (Kerrl).
Ούτε καν το αίτημα του ΚΚΓ (πάλι μέσω Β. Πικ) να αρθεί η προσωρινή απαγόρευση της κυκλοφορίας των έντυπων οργάνων των σοσιαλδημοκρατών και των κεντρώων («Εμπρός» - Vorwrts και «Λαϊκή Εφημερίδα της Κολωνίας» - KlnerVolkszeitung αντίστοιχα), που είχε επιβάλλει η κεντρική κυβέρνηση δεν υποστηρίχθηκε από αυτούς!
Το «με ποιον θα πας και ποιον θ΄αφήσεις» είχε ήδη αποφασιστεί από αυτά τα κόμματα με κριτήριο το καλόπιασμα των αστών, την «απόσταση από τα άκρα», την «τήρηση της νομιμότητας» και την «πίστη στο Σύνταγμα». Στο Σύνταγμα που έμπασε το Χίτλερ στην καγκελαρία!
Και εφόσον ακόμα και σε τόσο «ανώδυνες» κοινοβουλευτικές διαδικασίες αρνούνταν τη σύμπραξη με το ΚΚ, πώς να υιοθετούσαν την πρόταση του τελευταίου, στις 30/1/1933 για κήρυξη (άκουσον, άκουσον) παγγερμανικής πολιτικής απεργίας, ενάντια στο διορισμό του Χίτλερ στην καγκελαρία με διάταγμα του Χίντενμπουργκ! Κι όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διορισμένης κυβέρνησης, ήδη από τις πρώτες της συνεδριάσεις, αυτό που φοβόταν ήταν η γενική απεργία! Τον Χίτλερ καθησύχασε όμως ο Γκέρινγκ λέγοντας ότι «κατά τις δικές του διαπιστώσεις, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα δε θα συνέπραττε προς το παρόν σε μια γενική απεργία». Και βγήκε δικαιωμένος! Αλλωστε, το ίδιο ακριβώς πράγμα είχε συμβεί ξανά και έξι μήνες νωρίτερα, στις 20/6/1932!
Αυτών των ιστορικά αδικαίωτων πολιτικών συνεχιστές είναι και οι «ερμηνευτές της Βαϊμάρης» που μας συμβουλεύουν να μην ξεσηκωθούμε αλλά «ενωμένοι» να «κάτσουμε σπίτι»! Από αυτούς και τις απόψεις τους πρέπει να ξεκόψει σύσσωμη η εργατική τάξη της χώρας μας. Αυτοί οι υπερασπιστές της «καθεστηκυίας τάξεως» πρέπει όντως να χάσουν τη νομιμοποίησή τους στα μάτια του κόσμου.
Πηγή : Ριζοσπάστης
Άρθρο του Νίκου ΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗ
Ο Νίκος Παπαγεωργάκης, είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Ο Νίκος Παπαγεωργάκης, είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου