Η μια νύφη είχε πλούτο ιδεολογικό, ψυχικό, πλούτο καρδιάς. Πλούσια, με την αστική έννοια του όρου, δεν ήταν. Απλά, έμενε σε κτίριο στην περιοχή του Περισσού, το οποίο της είχαν κτίσει τα παιδιά κι οι φίλοι της. Όσοι από σας έχετε ασχοληθεί με το παιδί, είτε σαν γονείς είτε σαν ‘δάσκαλοι’, θα γνωρίζετε πως όλα τα παιδιά δεν βγαίνουν το ίδιο. Έτσι και τα παιδιά της κυρίας Μαρξισμός -Λενινισμός φάνηκε, ότι δεν είχαν καταλάβει όλα το ίδιο τα βιβλία που τους έδωσε η μάνα τους. Και να δεις τα άτιμα τα παιδιά της κουλτούρας - δήθεν-και της τσιτατολογίας που μια μέρα ξεσηκώθηκαν και πήγαν να πετάξουν τη μάνα έξω από το σπίτι της. Έλα όμως που κάτι αδέλφια τους, οίτινες το ψωμάκι τους το έβγαζαν στις οικοδομές κι είχαν κάνει κάτι μπράτσα σαν τις κολώνες της ΔΕΗ κι ήταν σαν τετράφυλλες ντουλάπες, που τους πλάκωσαν στις ψιλόχοντρες περί τα μάγουλα, τα σβέρκα, τα αποτέτοια τους κι έφυγαν οι κουλτουράτοι άπρακτοι. Μπράβο στα παιδιά, που στήριξαν τέτοια μάνα.
Τι να σου κάνουν τώρα κι οι απόκληροι; Από δουλειά δεν σκάμπαζαν γρυ και πήγαν κι έπιασαν δουλειά στο μαγαζί περί την πλατεία Καρύτση , ως δημοσιογράφοι –σιγά τη βαριά δουλειά- και σ’ άλλες κουλτουρέ επιχειρήσεις. Από το ψωμί άμα πέσεις στο χαβιάρι και τη σαμπάνια, εύκολο είναι ν’ αρχίσεις να συκοφαντείς τη μάνα σου. Τινές των αποκλήρων του Περισσού εστράφησαν εις το ευγενές επάγγελμα του πολιτικού. Όμως ο κόσμος τους είχε γυρίσει την πλάτη, επειδή έμαθαν με το νι και με το σίγμα, πως φέρθηκαν στη μάνα τους και ρόλο σοβαρό δεν έπαιζαν. Ήταν οι εποχές που στο τιμόνι του ΠΑΣΟΚ και της αστικής Εξουσίας ήταν ο Αντρέας, ο οποίος είχε ρεμιζάρει στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και δεν τον κούναγες με τίποτα. Κι άρχισαν οι γκρίνιες στο νέο σπίτι, εκεί κατά Κουμουνδούρου μεριά, και άρχισαν οι κλάψες κι οι μουρμούρες και τα τοιαύτα: ‘Βρε εμείς, οι εκσυγχρονιστές και νάμαστε σ’ αυτό το χάλι;’ Κι αρχίσαν τα παιδιά να φλερτάρουν με τον αείμνηστο: ‘Είμαστε κι εμείς εδώ, ξέρεις το τηλέφωνό μας’, αλλά ο άλλος είχε κάτι ζόρια με κάποια Μιμή και τους αγνοούσε επιδεικτικά. Και γιατί να τους δώσει σημασία άλλωστε; Αυτοί πούλησαν τη μάνα τους, αυτόν θα σεβόντουσαν; Είχε εξάλλου πελατεία το μαγαζί εξασφαλισμένη. Καναδυό- τρεις απόκληροι, είχαν κάτι κονέ με κάτι μικρολαμογάκια του μαγαζιού από την εποχή του Πολυτεχνείου και την έκαναν στο μαγαζί του Αντρέα με ελαφρά πηδηματάκια. Οι άλλοι αναστέναζαν έξω από κτίριο της Χαριλάου Τρικούπη και του Μαξίμου και ψιλοτραγούδαγαν ένα τραγούδι του Παπαϊωάννου:
Το παράθυρο κλεισμένο, σφαλισμένο σκοτεινό,
για ποιο λόγο δεν ανοίγεις, πεισματάρη να σε δω;
Άνοιξε, άνοιξε, γιατί δεν αντέχω, φτάνει πια, φτάνει πια να με τυραννάς.
Ξεροστάλιασα στ’ αγιάζι ώρες να σου τραγουδώ,
η καρδιά μου φλόγες βγάζει, μα δε βγαίνεις να σε δω.
Άνοιξε, άνοιξε γιατί δεν αντέχω, φτάνει πια να με τυραννάς.
Ο ‘τύραννος’ όμως ο Αντρέας ένα πρωί απόθανε και ανήλθε στα υπερκόσμια διαμερίσματα, διότι ο Μέγας Χάρος σάλπισε την τρομπέτα της αναγγελίας του θανάτου του κι έτσι και δουλέψει η καραμούζα του δεν την γλυτώνεις την εξόδια μετακόμιση, έστω κι αν σε λένε Αντρέα Παπανδρέου. Το μαγαζί του Αντρέα περιήλθε εις την πλήρη νομή και κατοχήν ‘καθηγητού’ τινός, ονόματι Σημίτης, μιας και ο γιος Γεώργιος Αντρέα Παπανδρέου ήτο ακόμη μειράκιον και άπαντες τον αποκαλούσαν Γιωργάκη . Ο εν λόγω ‘καθηγητής’ εκτός από κακάσχημος ήταν και αλαζών, διότι ούτε αυτός άνοιξε το παράθυρο στους απόκληρους, αλλ’ όμως έβαλε στα ψηφοδέλτιά του ένα παραμυθά και μια μορφονιά και τους λιγοστούς εναπομείναντες εις το Λόχο των ‘Αποκλήρων’ τους παρέδωσε στα συνδικαλιστικά του στελέχη, διά συνεργασίαν μόνιμον, διαρκή έχοντας το βλέμμα στραμμένο στους φίλους της μάνας τους.
Μολονότι ο κ. ‘Καθηγητής’ ήτο υποχρεωμένος από τις συμβατικές, συζυγικές του υποχρεώσεις να αντέχει εις την στυφνή θέα της αλησμόνητης Δάφνης-ευτυχώς χάθηκε από τα τηλεοπτικά παράθυρα- , πράγμα το οποίο πρέπει να ομολογήσουμε έχει κάποιο κόστος, απεδείχθη τελικά ότι είχε εμπεδώσει τους νόμους της Λαμογιάς, καλύτερα από τον αείμνηστο. Διότι ο κ. ‘Καθηγητής’ δεν έκανε παρέα με χαμερπή στοιχεία, να του κουβαλάν σπίτι τα φράγκα σε κούτες από πάμπερς. Αυτός έκανε παρέα απ’ ευθείας με Τραπεζίτες κι είχε το κεφάλι του ήσυχο-άσε που γλύτωνε και τα μεταφορικά. Τα χοντρά ήθελε αυτός, τα ‘ψιλά’ τ’ άφησε στον Τσουκάτο, το Μαντέλη και τον Άκη. Να μη σας κουράζω πάντως με θέματα τα οποία και γνωστά είναι και χώρο πιάνουν, τ’ άτιμα! Έπηξαν όλοι τους από τις μίζες, έγιναν οχτάπαχοι, έκαναν κοιλιές και προγούλια, δεν χώραγαν στα κοστούμια τους, μέχρι που ανέλαβε ο Άρχοντας, ο Κώστας ντε, ο ανιψιός. Ο φόβος κι ο τρόμος της σούβλας. Τι κοκορέτσια, τι σπληνογάρδουμα, τι κακαβιές, τι ξιφίες φιλέτο, τι, τι, τι…. Μούσχαρος ον, τον έστελναν οι γαλάζιοι ‘αετοί’ σε ταβέρνες κι αυτοί συνέχιζαν το έργο των προκατόχων τους. Η ειδικότητα των περισσοτέρων γαλάζιων οι παπάδες κι οι καλογέροι-δώστε του δεξιού παπά κι από δαύτον ότι γουστάρετε.
Έχω μάλιστα πληροφορίες από σοβαρές πηγές-βλέπετε τηρώ το αρθρογραφικό απόρρητο-πως ένα μεσημεράκι κι ενώ στο Μέγαρο της Βουλής διεξήγετο μια σοβαρή συζήτηση, ο Άρχοντας της ‘Σούβλας’ εθεάθη στον έτερο Άρχοντα, αυτόν του κεμπάπ στην πλατεία Μοναστηρακίου, όπου μια ‘διαβατάρικη’, ρεμπέτικη παρέα του τραγούδησε το γνωστό Τσιτσάνειον άσμα:
Πέφτεις σε λάθη, τι έχεις πάθει και κάθε μέρα βρίζεις και γελάς,
με πικραίνεις, σα ξένο με κοιτάς και στο ρέμα με τραβάς.
δεν είσαι εκείνη, πούχα γνωρίσει κι ήτανε σφάλμα να σε παντρευτώ,
με προδίνεις και πρέπει να σε βρει, τιμωρία σοβαρή.
Το ως άνω τραγούδι, το οποίο αποδίδει εξαιρετικά η Σωτηρία Μπέλλου, ήταν παραγγελιά του Προέδρου, όστις-προς στιγμήν μόνο- ενόμισε ότι η Εξουσία είναι παντοτινή, ενώ η ανεπανάληπτη DameSHIRLEY BASSEY, ήταν ξεκάθαρη: μόνο τα ‘DIAMONDS are forever’. Όντως η γηραιά αστική Εξουσία συναντήθηκε με τον Γιωργάκη και στρατσαπαρίστηκε ανεπανόρθωτα. Και μαζί με την Εξουσία έχασε το ΠΑΣΟΚ οριστικά κι αμετάκλητα την κουτάλα της κυβερνητικής ματζαδούρας.
Έκανε ένα λίφτινγκ η κυρά-Εξουσία, πάλι όμως τα αποτελέσματα είναι πενιχρότατα. Πλούσια όμως καθώς είναι κι αφού είδε ότι το ΠΑΣΟΚ ξόφλησε, προέτρεψε τα παιδιά του ‘Κάτσε καλά, Γεράσιμε’ να προσχωρήσουν στον ΣΥΡΙΖΑ και τώρα έχει στείλει κάτι δημοσιογράφους και κάτι ρεμπέτες και τραγουδάνε κάτω από το παράθυρο του Τσίπρα, όστις τυγχάνει μεν ανύπαντρος, όμως είναι κάργα αρχομανής, το παρακάτω άσμα με τη Σωτηρία Μπέλλου, ελπίζουσα –η Εξουσία- ότι το πολυπόθητο ειδύλλιο θα ευοδωθεί και θα βρει κι αυτή τώρα στα γεράματα τη δική της Σωτηρία:
Είσαι εσύ, ο άνθρωπός μου, το μεράκι το κρυφό,
αν σε χάσω θα πεθάνω, απ’ τον κόσμο θα χαθώ
είσαι εσύ ο άνθρωπός μου, της καρδιάς μου η χαρά,
αν μ’ αφήσεις, πίστεψέ με, θα με πνίξει η συμφορά,
Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου, η καρδιά που αγαπώ,
το καντήλι της ζωής μου, που αν σβήσει θα σβηστώ.
Τι να σου κάνει κι η φουκαριάρα η αστική Εξουσία; Τόσες φορές που δόθηκε σε διάφορους λαοπλάνους τους οποίους πίστεψε με την καρδιά της κοίτα πως την εκαταντήσανε, του κλώτσου και του μπάτσου. Από το να την καταλάβουν αυτοί οι κομμουνιστές, καλύτερα ο σαλιάρης ο Τσίπρας. Αρχομανής μεν, αλλά ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ. Μοιάζει μ’ αυτόν τον ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ, τον οποίο περιγράφει ο Ζαμπέτας στο ημερολόγιο μιας κυρίας. Καλά στέφανα και ΛΙΓΟΧΡΟΝΟΙ. Έρχονται, αργά ή γρήγορα έρχονται, οι ξέρετε ποιοί.
ΑΠΟ βυσσινόκηπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου