Η συνεπής και αδιάλλακτη πάλη απέναντι στον οπορτουνισμό αποτελεί πλευρά του επαναστατικού χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος. Με τον όρο οπορτουνισμό εννοούμε την τάση άρνησης των επαναστατικών αρχών του κομμουνιστικού κινήματος. Είναι αποτέλεσμα της επίδρασης και διείσδυσης της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας. Εχει συγκεκριμένη υλική βάση. Στην ανάπτυξή του εκδηλώνεται ανοιχτά ως προδοσία των επαναστατικών αρχών ή ως αποστασία από το επαναστατικό κίνημα.
Με τον όρο αναθεωρητισμό εννοούμε την αντιεπιστημονική επανεξέταση των θέσεων του μαρξισμού - λενινισμού. Ο αναθεωρητισμός ως κατεύθυνση διαμορφώθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα με πιο χαρακτηριστικό του εκπρόσωπο τον Μπερνστάιν. Ο Λένιν έδωσε τον εξής χαρακτηρισμό: «Σε τι συνίσταται η "νέα" κατεύθυνση που βλέπει "κριτικά" τον "παλιό δογματικό" μαρξισμό, αυτό μας το είπε αρκετά καθαρά ο Μπερνστάιν [...] το αίτημα της αποφασιστικής στροφής από την επαναστατική σοσιαλδημοκρατία προς τον αστικό σοσιαλρεφορμισμό συνοδευόταν από μια όχι λιγότερο αποφασιστική στροφή προς την αστική κριτική όλων των βασικών ιδεών του μαρξισμού».1
Οι εκδηλώσεις του οπορτουνισμού στη θεωρία, την πολιτική και την οργάνωση
Ο οπορτουνισμός εκδηλώνεται με αναθεώρηση των αρχών του επαναστατικού κόμματος στη θεωρία, την πολιτική και τις αρχές συγκρότησης και λειτουργίας του κόμματος.
Στο επίπεδο της θεωρίας αρνείται την ενότητα του Μαρξισμού - Λενινισμού, υποτιμά ή διαστρεβλώνει τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό ή δεν εκτιμά σύγχρονα, νέα φαινόμενα της κοινωνικής εξέλιξης με βάση τις μαρξιστικές - λενινιστικές αρχές.
Στο επίπεδο της πολιτικής αρνείται τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης, τη δικτατορία του προλεταριάτου, την κοινωνικοποίηση όλων των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Παραιτείται σε πολλές περιπτώσεις από τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού και περνά σε εθνικιστικές θέσεις ή στις θέσεις του αστικού κοσμοπολιτισμού.
Στο επίπεδο του κόμματος αρνείται τις μαρξιστικές - λενινιστικές αρχές συγκρότησης του ΚΚ. Διακηρύσσει την ελευθερία κριτικής απέναντι στην επιστημονική επαναστατική κοσμοθεωρία, επιτίθεται στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, αρνείται τη μονολιθικότητα του κόμματος, οδηγεί σε διαλυτισμό, οργανωτικό φιλελευθερισμό.
Ο οπορτουνισμός οδηγεί σε κάθε περίπτωση στην υποταγή των συμφερόντων της εργατικής τάξης στα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Στις σημερινές συνθήκες η ανατροπή του σοσιαλισμού και ο διεθνής αρνητικός συσχετισμός δύναμης, σε συνδυασμό με την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα έχει ενισχύσει τη βάση για την ανάπτυξη οπορτουνιστικών απόψεων, έχει ενδυναμώσει τον οπορτουνισμό ως ρεύμα παγκοσμίως.
Ο οπορτουνισμός εκφράζεται με την αποθέωση των μεταρρυθμίσεων, τις ρεφορμιστικές αυταπάτες, τον κυβερνητισμό, την άρνηση της επανάστασης. Χαρακτηριστική ήταν η αντίληψη του Μπερνστάιν στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου θεωρούσε ότι «το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός τίποτα». Ο Λένιν σημείωνε ότι στόχος των οπορτουνιστών στην εποχή του ήταν:
«Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να μετατραπεί από κόμμα κοινωνικής επανάστασης σε δημοκρατικό κόμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων [...]. Το αίτημα μιας αποφασιστικής στροφής από την επαναστατική σοσιαλδημοκρατία προς τον αστικό σοσιαλρεφορμισμό συνοδευόταν από μια όχι λιγότερο αποφασιστική στροφή προς την αστική κριτική όλων των βασικών ιδεών του μαρξισμού [...]. Αν η θεωρητική κριτική που έκανε ο Μπερνστάιν και οι διακαείς πολιτικοί πόθοι του παραμένουν ακόμα για μερικούς ασαφείς, οι Γάλλοι φρόντισαν να επιδείξουν κατά τρόπο χειροπιαστό τη "νέα" μέθοδο [...]. Ο Μιλεράν πρόσφερε ένα θαυμάσιο δείγμα του "πρακτικού μπερνσταϊνισμού" [...]. Αν η σοσιαλδημοκρατία είναι κόμμα μεταρρυθμίσεων και πρέπει να έχει το θάρρος να το αναγνωρίσει αυτό ανοιχτά, τότε ο σοσιαλιστής όχι μόνο έχει δικαίωμα να συμμετέχει σε αστική κυβέρνηση, αλλά και οφείλει να το επιδιώκει διαρκώς [...]. Και η αμοιβή για την έσχατη ταπείνωση και τον αυτοεξευτελισμό του σοσιαλισμού μπροστά σε όλο τον κόσμο, για τη διαφθορά της σοσιαλιστικής συνείδησης των εργατικών μαζών - της μοναδικής αυτής βάσης που μπορεί να μας εξασφαλίσει τη νίκη - η αμοιβή για όλα αυτά είναι τα πομπώδη σχέδια για κάτι τιποτένιες μεταρρυθμίσεις, τόσο τιποτένιες ώστε ακόμα και αστικές κυβερνήσεις να έχουν κατορθώσει να αποσπάσουν περισσότερα πράγματα».2
Σε πολλές περιπτώσεις ο οπορτουνισμός εκφράζεται με άρνηση των γενικών νομοτελειών της ταξικής πάλης (της δικτατορίας του προλεταριάτου, του ρόλου του κόμματος κλπ.) στο όνομα των εθνικών ιδιομορφιών ή ιδιαιτεροτήτων ή και ακόμα στο όνομα των περιφερειακών ιδιομορφιών.
Ο οπορτουνισμός, ως αντιδιαλεκτική σκέψη στο όνομα του καινούργιου, των νέων συνθηκών, οδηγείται σε απόρριψη της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος, στη συνολική αναθεώρηση της θεωρίας που δήθεν δεν «ανταποκρίνεται στις συνθήκες».
Ιδιαίτερα έντονη είναι η συνολική αμφισβήτηση της υπόστασης της εργατικής τάξης, επομένως και του ρόλου της στη σημερινή καπιταλιστική αλλά και στη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία.
Η αμφισβήτηση αυτή παρουσιάζεται με πολλές μορφές. Συνήθως γίνεται μια συστηματική προσπάθεια εκχυδαϊσμού ή διαστρέβλωσης των κριτηρίων που προσδιορίζουν την έννοια και το εύρος της εργατικής τάξης.
Σχετικό με το παραπάνω είναι ότι ο οπορτουνισμός εκφράζεται και με τη θεωρία της ταξικής συμφιλίωσης ή με την άρνηση της ταξικής πάλης σε όλη την έκταση και το βάθος της. Προβάλλονται ως εθνικά υποτιθέμενα κοινά συμφέροντα της εργατικής τάξης με την αστική τάξη. Ακόμα εκφράζεται ως τάση υποτίμησης των διαφορών ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα.
Χαρακτηριστική για πολλές οπορτουνιστικές θεωρίες είναι η άρνηση του χαρακτήρα της εποχής, ως εποχής του ιμπεριαλισμού, δηλαδή ως μονοπωλιακού καπιταλισμού, ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Ο Κάουτσκι, επιφανής θεωρητικός της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και της Β' Διεθνούς, θεωρητικά υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός εξελισσόταν σε «υπερ-ιμπεριαλισμό». Λέγοντας υπερ-ιμπεριαλισμό εννοούσε την αντικατάσταση της πάλης των εθνικών χρηματιστικών κεφαλαίων μεταξύ τους με την από κοινού εκμετάλλευση του κόσμου από το διεθνικά ενωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο».3Βεβαίως, συμπλήρωνε, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αυτή η φάση θα πραγματοποιηθεί. Ο Λένιν, ασκώντας κριτική στην οπορτουνιστική θεωρία του Κάουτσκι, έλεγε: «Ειδικά στην περίπτωση του Κάουτσκι, η ολοφάνερη ρήξη με το μαρξισμό [...] δεν πήρε τη μορφή απολογητικής του ιμπεριαλισμού, αλλά ονειροπολήματος για ειρηνικό καπιταλισμό [...]. Αν ονομάσουμε υπερ-ιμπεριαλισμό τη διεθνική συνένωση των εθνικών (πιο σωστά: των κρατικά χωριστών) ιμπεριαλισμών, που "θα μπορούσε" να παραμερίσει τις πολύ δυσάρεστες, πολύ επικίνδυνες και ανησυχητικές για ένα μικροαστό συγκρούσεις, σαν τους πολέμους, τους πολιτικούς κλονισμούς κλπ., τότε γατί να μη γυρίσουμε τις πλάτες στη σημερινή, υπαρκτή, γεμάτη από συγκρούσεις και καταστροφές εποχή του ιμπεριαλισμού, κάνοντας αθώα ονειροπολήματα για το σχετικά ειρηνικό, σχετικά χωρίς συγκρούσεις, σχετικά μη καταστροφικό υπερ-ιμπεριαλισμό;».4
Από τότε έχουν εμφανιστεί μια σειρά από οπορτουνιστικές θεωρίες (π.χ. της παγκοσμιοποίησης ή της αντι-παγκοσμιοποίησης κλπ.) που όλες τους έχουν ως κοινό την άρνηση του χαρακτήρα της εποχής, ως εποχής του ιμπεριαλισμού, ως εποχής των οξύτατων αντιθέσεων, ως «παραμονή της κοινωνικής επανάστασης του προλεταριάτου».5 Μάλιστα εμφανίζουν την ΕΕ ως συνιστώσα της παγκοσμιοποίησης την οποία πρέπει να αποδεχτεί το εργατικό - λαϊκό κίνημα.
Κεντρισμός, αριστερός οπορτουνισμός, δογματισμός
Μια από τις πιο επικίνδυνες μορφές του οπορτουνισμού σύμφωνα με τον Λένιν είναι ο «κεντρισμός». Πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ρεύματος αυτού ήταν ο Κάουτσκι. Ο «κεντρισμός» ως ρεύμα, ως ξεχωριστή κατεύθυνση του σοσιαλισμού, εμφανίστηκε το 1914. Ωστόσο, οι ρίζες του πρέπει να αναζητηθούν πιο πίσω. Ο Κάουτσκι, ως θεωρητικός της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, στις αρχές του 20ού αιώνα σε μεγάλο βαθμό αντιπάλεψε τις αναθεωρητικές ιδέες του Μπερνστάιν, όπως αυτές εκφράστηκαν μέσα από σειρά άρθρων και ομιλιών του σε συνέδρια της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο, ο Κάουτσκι δεν έθετε τότε το κρίσιμο ζήτημα του πλήρους οργανωτικού διαχωρισμού με τον αναθεωρητισμό, έδειχνε ανοχή, συμβιβαζόταν με την παραμονή μέσα στο κόμμα δύο κατευθύνσεων6.
Το 1914 το απόστημα του οπορτουνισμού έσπασε και ολοκληρώθηκε σε σοσιαλσοβινισμό. Οι σοσιαλσοβινιστές «υπεράσπιζαν την πατρίδα» στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις, μπήκαν στις κυβερνήσεις. Ο καουτσκισμός εξέφραζε ως κατεύθυνση την προσπάθεια να διασωθεί η ενότητα με τον οπορτουνισμό, εξ ου και η παρουσία του ως το «κέντρο». Ο Λένιν έδινε τον εξής χαρακτηρισμό: «Ο Κάουτσκι συμβιβάζει χωρίς αρχές τη βασική ιδέα του σοσιαλσοβινισμού, την αποδοχή της υπεράσπισης της πατρίδας στο σημερινό πόλεμο, με μια διπλωματική, φαινομενική παραχώρηση στους αριστερούς, όπως είναι η αποχή κατά την ψήφιση των πιστώσεων και η υιοθέτηση στα λόγια μιας αντιπολιτευτικής στάσης κτλ.»7.
Οι καουτκιστές δεν αρνούνταν στα λόγια την επανάσταση, αλλά αρνούνταν να κάνουν αυτό που έκαναν οι μπολσεβίκοι στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή να καλέσουν τους εργάτες «να ξεκόψουν από τους οπορτουνιστές και να υποστηρίζουν, να βαθαίνουν, να πλαταίνουν και να οξύνουν με όλες τους τις δυνάμεις το επαναστατικό κίνημα και τις διαδηλώσεις που αρχίζουν», γιατί η «επανάσταση ποτέ δεν πέφτει εντελώς έτοιμη από τον ουρανό και στην αρχή του επαναστατικού αναβρασμού κανείς ποτέ δεν ξέρει, αν αυτός θα οδηγήσει και πότε στην πραγματική και γνήσια επανάσταση»8. Oι καουτσκιστές με τη σειρά τους αποκαλούσαν την τακτική των μπολσεβίκων «ουτοπία», «τυχοδιωκτισμό», «τρέλα»9. Να πώς απαντούσε ο Λένιν: «Οταν μας λένε ότι η ρώσικη τακτική (...) δεν είναι κατάλληλη για την Ευρώπη τότε απαντούμε συνήθως αναφερόμενοι στα γεγονότα. Στις 30 του Οκτώβρη στο Βερολίνο μια αντιπροσωπεία από Βερολινέζες συντρόφισσες πήγε στο Προεδρείο του κόμματος και δήλωσε ότι "τώρα που υπέχει ένας μεγάλος οργανωτικός μηχανισμός μπορούμε πολύ πιο εύκολα, παρά στον καιρό του νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές, να μοιράζουμε παράνομες προκηρύξεις και να οργανώνουμε απαγορευμένες συγκεντρώσεις (...) αλλά λείπει φαίνεται η θέληση".
Μήπως αυτές τις κακές συντρόφισσες τις έχουν παραπλανήσει οι Ρώσοι "σεχταριστές"; Μήπως τις πραγματικές μάζες τις αντιπροσωπεύουν ο Λέγκιν και ο Κάουτσκι; (...). Οι εργάτες ζητάνε κιόλας Τύπο χωρίς "λογοκρισία" και συγκεντρώσεις "απαγορευμένες", δηλαδή παράνομες οργανώσεις για την υποστήριξη του επαναστατικού κινήματος των μαζών. Μονάχα ένας τέτοιος "πόλεμος ενάντια στον πόλεμο" είναι σοσιαλδημοκρατική δουλειά και όχι λόγια»10.
Ο Λένιν επιβεβαιώθηκε ασφαλώς στην πρόβλεψή του ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος θα οδηγούσε στη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης σε μια σειρά χώρες και για αυτό πρόβαλε την ανάγκη δυναμώματος του μαχητικού, επαναστατικού κινήματος.
Ο καουτσκισμός - κεντρισμός πέρασε σε νέα φάση με την εκδήλωση της Οχτωβριανής Επανάστασης. Ο Κάουτσκι εξέδωσε βιβλίο με τίτλο η «Δικτατορία του προλεταριάτου», όπου παραποίησε οπορτουνιστικά τη διδασκαλία του Μαρξ για τη δικτατορία του προλεταριάτου και στράφηκε ενάντια στους μπολσεβίκους, τους κατηγόρησε ότι επέβαλαν τη μονοκρατορία των αρχηγών κλπ.
Οι καουτσκιστές διαχωρίστηκαν από το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στο ξεχωριστό Ανεξάρτητο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ως τέτοιοι έπαιξαν συγκεκριμένο ρόλο στην ήττα και την καταστολή της γερμανικής επανάστασης το 1919. Αργότερα ξαναενώθηκαν με τη σοσιαλδημοκρατία και αποτέλεσαν το «αριστερό» τμήμα της.
Ο οπορτουνισμός μπορεί να εκδηλώνεται είτε ως «δεξιός» είτε ως «αριστερός». Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα πάσχει διαχρονικά από τη «δεξιά» του έκφραση.
Ο «δεξιός» οπορτουνισμός τροφοδοτεί και την «αριστερή» του έκφραση αρχικά ως αντιδιαλεκτική δογματική πολεμική στο «δεξιό» οπορτουνισμό. Η ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος επιβεβαιώνει τους διαύλους μετακίνησης μεταξύ φορέων του «δεξιού» και «αριστερού» οπορτουνισμού.
Ο «αριστερός» οπορτουνισμός εκδηλώνεται με υποτίμηση των αντικειμενικών νόμων της κοινωνικής εξέλιξης, με αδυναμία κατανόησης και εκτίμησης των εξελίξεων στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, με τακτική τεχνητής «επιτάχυνσης» της επανάστασης, με τυχοδιωκτισμό.
Ο Λένιν ανέλυσε τις αιτίες εμφάνισης του αριστερού «δογματισμού» το 1920. Ηταν μια περίοδος όπου δεν είχε καταλαγιάσει ακόμα το επαναστατικό κύμα που σάρωνε μια σειρά χώρες της Ευρώπης, ως νομοτελειακό αποτέλεσμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Η Οχτωβριανή Επανάσταση και το παράδειγμα των μπολσεβίκων έδειξαν στους πρωτοπόρους εργάτες μιας σειράς χωρών ότι ο μπολσεβικισμός, η θεωρία, η στρατηγική και η πολιτική πρακτική του αποτελούν παγκόσμιο πρότυπο για όλους. Αυτή τη σημασία διατύπωσε ο Λένιν: «Στη σημερινή όμως στιγμή τα πράγματα παρουσιάζονται ακριβώς έτσι που το ρώσικο πρότυπο δείχνει σε όλες τις χώρες κάτι, και κάτι το πάρα πολύ ουσιαστικό, από το αναπόφευκτο και το κοντινό μέλλον τους. Οι πρωτοπόροι εργάτες σε όλες τις χώρες το κατάλαβαν αυτό από καιρό (...). Από εδώ βγαίνει η διεθνής σημασία (με τη στενή έννοια της λέξης) της Σοβιετικής Εξουσίας, καθώς και των βάσεων της μπολσεβίκικης θεωρίας και τακτικής»11.
Στη βάση αυτή οι μπολσεβίκοι πραγματοποιούσαν μια τεράστιας σημασίας δουλειά μπροστά στο 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, για να επικρατήσει σε αυτό καθαρή ταξική γραμμή, όπως και έγινε. Είναι μια περίοδος που ο προδοτικός ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας είχε αποδειχτεί σε όλο τον τετράχρονο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αλλά και στη διάρκεια επαναστατικών εξεγέρσεων στη Γερμανία, την Ουγγαρία και αλλού. Σε μια σειρά χώρες, όπως στη Γερμανία ή στην Ιταλία, κάτω από το βάρος του αρνητικού συσχετισμού με το «δεξιό» οπορτουνισμό έγιναν αριστερίστικα λάθη εκ μέρους των «αριστερών» κομμουνιστών επαναστατών, όπως η άρνηση συμμετοχής από θέση αρχής στα κοινοβούλια ή στα συνδικάτα ή η άρνηση των συμβιβασμών από θέση αρχής κλπ.
Ο Λένιν στο έργο του «Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» άσκησε οξυμένη κριτική σε αυτές τις αντιλήψεις, βοηθώντας Κομμουνιστικά Κόμματα να διορθώσουν τα αριστερίστικά τους λάθη.
Σήμερα δεν μπορούμε να πούμε ότι το σύνολο αυτών των χαρακτηριστικών αφορούν το σύγχρονο «αριστερό» οπορτουνισμό. Το σύγχρονο «αριστερό» οπορτουνιστικό ρεύμα δεν αποτελεί σίγουρα «παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» - όπως το χαρακτήριζε ο Λένιν στην εποχή του - και έχει διαφοροποιηθεί ακόμα και σε σχέση με αυτό της δεκαετίας του 1970. Πρέπει να σημειώσουμε ιδιαίτερα την επίδραση «αντιεξουσιαστικών» απόψεων στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του σύγχρονου «αριστερού» οπορτουνισμού, καθώς και την πιο έντονη επίδραση νεο-τροτσκιστικών και άλλων «δεξιών» οπορτουνιστικών ρευμάτων και του ευρωκομμουνισμού.
Ο σύγχρονος «αριστερός» οπορτουνισμός εμφανίζεται να χρησιμοποιεί «αριστερά» συνθήματα, αλλά οδηγείται στο μηδενισμό και στην άρνηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και του κομμουνιστικού κινήματος στον 20ό αιώνα. Ετσι συμπίπτει με τον αντικομμουνισμό άλλων δυνάμεων. Οι δυνάμεις του δε διστάζουν να διαπραγματεύονται τη θέση τους με τη σοσιαλδημοκρατία και το «δεξιό» οπορτουνισμό. Αποτελούν πρόθυμους συμμάχους στη στήριξη των αντινεοφιλελεύθερων μετώπων και έτσι αντικειμενικά συμβάλλουν στην ενσωμάτωση και το συμβιβασμό με την αστική πολιτική.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΤΑΞΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ
Η ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος επιβεβαιώνει την εκτίμηση του Λένιν για την κοινωνικο-ταξική ρίζα του οπορτουνισμού αλλά και την ανάλυσή του για τις γνωσιολογικές ρίζες του. Ο Λένιν στηριζόμενος στις αναλύσεις του Μαρξ εξήγησε την κοινωνικο-ταξική βάση του οπορτουνισμού. Πολλοί μαρξιστές επαναστάτες, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, πρόσεχαν μόνο τη γνωσιοθεωρητική ρίζα του οπορτουνισμού. Η απολυτοποίηση αυτή στη μελέτη αποκλειστικά των γνωσιολογικών προϋποθέσεων του οπορτουνισμού λειτουργούσε ως άλλοθι για τη συνύπαρξη με τον οπορτουνισμό μέσα στα παλιά κόμματα της Β' Διεθνούς, καλλιεργούσε την άποψη ότι η νίκη κατά του οπορτουνισμού μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς ρήξη μαζί του, με ιδεολογικό αγώνα μέσα σε αυτά τα κόμματα, ενίσχυε τις αυταπάτες για το χαρακτήρα του. Ο οπορτουνισμός συσσωρευόταν μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σαν απόστημα για χρόνια ολόκληρα, μέχρι που έσπασε με την έναρξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου το 1914. Ο Λένιν με την ανάλυσή του για την κοινωνικο-ταξική βάση του οπορτουνισμού θεμελίωσε θεωρητικά την αναγκαιότητα πλήρους ιδεολογικού, πολιτικού και οργανωτικού διαχωρισμού με τον οπορτουνισμό. Ταυτόχρονα, ανέδειξε το μονόπλευρο, εκλεκτικό, δογματικό, αντιδιαλεκτικό χαρακτήρα του αναθεωρητισμού και του οπορτουνισμού.
Χωρίς λοιπόν να κατανοηθούν οι οικονομικές ρίζες του οπορτουνισμού, δεν μπορεί να εκτιμηθεί σωστά η πολιτική και κοινωνική του σημασία και δεν μπορεί να γίνει ούτε βήμα στον τομέα της λύσης των πρακτικών καθηκόντων του κομμουνιστικού κινήματος.
Ακριβώς οι γενικοί οικονομικοί όροι του οπορτουνισμού σχετίζονται με τη διαμόρφωση του ιμπεριαλισμού, ως καπιταλισμού που σαπίζει και πεθαίνει.
Ο Μαρξ, καθώς μελετά τη διαμόρφωση της μετοχικής εταιρείας, αναφέρεται σε μια «νέα οικονομική αριστοκρατία», σε «παράσιτα νέου είδους» που ασχολούνται με την έκδοση και το εμπόριο μετοχών12. Ομως, ο παρασιτικός χαρακτήρας δεν αφορά μόνο την αστική τάξη στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Δίπλα στους μετόχους-παράσιτα αναδεικνύεται ένα στρώμα αστοποιημένων εργατών, η «εργατική αριστοκρατία».
Ο Λένιν έδειξε την ειδική σύνδεση που χαρακτηρίζει τον οπορτουνισμό με τον ιμπεριαλισμό, το μονοπωλιακό καπιταλισμό. Τα μονοπώλια, εξαιτίας της οικονομικής τους δύναμης, έχουν τη δυνατότητα ένα μέρος της υπεραξίας που αποσπούν από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης να το χρησιμοποιούν για την εξαγορά ενός τμήματος της εργατικής τάξης και να διαμορφώνουν ένα στρώμα εργατικής αριστοκρατίας που γίνεται το κοινωνικό στήριγμα του ιμπεριαλισμού.
Αναλύει ο Λένιν: «Υπάρχει άραγε σχέση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τη φοβερά αποτρόπαιη νίκη που κατήγαγε ο οπορτουνισμός (με τη μορφή του σοσιαλσοβινισμού) ενάντια στο εργατικό κίνημα της Ευρώπης;»13.
«Οι οπορτουνιστές αντικειμενικά αποτελούν μια μερίδα των μικροαστών και μερικών στρωμάτων της εργατικής τάξης, μερίδα που έχει εξαγοραστεί με χρήματα από τα ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη και έχει μετατραπεί σε μαντρόσκυλο του καπιταλισμού, σε διαφθορέα του εργατικού κινήματος»14 (...) «Αυτό το στρώμα των αστοποιημένων εργατών ή της "εργατικής αριστοκρατίας" που είναι πέρα για πέρα μικροαστικό ως προς τον τρόπο ζωής του, το μέγεθος των απολαβών του, είναι το κύριο στήριγμα της Β' Διεθνούς και στις μέρες μας το κύριο κοινωνικό (όχι στρατιωτικό) στήριγμα της αστικής τάξης. Γιατί πρόκειται για αληθινούς πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα, για εργατικούς εντολοδόχους της τάξης των καπιταλιστών, για αληθινούς αγωγούς του ρεφορμισμού και του σοβινισμού. Στον εμφύλιο πόλεμο του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη τάσσονται αναπόφευκτα, και όχι σε μικρό αριθμό, με το μέρος της αστικής τάξης, με το μέρος των "βερσαλλιέρων" ενάντια στους "κομμουνάρους"»15.
Κοινωνική βάση του οπορτουνισμού είναι «ένα ολόκληρο κοινωνικό στρώμα από κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους, δημοσιογράφους, υπαλλήλους του εργατικού κινήματος, προνομιούχους υπαλλήλους και ορισμένες ομάδες του προλεταριάτου, στρώμα που αναπτύχθηκε σαν ένα σώμα μαζί με την εθνική του αστική τάξη και που ήξερε όσο το δυνατόν καλύτερα να το προσαρμόσει στον εαυτό της και στην αστική τάξη»16.
Ο Λένιν έχει ως αφετηρία του τις επισημάνσεις των Μαρξ και Ενγκελς για το βρετανικό προλεταριάτο. Σε γράμμα του στον Μαρξ για το αγγλικό προλεταριάτο, να τι λέει ο Ενγκελς στις 7 του Οκτώβρη του 1858: «...Το αγγλικό προλεταριάτο αστικοποιείται πράγματι όλο και περισσότερο, έτσι ώστε τελικός σκοπός αυτού του πιο αστικού από όλα τα έθνη φαίνεται να είναι η θέληση να καταφέρει να έχει δίπλα στην αστική τάξη μια αστική αριστοκρατία και ένα αστικό προλεταριάτο»17.
Στις 12 του Σεπτέμβρη του 1882 ο Ενγκελς γράφει στον Κάουτσκι: «Με ρωτάτε τι σκέπτονται οι Αγγλοι εργάτες για την αποικιακή πολιτική; Το ίδιο ακριβώς που σκέπτονται και για την πολιτική γενικά. Εδώ δεν υπάρχει εργατικό κόμμα, υπάρχουν μόνο συντηρητικοί και φιλελεύθεροι ριζοσπάστες, και οι εργάτες απολαβαίνουν μακαριότατα μαζί με αυτούς το αποικιακό μονοπώλιο της Αγγλίας και το μονοπώλιό της στην παγκόσμια αγορά»18.
Ο Λένιν κωδικοποιεί στο έργο του αυτόν τον προβληματισμό των Μαρξ και Ενγκελς, που περιορίζεται όπως ήταν φυσικό στην Αγγλία, δηλαδή σε εκείνη τη χώρα η οποία παρουσίαζε ήδη πολύ μεγάλα διακριτικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού.
Γράφει ο Λένιν σχετικά: «Η ιδιομορφία της Αγγλίας από τα μέσα ήδη του 19ου αιώνα ήταν ότι είχε τουλάχιστον δύο πολύ μεγάλα διακριτικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού: (1) απέραντες αποικίες και (2) μονοπωλιακά κέρδη (σαν αποτέλεσμα της μονοπωλιακής θέσης της στην αγορά). Και από τις δύο απόψεις η Αγγλία αποτελούσε τότε εξαίρεση ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες και ο Ενγκελς με τον Μαρξ, αναλύοντας αυτήν την εξαίρεση, έδειξαν τελείως καθαρά και συγκεκριμένα τη σύνδεσή της με τη νίκη (προσωρινή) του οπορτουνισμού στο αγγλικό εργατικό κίνημα»19.
Η ανάλυση του Λένιν για την εργατική αριστοκρατία και τη σχέση της με την αποφασιστική κυριαρχία των μονοπωλίων στην οικονομική ζωή, έδειξε την οικονομική ουσία του οπορτουνισμού ως φαινομένου της κοινωνικής και πολιτικής ζωής:
«Η σημερινή κατάσταση διακρίνεται από τέτοιες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, που δεν μπορούσαν παρά να δυναμώσουν το ασυμβίβαστο του οπορτουνισμού με τα γενικά και θεμελιακά συμφέροντα του εργατικού κινήματος: Ο ιμπεριαλισμός από έμβρυο αναπτύχθηκε σε κυρίαρχο σύστημα. Τα καπιταλιστικά μονοπώλια κατέλαβαν την πρώτη θέση στην εθνική οικονομία και στην πολιτική. Το μοίρασμα του κόσμου ολοκληρώθηκε (...). Ο οπορτουνισμός δεν μπορεί τώρα να γίνει απόλυτος νικητής για οποιαδήποτε χώρα, όπως είχε νικήσει στην Αγγλία στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όμως σε μια σειρά χώρες έχει ωριμάσει, παραωριμάσει και σαπίσει και έχει συγχωνευτεί απόλυτα με την αστική πολιτική, σαν σοσιαλσοβινισμός»20.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε συνθήκες κυριαρχίας του μονοπωλίου, σε συνθήκες όπου η παραγωγή κοινωνικοποιείται με γιγάντια βήματα, η αύξηση της εργατικής τάξης μέσα στον πληθυσμό γίνεται με διεύρυνσή της από τμήματα μεσαίων στρωμάτων που προλεταριοποιούνται και κουβαλάνε μαζί τους τις αστικές προλήψεις τους, συνήθειες και νοοτροπία. Ετσι, σήμερα, π.χ., επιδρά πολύμορφα και ποικιλότροπα η επέκταση της κεφαλαιακής σχέσης στον τομέα των υπηρεσιών - αυτοαπασχολούμενων γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, κλπ. Αυτές οι δυνάμεις που γίνονται φορείς των μικροαστικών αντιλήψεων και διαφόρων παραλλαγών της αστικής διαχείρισης σπέρνουν την ταλάντευση σε κάθε κρίσιμη στιγμή της εξέλιξης της ταξικής πάλης, διακατέχονται από μια ψυχολογία απότομων μεταπτώσεων σε κάθε καμπή του αγώνα, υπεραισιοδοξία, απογοήτευση, έλλειψη εμπιστοσύνης στην οργανωμένη πάλη και πειθαρχία, ανυπομονησία, φόβος μπροστά σε επαναστατικές αλλαγές, αυταπάτες για βελτίωση της ζωής με λίγες ή καθόλου θυσίες, κλπ.
Με ανάλογο τρόπο επιδρούν τα ξαφνικά τινάγματα του εργατικού κινήματος, η απότομη είσοδος στο εργατικό κίνημα πολιτικά ανώριμων μαζών που κουβαλούν μαζί τους τις αστικές προλήψεις τους.
Ο Λένιν στο άρθρο του «Οι διαφωνίες στο εργατικό κίνημα της Ευρώπης», εξετάζοντας τις αιτίες της διεθνούς ανάπτυξης του οπορτουνισμού και του ρεφορμισμού, αναφέρει: «Μια από τις πιο βαθιές αιτίες που γεννούν περιοδικές διαφωνίες πάνω στην τακτική είναι το ίδιο το γεγονός της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. Αν δε μετράει κανείς το κίνημα αυτό με το μέτρο κάποιου φανταστικού ιδανικού, αλλά το εξετάζει σαν πρακτικό κίνημα κοινών ανθρώπων, τότε θα φανεί καθαρά πως η στρατολογία νέων και νέων "νεοσύλλεκτων", το τράβηγμα νέων στρωμάτων των εργαζόμενων μαζών δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται αναπόφευκτα με ταλαντεύσεις στον τομέα της θεωρίας και της τακτικής, με την επανάληψη παλιών λαθών, με την προσωρινή επιστροφή σε παλιές αντιλήψεις και μεθόδους, κτλ. Για την εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων το εργατικό κίνημα κάθε χώρας ξοδεύει κατά περιόδους περισσότερα ή λιγότερα αποθέματα δραστηριότητας, προσοχής, χρόνου»21.
Τα διάφορα ζιγκ-ζαγκ της αστικής πολιτικής, οι διάφορες αλλαγές στην τακτική που ακολουθεί η αστική τάξη, μπορούν να προκαλέσουν με ποικίλους τρόπους δυνάμωμα του αναθεωρητισμού, του οπορτουνισμού.
Και πάλι θα προστρέξουμε στον Λένιν: «Αν η τακτική της αστικής τάξης ήταν πάντα ομοιόμορφη ή έστω πάντα ομοιότυπη, η εργατική τάξη γρήγορα θα μάθαινε να απαντάμε με την ίδια ομοιόμορφη ή ομοιότυπη τακτική. Στην πράξη η αστική τάξη όλων των χωρών μπορεί να επεξεργάζεται αναπόφευκτα δύο συστήματα διοίκησης, δύο μέθοδες πάλης για να υπερασπίσει τα συμφέροντα και την κυριαρχία της, και μάλιστα οι δύο αυτές μέθοδοι πότε αντικαθιστούν η μία την άλλη, πότε περιπλέκονται μεταξύ τους σε διάφορους συνδυασμούς. Πρώτο είναι η μέθοδος της βίας, της άρνησης κάθε παραχώρησης στο εργατικό κίνημα (...) η μέθοδος της άρνησης των μεταρρυθμίσεων»22.
«...Η δεύτερη μέθοδος είναι η μέθοδος του "φιλελευθερισμού", των βημάτων προς την πλευρά της ανάπτυξης των πολιτικών δικαιωμάτων, προς την πλευρά των μεταρρυθμίσεων, των παραχωρήσεων κτλ.
Η αστική τάξη περνάει από τη μία μέθοδο στην άλλη όχι εξαιτίας των κακόβουλων προθέσεων ορισμένων προσώπων ή τυχαία, αλλά εξαιτίας της βαθιάς αντιφατικότητας της ίδιας της θέσης της. Μια ομαλή καπιταλιστική κοινωνία δεν μπορεί να αναπτύσσεται με επιτυχία, αν δεν έχει σταθεροποιημένο αντιπροσωπευτικό σύστημα, αν δεν υπάρχουν ορισμένα πολιτικά δικαιώματα για τον πληθυσμό, που δεν μπορεί παρά να τον διακρίνει κάποια σχετικά υψηλή απαιτητικότητα από "πολιτιστική" άποψη (...). Οι ταλαντεύσεις της τακτικής της αστικής τάξης, οι μεταπτώσεις από το σύστημα της βίας στο σύστημα των δήθεν παραχωρήσεων προσιδιάζουν για αυτό το λόγο στην ιστορία όλων των ευρωπαϊκών χωρών...»23.
Ετσι μια στροφή προς τις «παραχωρήσεις», τα πολιτικά δικαιώματα, μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα επικίνδυνη για την υποταγή του επαναστατικού κόμματος στον αστικό μεταρρυθμισμό, να το μετατρέψει σε εξάρτημά του. «Συχνά η αστική τάξη για ορισμένο χρονικό διάστημα πετυχαίνει τους σκοπούς της με την "φιλελεύθερη" πολιτική που είναι (...) "πιο πονηρή" πολιτική. Ενα μέρος των εργατών, ένα μέρος των εκπροσώπων τους κάπου-κάπου ξεγελιέται από τις φαινομενικές παραχωρήσεις»24.
Αντίστοιχα η πολιτική της συστηματικής βίας από την πλευρά της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο και την ιδεολογική και πολιτική του πρωτοπορία, το επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα, ασκεί πίεση για υποταγή στην αστική νομιμότητα, για διάχυση του κόμματος ή αναστολή της λειτουργίας των οργανώσεών του ή ακόμα και διάλυσή του.
Ασφαλώς όλες οι αστικές κυβερνήσεις, σε συνθήκες είτε κοινοβουλευτικές είτε όχι, χρησιμοποιούν πάντοτε ταυτόχρονα όλες τις μεθόδους, που όλες τους έχουν ως ξεχωριστή στόχευση το δυνάμωμα της οπορτουνιστικής πίεσης ή ταλάντευσης.
Η καθεαυτή γνωσιολογική ρίζα του αναθεωρητισμού και του οπορτουνισμού είναι η αδυναμία κατανόησης ότι η ανάπτυξη γίνεται με διαλεκτικό τρόπο, τόσο βαθμιαία όσο και με άλματα, ότι σε κάθε περίπτωση προχωρεί ανάμεσα από αντιθέσεις και μέσω αντιθέσεων, ότι η προχωρητική της πορεία περιλαμβάνει ζιγκ-ζαγκ, προσωρινά πισωγυρίσματα. Κάθε μονομέρεια, κάθε αποστέωση της σκέψης, κάθε μονόπλευρη προσκόλληση αποκλειστικά σε μία πλευρά του ζητήματος μπορεί να προκαλέσει ιδεολογικές συγχύσεις. Ασφαλώς ο μαρξισμός με όπλο την υλιστική διαλεκτική μπορεί να αγκαλιάσει και να κατανοήσει όλο τον πλούτο της ανάπτυξης. Ωστόσο «οι μάζες διδάσκονται από τη ζωή και όχι από τα βιβλία και για αυτό τα μεμονωμένα πρόσωπα ή ομάδες πάντα υπερβάλλουν, ανάγουν σε μονόπλευρη θεωρία, σε μονόπλευρο σύστημα τακτικής πότε το ένα και πότε το άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, πότε το ένα και πότε το άλλο "δίδαγμα" της ανάπτυξης αυτής (...). Οι αναθεωρητές θεωρούν λογοκοπία όλους τους συλλογισμούς σχετικά με τα "άλματα" και με την αντίθεση - από άποψη αρχών - του εργατικού κινήματος προς όλη την παλιά κοινωνία. Παίρνουν τις μεταρρυθμίσεις για μερική πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Ο αναρχοσυνδικαλιστής αποκρούει την "ψιλοδουλειά" (...). Στην πράξη η τελευταία αυτή τακτική καταλήγει στην αναμονή "μεγάλων ημερών", μια και δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσει τις δυνάμεις που δημιουργούν τα μεγάλα γεγονότα. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι φρενάρουν το πιο βασικό, το πιο επείγον ζήτημα: τη συσπείρωση των εργατών σε οργανώσεις μεγάλες, ισχυρές, που να λειτουργούν καλά, και να είναι σε θέση να λειτουργούν καλά κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, σε οργανώσεις διαποτισμένες από το πνεύμα της ταξικής πάλης, που να έχουν σαφή επίγνωση των σκοπών τους και να διαπαιδαγωγούνται με την πραγματική μαρξιστική κοσμοαντίληψη»25.
ΟΙ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΕΝΓΚΕΛΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΟ ΡΕΦΟΡΜΙΣΤΙΚΟ «ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ»
Στην περίοδο που οι Μαρξ και Ενγκελς έγραψαν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», καθώς και μέχρι την Παρισινή Κομμούνα το 1871, δεν μπορούμε να μιλάμε για οπορτουνισμό με τα χαρακτηριστικά που αυτός έχει στον ιμπεριαλισμό.
Ο ιδεολογικός αγώνας των Mαρξ και Ενγκελς από την αρχή συνδέθηκε με την προσπάθειά τους να συμβάλουν στην ωρίμανση του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης σε ανειρήνευτη αντιπαράθεση με τις διάφορες αστικές και μικροαστικές αντιλήψεις για το σοσιαλισμό. Το νεαρό εργατικό κίνημα έκανε τότε τα πρώτα του βήματα και ασφαλώς ήταν κάτω από την πολιτική και ιδεολογική κηδεμονία της αστικής τάξης.
Πολεμώντας όλες αυτές τις τάσεις οι Μαρξ και Ενγκελς αποκάλυψαν τις ταξικές τους ρίζες, άσκησαν κριτική στα βασικά τους δόγματα και απέδειξαν τον ουτοπικό χαρακτήρα των ρεφορμιστικών επιδιώξεων.
Χαρακτηριστική ήταν η διαπάλη των Μαρξ και Ενγκελς με τη μικροαστική ρεφορμιστική σοσιαλιστική θεωρία του Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν26. Ο Προυντόν εξέφραζε τις αυταπάτες της πλατιάς μάζας των μικροϊδιοκτητών, πρώτα και κύρια, των κατεστραμμένων και καταχρεωμένων χωρικών και των σκληρά εργαζόμενων μικροτεχνιτών των πόλεων, θεωρούσε αναγκαίο να μελετήσει μέτρα που σκόπευαν να διατηρήσουν τη μικρή ιδιοκτησία και να δημιουργήσει μια κοινωνία από «ίσους» ιδιωτικούς εμπορευματοπαραγωγούς. Η ουτοπιστική θεωρία του οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατή η κοινωνική επανάσταση με ειρηνικά μέσα, με βάση τη συνεργασία του προλεταριάτου και της αστικής τάξης, γι' αυτό διακήρυσσε την αποχή από κάθε πολιτική πάλη.
Οι Μαρξ και Ενγκελς πολέμησαν επίσης το ρεφορμισμό των βρετανικών συνδικάτων, γνωστών και ως τρέιντ-γιούνιον. Ο τρέιντ-γιουνιονισμός ξεκινούσε με την παραδοχή της μονιμότητας των καπιταλιστικών σχέσεων και επιδίωκε, μέσω μεταρρυθμίσεων, να βελτιώσει τη θέση των οργανωμένων στα συνδικάτα εργατών μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Η δραστηριότητα των τρέιντ-γιουνιονιστών ήταν αγώνας για τη βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης και όχι για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Η τρέιντ-γιουνιονιστική πολιτική ήταν έτσι αστική πολιτική του εργατικού κινήματος και η αυθόρμητη τρέιντ-γιουνιονιστική ιδεολογία ήταν η αστική ιδεολογία.
Ενα από τα πιο σημαντικά εμπόδια στη διάδοση της επιστημονικής επαναστατικής θεωρίας, ιδιαίτερα στο γερμανικό εργατικό κίνημα, ήταν ο λασαλισμός27. Αυτή τη μορφή ρεφορμισμού αντιμετώπισαν οι Μαρξ και Ενγκελς για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1860. Αυτή η τάση αναπτύχθηκε μέσα στο γερμανικό εργατικό κίνημα και συνδέθηκε με τη δραστηριότητα μιας πολιτικής μαζικής οργάνωσης, της Γενικής Ενωσης Γερμανών Εργατών.
Ο Λασάλ απέρριπτε την αναγκαιότητα σοσιαλιστικής επανάστασης και θεωρούσε ότι με το καθολικό δικαίωμα ψήφου θα ήταν δυνατός ένας ειρηνικός μετασχηματισμός του αστικού κράτους. Σημαντικό είναι ότι οι οπαδοί του λασαλισμού παρουσίαζαν την πολιτική τους γραμμή ως καθαρή τακτική.
Ο Μαρξ, στο γράμμα του προς τον Ενγκελς στις 9 Απριλίου του 1863, ειρωνεύομενος τον Λασάλ γράφει: «Αυτός (σ.σ. ο Φερντινάντ Λασάλ) μου έστειλε προχθές την "απαντητική επιστολή του" (...). Λύνει το πρόβλημα της μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου με την "ευκολία παιχνιδιού" (κυριολεκτικά). Δηλαδή οι εργάτες θα πρέπει να προπαγανδίζουν το γενικό δικαίωμα ψήφου και μετά να στέλνουν ανθρώπους σαν και αυτόν, οπλισμένους "με το λαμπρό όπλο της επιστήμης" στη βουλή. Μετά θα φτιάξουν εργοστάσια των εργατών, πράγμα για το οποίο θα προκαταβάλλει το κράτος το κεφάλαιο και αυτά τα ιδρύματα θα απλωθούν σιγά-σιγά σε όλη την χώρα. Αυτό το ζήτημα είναι από κάθε άποψη εκπληκτικά καινούριο...»28.
Οι δεκαετίες ανάμεσα στα 1871-1914 είναι περίοδος όπου αναπτύσσεται το μονοπώλιο, είναι η εποχή της ολοκληρωτικής κυριαρχίας και παρακμής της αστικής τάξης. Ακριβώς σε αυτές τις δεκαετίες διαμορφώθηκε ο τύπος των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Β' Διεθνούς.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια περίοδο που σημαδεύεται από την υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος. Διαμορφώνονται κόμματα στα οποία συνυπάρχουν οι επαναστατικές μαρξιστικές με τις συμβιβαστικές τάσεις.
Σημαντικά ορόσημα σε αυτά τα χρόνια είναι: Το συνέδριο της Γκότα το 1875, όπου πραγματοποιήθηκε μετά από μακροχρόνιες αντιπαραθέσεις και συζητήσεις ένας συμβιβασμός με τη συνένωση των αϊζεναχικών και των λασαλικών για τη δημιουργία του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Γερμανίας (αργότερα σοσιαλδημοκρατικού)29. Η δημιουργία της Β' Διεθνούς το 1889, καθώς και η υιοθέτηση του περίφημου προγράμματος της Ερφούρτης το 189130 από το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το οποίο έγινε στην ουσία πρότυπο για όλη τη Β' Διεθνή.
Η ιστορική εξέλιξη του οπορτουνισμού ως ρεύματος
Ο οπορτουνισμός σε ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό επίπεδο, ως τάση νόθευσης των επαναστατικών χαρακτηριστικών του επαναστατικού εργατικού κινήματος, της μαχόμενης πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης έχει τη ρίζα του στην ίδια την καπιταλιστική εξέλιξη.
Κατά την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο «δεξιός» οπορτουνισμός αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε κυριάρχησε στο σύνολο σχεδόν του επαναστατικού εργατικού κινήματος και οδήγησε τη Β' Διεθνή στην πλήρη και ολοκληρωτική χρεοκοπία. Χρειάστηκε ο απόλυτος ιδεολογικός, πολιτικός και οργανωτικός διαχωρισμός των επαναστατικών δυνάμεων από τις συμβιβασμένες προδοτικές δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, προκειμένου να αναδυθεί το επαναστατικό εργατικό κίνημα με την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική μορφή του κομμουνιστικού κινήματος.
Στο διαχωρισμό ηγήθηκε ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά ο Λένιν.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Σόσιαλ Ντεμοκράτ», αρ. φύλλου 36, στις 9 Ιανουαρίου του 1915, με τίτλο «Και τώρα;...», αναφερόμενος στα καθήκοντα των εργατικών κομμάτων απέναντι στον οπορτουνισμό και το σοσιαλσοβινισμό, διακήρυττε:
«Ο τύπος των σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής της ΙΙ Διεθνούς ήταν: ένα κόμμα που ανεχόταν στις γραμμές του τον οπορτουνισμό, έναν οπορτουνισμό που συσσωρευόταν ολοένα και περισσότερο στις δεκαετίες της "ειρηνικής" περιόδου, που όμως διατηρούνταν μυστικός, προσαρμοζόταν στους επαναστάτες εργάτες, δανειζόταν από αυτούς τη μαρξιστική ορολογία και απόφευγε κάθε σαφή διαχωρισμό αρχών. Ο τύπος αυτός έφαγε το ψωμί του. Αν ο πόλεμος τελειώσει το 1915, θα βρεθούν άραγε ανάμεσα στους μυαλωμένους σοσιαλιστές άνθρωποι που θα θελήσουν το 1916 να ξαναρχίσουν την ανασυγκρότηση των εργατικών κομμάτων μαζί με τους οπορτουνιστές, ξέροντας από πείρα ότι στην επόμενη κρίση - οποιουδήποτε είδους και αν είναι - όλοι τους αυτοί (και μαζί τους και όλοι οι άνθρωποι που τα έχουν χαμένα) θα ταχθούν με το μέρος της αστικής τάξης, που οπωσδήποτε θα βρει κάποιο πρόσχημα για να απαγορέψει να γίνει λόγος για ταξικό μίσος και ταξική πάλη;»31.
Οπως ανέλυσε ο Λένιν, ο οπορτουνισμός είναι κοινωνικό προϊόν μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής, είναι προϊόν της σχετικά «ειρηνικής» περιόδου του 1871-1914 στην εξέλιξη του εργατικού κινήματος και όχι κάτι τυχαίο, ένα σφάλμα, αστοχία, προδοσία ορισμένων ατόμων32.
Ο Λένιν αναφέρεται στο πώς αυτή η εποχή έμαθε στην εργατική τάξη να χρησιμοποιεί σπουδαία μέσα πάλης, όπως ο κοινοβουλευτισμός και οι άλλες νόμιμες δυνατότητες, η ίδρυση μαζικών οικονομικών και πολιτικών οργανώσεων, ο εργατικός Τύπος σε πλατιά κλίμακα και άλλα.
Ταυτόχρονα, ανέδειξε ότι αυτή η εποχή γέννησε και την τάση για άρνηση της ταξικής πάλης, ως πάλης για την εξουσία, την άρνηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, τη γενική άρνηση των παράνομων οργανώσεων, την προπαγάνδιση της «κοινωνικής ειρήνης» και την αναγνώριση του αστικού πατριωτισμού.
Στις Θέσεις του 2ου Συνεδρίου της ΚΔ, στη διαμόρφωση των οποίων συνέβαλε καθοριστικά ο Λένιν, γίνεται η εξής εκτίμηση για αυτή τη μακρά περίοδο: «Από αυτό προέρχονται η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων προς την νομοθετική δράση των αστικών κοινοβουλίων, η διαρκώς αυξανόμενη σημασία του αγώνα για εισαγωγή μεταρρυθμίσεων μέσα στο περιθώριο του καπιταλισμού, η επικράτηση του λεγόμενου "μίνιμουμ" προγράμματος των σοσιαλιστικών κομμάτων και η χρησιμοποίηση ενός "μάξιμουμ" προγράμματος που απέβλεπε σε έναν απομακρυσμένο "τελικό σκοπό". Πάνω σε αυτή τη βάση αναπτύχθηκαν έπειτα τα συμπτώματα του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού, της διαφθοράς, της φανερής ή κρυφής προδοσίας των πιο στοιχειωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης»33.
Στις συνθήκες του πολέμου του 1914 - 1915, «μιας τόσο μεγάλης καμπής της ιστορίας», ο Λένιν θέτει επιτακτικά ότι «η στάση απέναντι στον οπορτουνισμό δεν μπορεί να μείνει η παλιά»34.
Καθοριστικό στοιχείο ήταν η στάση της οπορτουνιστικής σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στον πόλεμο, απέναντι στην αστική τάξη της χώρας της. Ο Λένιν υποστήριζε ότι στις συνθήκες της κρίσης (οικονομικής και πολιτικής κρίσης που έφερε ο πόλεμος) τα εργατικά κόμματα - η τότε σοσιαλδημοκρατία - όφειλαν να περάσουν στην παράνομη δουλειά, να επωφεληθούν από την κρίση και τις ψυχικές διαθέσεις των εργατών, για να «ξεσηκώσουν το λαό και να επιταχύνουν την κατάρρευση του καπιταλισμού»35.
Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο τροχός της ιστορίας δεν μπορεί να γυρίσει προς τα πίσω, ούτε να σταματήσει μπορεί και πρέπει να τραβάει κανείς άφοβα μπροστά, από τις προπαρασκευαστικές νόμιμες, αιχμάλωτες στον οπορτουνισμό oργανώσεις της εργατικής τάξης στις επαναστατικές οργανώσεις του προλεταριάτου, που ξέρουν να μην περιορίζονται στη νομιμότητα και είναι ικανές να εξασφαλίσουν τον εαυτό τους από την οπορτουνιστική προδοσία, στις οργανώσεις του προλεταριάτου που ορθώνεται "στον αγώνα για την εξουσία", στον αγώνα για την ανατροπή της αστικής τάξης»36.
Η πολεμική απέναντι στη συγκροτημένη και προδοτική σοσιαλδημοκρατία (Β' Διεθνής) εκ μέρους του κομμουνιστικού κινήματος (Γ' Διεθνής) υπήρξε έντονη σε όλη τη δεκαετία του 1920. Τη δεκαετία του 1930, τα κομμουνιστικά κόμματα ακολούθησαν τη γραμμή της συγκρότησης αντιφασιστικών μετώπων, την οποία επεξεργάστηκε και πρόβαλε ενιαία η Κομμουνιστική Διεθνής (Γ' Διεθνής) στο 7ο Συνέδριό της (25 Ιουλίου έως 21 Αυγούστου 1935). Κάθε ΚΚ, πρωτοστατώντας στην πάλη στη δική του χώρα, υπεράσπιζε ταυτόχρονα τη Σοβιετική Ενωση, τη νέα σοσιαλιστική κοινωνία, που είχε γίνει φάρος και ελπίδα όλων των λαών.
Στα μέσα του πολέμου (1943) η Κομμουνιστική Διεθνής αποφάσισε την αυτοδιάλυσή της.
Αρνητική εξέλιξη για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ήταν η έλλειψη κέντρου συντονισμένης επεξεργασίας της επαναστατικής στρατηγικής για τη μετατροπή του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή στην ξένη κατοχή σε αγώνα για την εξουσία, ως ενιαίο καθήκον που αφορούσε το κάθε ΚΚ στις συνθήκες της δικής του χώρας.
Ανεξάρτητα από τις αιτίες που οδήγησαν στη διάλυση της ΚΔ, είναι αντικειμενική η ανάγκη το κομμουνιστικό κίνημα σε διεθνές επίπεδο να διαμορφώνει ενιαία επαναστατική στρατηγική, να σχεδιάζει και να συντονίζει τη δράση του.
Η όλη εξέλιξη έδειξε ότι στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας και με την άμεση διεθνιστική στήριξη των λαϊκών κινημάτων από τον Κόκκινο Στρατό. Ωστόσο, στην καπιταλιστική δύση τα ΚΚ δεν κατόρθωσαν να διαμορφώσουν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Βρέθηκαν αδύναμοι απέναντι στην ευελιξία της αστικής τάξης της χώρας τους να διαμορφώνει συμμαχίες υπεράσπισης της εξουσίας της και να αναδιατάσσει έγκαιρα τις διεθνείς συμμαχίες της.
Μεταπολεμικά, το κομμουνιστικό κίνημα είχε να αντιμετωπίσει μια νέα κατάσταση.
Η ΕΣΣΔ βρέθηκε μπροστά σε νέες συνθήκες, σε νέες δυσκολίες της ταξικής πάλης εσωτερικά και διεθνώς, σε νέες ιδεολογικές και πολιτικές προκλήσεις. Ο υποκειμενικός παράγοντας, πρώτα από όλα τα κομματικά και επομένως και τα κυβερνητικά στελέχη, λόγω και των μεγάλων απωλειών που είχε υποστεί το κόμμα στον πόλεμο, βρέθηκε πιο ευάλωτος στις νέες δυσκολίες της ταξικής πάλης, στις νέες απαιτήσεις του επαναστατικού κινήματος για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η ιμπεριαλιστική στρατηγική του «ψυχρού» πολέμου υπό την απειλή ενός πυρηνικού πλήγματος κατά της ΕΣΣΔ, η όξυνση της ταξικής πάλης στις νέες σύμμαχες δυνάμεις της ΕΣΣΔ, η ευέλικτη στάση του ιμπεριαλισμού απέναντί τους με στόχο τη διάσπαση της συνοχής της σοσιαλιστικής κοινότητας, οι οπορτουνιστικές στρατηγικές παρεκκλίσεις των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη και όχι μόνο, επέδρασαν στη δεξιά οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ.
Ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950 η ΕΣΣΔ χρειαζόταν διεθνείς συμμαχίες, τη στήριξη του κομμουνιστικού κινήματος της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ. Σταδιακά αμβλύνθηκε το μέτωπο του ΚΚΣΕ απέναντι σε οπορτουνιστικές εκτιμήσεις και στρατηγικές επιλογές αυτού του ποσοτικά ισχυρού τμήματος του κομμουνιστικού κινήματος.
Στη στρατηγική των κομμουνιστικών κομμάτων, που δρούσαν στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, επικράτησε η γραμμή της μεταρρύθμισης, της διεκδίκησης συμμετοχής στη διακυβέρνηση χωρίς να προηγηθεί η επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας. Επικράτησε η γραμμή της αξιοποίησης του αστικού κοινοβουλίου για την ανάδειξη κυβερνήσεων αντιμονοπωλιακών, δημοκρατικών, στις οποίες θα συμμετείχαν και τα κομμουνιστικά κόμματα. Διαμορφώθηκαν κοινά προγράμματα κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων. Η κλασική σοσιαλδημοκρατία εξελίχθηκε σε εναλλακτικό διαχειριστή του συστήματος, σε αρκετές περιπτώσεις και με τη στήριξη των κομμουνιστικών κομμάτων. Αμβλύνθηκε περαιτέρω το μέτωπο απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία. Ο νέος συμβιβασμός αιτιολόγησε τις παρεκκλίσεις του στο όνομα των ευρωπαϊκών και εθνικών ιδιομορφιών, επονομάστηκε «ευρωκομμουνισμός».
Στις επόμενες δεκαετίες ισχυροποιήθηκε περισσότερο η οπορτουνιστική τάση: Η αναθεώρηση και αναίρεση θεμελιακών θέσεων της κομμουνιστικής ιδεολογίας και επαναστατικής στρατηγικής.
Ο «ευρωκομμουνιστικός» οπορτουνισμός, με θέσεις όπως η αποδοχή της ΕΟΚ, επέδρασε αποπροσανατολιστικά, συμβιβαστικά και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στήριξε τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας στο όνομα της υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο ότι το όπλο της απεργίας κατά πολύ αποδυναμώθηκε τη δεκαετία του 1980.
Για τις αστικές τάξεις, σχεδόν ανώδυνα πέρασαν οι συνθήκες της οικονομικής κρίσης των αρχών της δεκαετίας του 1970. Η έλλειψη συνεπούς επαναστατικής στρατηγικής, τρέχουσας πολιτικής και ανάλογης δράσης μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, άφησε περιθώρια για την ενίσχυση του «αριστερού» οπορτουνισμού. Στη νεολαία, στα πιο περιθωριοποιημένα και απαξιωμένα τμήματα της εργατικής τάξης, στα προλεταριοποιημένα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, των κατεστραμμένων αυτοαπασχολούμενων, βρήκαν πρόσφορο έδαφος απόψεις και δράσεις υπέρ του «αυθόρμητου», του τροτσκιστικού φραξιονισμού, της «αριστερής» αιτιολόγησης της αποδοχής της ιμπεριαλιστικής ΕΟΚ, στο όνομα του «υπεριμπεριαλιστικού» σταδίου του καπιταλισμού, των πολυεθνικών και επομένως του περάσματος της ταξικής πάλης από το εθνικό στο περιφερειακό επίπεδο. Αλλες «αριστερές» αντιδράσεις απέναντι στο σοβιετικό και ευρωπαϊκό οπορτουνισμό επενδύθηκαν στη μορφή του μαοϊκού ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος που αναπτύχθηκε στο ΚΚ Κίνας. Το μαοϊκό ρεύμα δε δικαιώνεται εξαιτίας ορισμένης κριτικής που έκανε στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η συνολική του γραμμή κρίνεται αρνητικά ως συνολική στάση απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, με το χαρακτηρισμό της ως σοσιαλιμπεριαλιστικής, με την προσέγγιση με τις ΗΠΑ, αλλά και με την ασυνέπεια στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (π.χ. αναγνώριση της εθνικής αστικής τάξης ως σύμμαχου στην οικοδόμηση). Τα κομμουνιστικά κόμματα στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης βαθμιαία απώλεσαν τα επαναστατικά τους χαρακτηριστικά στο επίπεδο της θεωρίας, της πολιτικής, της σχέσης με την εργατική τάξη. Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα διασπάστηκε, δεν μπόρεσε να αξιολογήσει και επομένως να επεξεργαστεί σωστή γραμμή αντιμετώπισης της ευέλικτης στρατηγικής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού που διάβρωνε και βάθαινε τη ρήξη μεταξύ ΚΚΣΕ και ΚΚ Κίνας.
Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία η νέα φάση μετατροπής του δεξιού οπορτουνισμού σε ανοικτή αντεπαναστατική προδοσία, στη δεκαετία του 1980, με το 27ο (1986) και το 28ο (1989) Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Στη συνέχεια, η αντεπαναστατική ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη σήμανε μια σκληρή ήττα και υποχώρηση των κομμουνιστικών δυνάμεων. Εδωσε νέα δυναμική στη διείσδυση της αστικής ιδεολογίας στις γραμμές του πολιτικού εργατικού κινήματος. Η τάση συμβιβασμού και ενσωμάτωσης πήρε νέα μορφή και βάθος. Οδήγησε σε βαθιά κρίση όλα τα κομμουνιστικά κόμματα και σε ορισμένες περιπτώσεις στην αυτοδιάλυσή τους.
Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΩΡΙΜΑΝΣΗΣ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ
Ο οπορτουνισμός δεν εμφανίζεται από την αρχή ως συγκροτημένο ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα.
Η ιστορία του 20ού αιώνα έδειξε ότι ο οπορτουνισμός μπορεί να εκφράζεται και μέσα στις γραμμές του ΚΚ.
Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι εκδηλώνεται υπόγεια στην αρχή μέσα από διάφορους δρόμους και συνήθως αξιοποιώντας αντικειμενικά προβλήματα στην ανάπτυξη της πάλης του εργατικού κινήματος.
Η άμβλυνση των αρχών, της λειτουργίας του κόμματος, αποτελεί το έδαφος για τη σταδιακή διολίσθηση σε οπορτουνιστικές θέσεις.
Εκδηλώνεται πάνω σε καμπές που οι εξελίξεις, οι ανάγκες απαιτούν προσαρμογή της τακτικής του κινήματος στις σύγχρονες συνθήκες.
Εκφράζει είτε μια τάση υποτίμησης των δυσκολιών, υπερεκτίμησης επιτυχιών, υποτίμησης της συνθετότητας και του μακρόχρονου της πάλης ή το αντίθετο, τάση απογοήτευσης, συμβιβασμού με τις δυσκολίες, απολυτοποίηση των αποτυχιών, παραίτησης από την επαναστατική πάλη.
Ο οπορτουνισμός έτσι εξελίσσεται και ωριμάζει. Μπορεί στην αρχή να γίνει ένα λάθος τακτικής ή ένα ακόμα σοβαρότερο λάθος αρχών, το οποίο σε μια πορεία να μετατραπεί σε παρέκκλιση και τελικά να ολοκληρωθεί σε πολιτικό ρεύμα, σε συνολική κατεύθυνση.
Ο οπορτουνισμός στη διαδικασία διαμόρφωσης και ωρίμανσής του μέσα στο ΚΚ ή στο κίνημα χρησιμοποιεί επαναστατικές διακηρύξεις και συγκαλύπτει τις διαφωνίες αρχών με δήθεν διαφωνίες τακτικής στο όνομα της επανάστασης. Μπορεί να εμφανίζεται: Με υποταγή στο συσχετισμό δύναμης στο όνομα της τακτικής. Με την απόσπαση ή την ταύτιση στρατηγικής - τακτικής. Με την αποσύνδεση επιμέρους στόχων από τη στρατηγική.
Πολλές φορές ευθύνη για την εκδήλωση και επιβολή του οπορτουνισμού έχουν οι τάσεις συμβιβασμού, συμφιλίωσης μαζί του. Η αδιάλλακτη, ανειρήνευτη πάλη κατά του οπορτουνισμού είναι όρος για να μπορεί ένα ΚΚ να προωθεί τη στρατηγική του, να σφραγίζει το ρόλο του ως ιδεολογικής και πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης.
Για την αντιμετώπιση του οπορτουνισμού είναι απαραίτητη η ικανότητα του κόμματος να υποτάσσει όλη τη δράση του στη στρατηγική του.
Να υπάρχει ετοιμότητα για θεωρητική ερμηνεία εξελίξεων, νέων στοιχείων από την πλευρά της ιδεολογικής υπεράσπισης θεωρητικών αρχών.
Να γίνεται θεωρητική επεξεργασία των συμπερασμάτων από την πολιτική δράση και λειτουργία του κόμματος.
Να φροντίζεται το διαρκές ανέβασμα του γενικού ιδεολογικοπολιτικού επιπέδου του Κόμματος, της σχέσης του κομματικού δυναμικού με τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία.
Να διασφαλίζεται η σχέση του κόμματος με την εργατική τάξη. Να διασφαλίζεται η κατάλληλη κοινωνική σύνθεση του κόμματος καθώς και η ταξική αντίληψη στην ερμηνεία των φαινομένων.
Να υπερασπίζεται το κόμμα την αυτοτέλειά του σε περίπτωση συμμαχιών, να συνειδητοποιείται ότι η πάλη διεξάγεται και στο πλαίσιο της συμμαχίας.
Να υπάρχει σωστή σχέση πρωτοπορίας με τις μάζες: Ούτε υποταγή στη συνείδηση των μαζών ούτε ξέκομμα από αυτές.
Να διασφαλίζονται οι αρχές λειτουργίας του κόμματος, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, η κριτική και αυτοκριτική, η συλλογικότητα.
(Το άρθρο βασίζεται σε κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ).
Σημειώσεις:
1. Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 12.
2. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 6, σελ. 7-9.
3. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 111.
4. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 98-99.
5. Β. Ι. Λένιν: «Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 10.
-- Θεωρητικά ζητήματα της σοσιαλιστικής επανάστασης για τη δικτατορία του προλεταριάτου
6. Τις ταλαντεύσεις του Κάουτσκι ενάντια στον Μπερνστάιν, από το 1900 ήδη, τις έχει εξετάσει ο Λένιν στην εργασία του «Κράτος και Επανάσταση» και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 6, παράγραφος 2, «Η πολεμική του Κάουτσκι κατά των οπορτουνιστών», Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 33, σελ. 104.
7. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 37, σελ. 238.
8. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 127-128.
9. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 129.
10. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 130.
11. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ. 4.
12. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. III, σελ. 550-551.
13. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 30, σελ. 163.
14. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 30, σελ. 168.
15. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 14-15.
16. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 259.
17. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 234.
18. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 30, σελ. 170.
19. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 30, σελ. 170.
20. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 413. Πιο αναλυτικά για «εργατική αριστοκρατία» καθώς και για σύγχρονες τάσεις, δες άρθρο του Μ. Παπαδόπουλου: «Η κοινωνική ρίζα του οπορτουνισμού: "Εργατική αριστοκρατία", διάσπαση της εργατικής ενότητας», ΚΟΜΕΠ τ. 1/2008.
21. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 20, σελ. 66.
22. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 20, σελ. 70.
23. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 20, σελ. 70-71.
24. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 20, σελ. 72.
25. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 20, σελ. 69-70.
26. Πιερ-Ζόζεφ Προυντόν (1809-1865): Γάλλος μικροαστός δημοσιολόγος, οικονομολόγος και φιλόσοφος, ιδεολόγος του αναρχισμού.
27. Ορος που προέρχεται από τον Φερντινάντ Λασάλ (1825-1864), Γερμανό σοσιαλιστή, δημοσιογράφο και δικηγόρο.
28. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 235.
29. Οι αϊζεναχικοί θεωρούνταν ως η πιο επαναστατική πτέρυγα του σοσιαλιστικού κινήματος στη Γερμανία σε αντίθεση με τους λασαλικούς. Ο Μαρξ επέκρινε αμείλικτα τη συμφωνία της Γκότα, που ήταν το πρώτο παράδειγμα, που έδειχνε την τάση των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών να αποσιωπήσουν τα κύρια προβλήματα εν ονόματι της ενότητας του κόμματος. Για περισσότερα δες Κ. Μαρξ: «Η κριτική του προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
30. Το πρόγραμμα αυτό γράφτηκε από τον Κ. Κάουτσκι. Αν και ήταν γεμάτο από περισπούδαστες αναλώσεις, προσπερνούσε ή αγνοούσε τελείως το βασικό ζήτημα, δηλαδή τη δικτατορία του προλεταριάτου και την επανάσταση. Η κριτική του Ενγκελς στο πρόγραμμα της Ερφούρτης αποκρύφτηκε και δημοσιεύτηκε μετά από 10 χρόνια. Για περισσότερα δες Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
31. Β.Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 112 - 113.
32. «Υπήρξε μια εποχή του σχετικά "ειρηνικού" καπιταλισμού, όταν νίκησε πέρα για πέρα τη φεουδαρχία στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης και μπορούσε να αναπτύσσεται - σχετικά - πιο ήρεμα και ομαλά επεκτεινόμενος "ειρηνικά" σε τεράστιες περιοχές εδαφών, που δεν είχαν ακόμα καταληφθεί και χωρών που δεν είχαν ακόμη τραβηχτεί οριστικά στη δίνη του καπιταλισμού. Φυσικά, και σε αυτήν την εποχή που τοποθετείται πάνω κάτω στα χρόνια 1871-1914, ο "ειρηνικός" καπιταλισμός δημιουργούσε όρους ζωής που και με τη στρατιωτική και τη γενική ταξική έννοια απέχουν πολύ, πάρα πολύ από την πραγματική "ειρήνη". Για τα 9/10 του πληθυσμού των προηγμένων χωρών, για τις εκατοντάδες εκατομμύρια του πληθυσμού των αποικιών και των καθυστερημένων χωρών, η εποχή αυτή δεν ήταν "ειρήνη", αλλά καταπίεση, μαρτύρια, φρίκη, που ήταν ίσως τόσο πιο φρικιαστική, γιατί φαινόταν σαν "φρίκη δίχως τέλος". Η εποχή αυτή πέρασε ανεπίστρεπτα, την αντικατέστησε μια εποχή σχετικά πολύ πιο ορμητική, αλματική, καταστροφική, γεμάτη συγκρούσεις, όπου χαρακτηριστικό για τη μάζα του πληθυσμού γίνεται όχι τόσο "η φρίκη δίχως τέλος", αλλά "το φριχτό τέλος"». Β.Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 95.
Η περίοδος αυτή, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από την απουσία ιμπεριαλιστικών πολέμων και προλεταριακών επαναστάσεων. Η νέα εποχή, που τη διαδέχεται, είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού, του μονοπωλιακού καπιταλισμού, είναι εποχή οξύτατων αντιθέσεων, η εποχή των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των προλεταριακών επαναστάσεων, «η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης», όπως τη χαρακτηρίζει ο Λένιν. (Πιο αναλυτικά για την περιοδολόγηση του καπιταλισμού δες διάλεξη ΙΕ της ΚΕ στην ΚΟΜΕΠ, τ. 4/2008).
33. «Η Κομμουνιστική Διεθνής», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 110.
34. Β.Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 259.
35. Β.Ι. Λένιν: «Απαντα» εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 219.
36. Β.Ι. Λένιν: «Απαντα» εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 259 - 260.
Με τον όρο αναθεωρητισμό εννοούμε την αντιεπιστημονική επανεξέταση των θέσεων του μαρξισμού - λενινισμού. Ο αναθεωρητισμός ως κατεύθυνση διαμορφώθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα με πιο χαρακτηριστικό του εκπρόσωπο τον Μπερνστάιν. Ο Λένιν έδωσε τον εξής χαρακτηρισμό: «Σε τι συνίσταται η "νέα" κατεύθυνση που βλέπει "κριτικά" τον "παλιό δογματικό" μαρξισμό, αυτό μας το είπε αρκετά καθαρά ο Μπερνστάιν [...] το αίτημα της αποφασιστικής στροφής από την επαναστατική σοσιαλδημοκρατία προς τον αστικό σοσιαλρεφορμισμό συνοδευόταν από μια όχι λιγότερο αποφασιστική στροφή προς την αστική κριτική όλων των βασικών ιδεών του μαρξισμού».1
Οι εκδηλώσεις του οπορτουνισμού στη θεωρία, την πολιτική και την οργάνωση
Ο οπορτουνισμός εκδηλώνεται με αναθεώρηση των αρχών του επαναστατικού κόμματος στη θεωρία, την πολιτική και τις αρχές συγκρότησης και λειτουργίας του κόμματος.
Στο επίπεδο της θεωρίας αρνείται την ενότητα του Μαρξισμού - Λενινισμού, υποτιμά ή διαστρεβλώνει τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό ή δεν εκτιμά σύγχρονα, νέα φαινόμενα της κοινωνικής εξέλιξης με βάση τις μαρξιστικές - λενινιστικές αρχές.
Στο επίπεδο της πολιτικής αρνείται τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης, τη δικτατορία του προλεταριάτου, την κοινωνικοποίηση όλων των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Παραιτείται σε πολλές περιπτώσεις από τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού και περνά σε εθνικιστικές θέσεις ή στις θέσεις του αστικού κοσμοπολιτισμού.
Στο επίπεδο του κόμματος αρνείται τις μαρξιστικές - λενινιστικές αρχές συγκρότησης του ΚΚ. Διακηρύσσει την ελευθερία κριτικής απέναντι στην επιστημονική επαναστατική κοσμοθεωρία, επιτίθεται στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, αρνείται τη μονολιθικότητα του κόμματος, οδηγεί σε διαλυτισμό, οργανωτικό φιλελευθερισμό.
Ο οπορτουνισμός οδηγεί σε κάθε περίπτωση στην υποταγή των συμφερόντων της εργατικής τάξης στα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Στις σημερινές συνθήκες η ανατροπή του σοσιαλισμού και ο διεθνής αρνητικός συσχετισμός δύναμης, σε συνδυασμό με την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα έχει ενισχύσει τη βάση για την ανάπτυξη οπορτουνιστικών απόψεων, έχει ενδυναμώσει τον οπορτουνισμό ως ρεύμα παγκοσμίως.
Ο οπορτουνισμός εκφράζεται με την αποθέωση των μεταρρυθμίσεων, τις ρεφορμιστικές αυταπάτες, τον κυβερνητισμό, την άρνηση της επανάστασης. Χαρακτηριστική ήταν η αντίληψη του Μπερνστάιν στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου θεωρούσε ότι «το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός τίποτα». Ο Λένιν σημείωνε ότι στόχος των οπορτουνιστών στην εποχή του ήταν:
«Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να μετατραπεί από κόμμα κοινωνικής επανάστασης σε δημοκρατικό κόμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων [...]. Το αίτημα μιας αποφασιστικής στροφής από την επαναστατική σοσιαλδημοκρατία προς τον αστικό σοσιαλρεφορμισμό συνοδευόταν από μια όχι λιγότερο αποφασιστική στροφή προς την αστική κριτική όλων των βασικών ιδεών του μαρξισμού [...]. Αν η θεωρητική κριτική που έκανε ο Μπερνστάιν και οι διακαείς πολιτικοί πόθοι του παραμένουν ακόμα για μερικούς ασαφείς, οι Γάλλοι φρόντισαν να επιδείξουν κατά τρόπο χειροπιαστό τη "νέα" μέθοδο [...]. Ο Μιλεράν πρόσφερε ένα θαυμάσιο δείγμα του "πρακτικού μπερνσταϊνισμού" [...]. Αν η σοσιαλδημοκρατία είναι κόμμα μεταρρυθμίσεων και πρέπει να έχει το θάρρος να το αναγνωρίσει αυτό ανοιχτά, τότε ο σοσιαλιστής όχι μόνο έχει δικαίωμα να συμμετέχει σε αστική κυβέρνηση, αλλά και οφείλει να το επιδιώκει διαρκώς [...]. Και η αμοιβή για την έσχατη ταπείνωση και τον αυτοεξευτελισμό του σοσιαλισμού μπροστά σε όλο τον κόσμο, για τη διαφθορά της σοσιαλιστικής συνείδησης των εργατικών μαζών - της μοναδικής αυτής βάσης που μπορεί να μας εξασφαλίσει τη νίκη - η αμοιβή για όλα αυτά είναι τα πομπώδη σχέδια για κάτι τιποτένιες μεταρρυθμίσεις, τόσο τιποτένιες ώστε ακόμα και αστικές κυβερνήσεις να έχουν κατορθώσει να αποσπάσουν περισσότερα πράγματα».2
Σε πολλές περιπτώσεις ο οπορτουνισμός εκφράζεται με άρνηση των γενικών νομοτελειών της ταξικής πάλης (της δικτατορίας του προλεταριάτου, του ρόλου του κόμματος κλπ.) στο όνομα των εθνικών ιδιομορφιών ή ιδιαιτεροτήτων ή και ακόμα στο όνομα των περιφερειακών ιδιομορφιών.
Ο οπορτουνισμός, ως αντιδιαλεκτική σκέψη στο όνομα του καινούργιου, των νέων συνθηκών, οδηγείται σε απόρριψη της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος, στη συνολική αναθεώρηση της θεωρίας που δήθεν δεν «ανταποκρίνεται στις συνθήκες».
Ιδιαίτερα έντονη είναι η συνολική αμφισβήτηση της υπόστασης της εργατικής τάξης, επομένως και του ρόλου της στη σημερινή καπιταλιστική αλλά και στη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία.
Η αμφισβήτηση αυτή παρουσιάζεται με πολλές μορφές. Συνήθως γίνεται μια συστηματική προσπάθεια εκχυδαϊσμού ή διαστρέβλωσης των κριτηρίων που προσδιορίζουν την έννοια και το εύρος της εργατικής τάξης.
Σχετικό με το παραπάνω είναι ότι ο οπορτουνισμός εκφράζεται και με τη θεωρία της ταξικής συμφιλίωσης ή με την άρνηση της ταξικής πάλης σε όλη την έκταση και το βάθος της. Προβάλλονται ως εθνικά υποτιθέμενα κοινά συμφέροντα της εργατικής τάξης με την αστική τάξη. Ακόμα εκφράζεται ως τάση υποτίμησης των διαφορών ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα.
Χαρακτηριστική για πολλές οπορτουνιστικές θεωρίες είναι η άρνηση του χαρακτήρα της εποχής, ως εποχής του ιμπεριαλισμού, δηλαδή ως μονοπωλιακού καπιταλισμού, ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Ο Κάουτσκι, επιφανής θεωρητικός της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και της Β' Διεθνούς, θεωρητικά υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός εξελισσόταν σε «υπερ-ιμπεριαλισμό». Λέγοντας υπερ-ιμπεριαλισμό εννοούσε την αντικατάσταση της πάλης των εθνικών χρηματιστικών κεφαλαίων μεταξύ τους με την από κοινού εκμετάλλευση του κόσμου από το διεθνικά ενωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο».3Βεβαίως, συμπλήρωνε, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αυτή η φάση θα πραγματοποιηθεί. Ο Λένιν, ασκώντας κριτική στην οπορτουνιστική θεωρία του Κάουτσκι, έλεγε: «Ειδικά στην περίπτωση του Κάουτσκι, η ολοφάνερη ρήξη με το μαρξισμό [...] δεν πήρε τη μορφή απολογητικής του ιμπεριαλισμού, αλλά ονειροπολήματος για ειρηνικό καπιταλισμό [...]. Αν ονομάσουμε υπερ-ιμπεριαλισμό τη διεθνική συνένωση των εθνικών (πιο σωστά: των κρατικά χωριστών) ιμπεριαλισμών, που "θα μπορούσε" να παραμερίσει τις πολύ δυσάρεστες, πολύ επικίνδυνες και ανησυχητικές για ένα μικροαστό συγκρούσεις, σαν τους πολέμους, τους πολιτικούς κλονισμούς κλπ., τότε γατί να μη γυρίσουμε τις πλάτες στη σημερινή, υπαρκτή, γεμάτη από συγκρούσεις και καταστροφές εποχή του ιμπεριαλισμού, κάνοντας αθώα ονειροπολήματα για το σχετικά ειρηνικό, σχετικά χωρίς συγκρούσεις, σχετικά μη καταστροφικό υπερ-ιμπεριαλισμό;».4
Από τότε έχουν εμφανιστεί μια σειρά από οπορτουνιστικές θεωρίες (π.χ. της παγκοσμιοποίησης ή της αντι-παγκοσμιοποίησης κλπ.) που όλες τους έχουν ως κοινό την άρνηση του χαρακτήρα της εποχής, ως εποχής του ιμπεριαλισμού, ως εποχής των οξύτατων αντιθέσεων, ως «παραμονή της κοινωνικής επανάστασης του προλεταριάτου».5 Μάλιστα εμφανίζουν την ΕΕ ως συνιστώσα της παγκοσμιοποίησης την οποία πρέπει να αποδεχτεί το εργατικό - λαϊκό κίνημα.
Κεντρισμός, αριστερός οπορτουνισμός, δογματισμός
Μια από τις πιο επικίνδυνες μορφές του οπορτουνισμού σύμφωνα με τον Λένιν είναι ο «κεντρισμός». Πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ρεύματος αυτού ήταν ο Κάουτσκι. Ο «κεντρισμός» ως ρεύμα, ως ξεχωριστή κατεύθυνση του σοσιαλισμού, εμφανίστηκε το 1914. Ωστόσο, οι ρίζες του πρέπει να αναζητηθούν πιο πίσω. Ο Κάουτσκι, ως θεωρητικός της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, στις αρχές του 20ού αιώνα σε μεγάλο βαθμό αντιπάλεψε τις αναθεωρητικές ιδέες του Μπερνστάιν, όπως αυτές εκφράστηκαν μέσα από σειρά άρθρων και ομιλιών του σε συνέδρια της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο, ο Κάουτσκι δεν έθετε τότε το κρίσιμο ζήτημα του πλήρους οργανωτικού διαχωρισμού με τον αναθεωρητισμό, έδειχνε ανοχή, συμβιβαζόταν με την παραμονή μέσα στο κόμμα δύο κατευθύνσεων6.
Το 1914 το απόστημα του οπορτουνισμού έσπασε και ολοκληρώθηκε σε σοσιαλσοβινισμό. Οι σοσιαλσοβινιστές «υπεράσπιζαν την πατρίδα» στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις, μπήκαν στις κυβερνήσεις. Ο καουτσκισμός εξέφραζε ως κατεύθυνση την προσπάθεια να διασωθεί η ενότητα με τον οπορτουνισμό, εξ ου και η παρουσία του ως το «κέντρο». Ο Λένιν έδινε τον εξής χαρακτηρισμό: «Ο Κάουτσκι συμβιβάζει χωρίς αρχές τη βασική ιδέα του σοσιαλσοβινισμού, την αποδοχή της υπεράσπισης της πατρίδας στο σημερινό πόλεμο, με μια διπλωματική, φαινομενική παραχώρηση στους αριστερούς, όπως είναι η αποχή κατά την ψήφιση των πιστώσεων και η υιοθέτηση στα λόγια μιας αντιπολιτευτικής στάσης κτλ.»7.
Οι καουτκιστές δεν αρνούνταν στα λόγια την επανάσταση, αλλά αρνούνταν να κάνουν αυτό που έκαναν οι μπολσεβίκοι στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή να καλέσουν τους εργάτες «να ξεκόψουν από τους οπορτουνιστές και να υποστηρίζουν, να βαθαίνουν, να πλαταίνουν και να οξύνουν με όλες τους τις δυνάμεις το επαναστατικό κίνημα και τις διαδηλώσεις που αρχίζουν», γιατί η «επανάσταση ποτέ δεν πέφτει εντελώς έτοιμη από τον ουρανό και στην αρχή του επαναστατικού αναβρασμού κανείς ποτέ δεν ξέρει, αν αυτός θα οδηγήσει και πότε στην πραγματική και γνήσια επανάσταση»8. Oι καουτσκιστές με τη σειρά τους αποκαλούσαν την τακτική των μπολσεβίκων «ουτοπία», «τυχοδιωκτισμό», «τρέλα»9. Να πώς απαντούσε ο Λένιν: «Οταν μας λένε ότι η ρώσικη τακτική (...) δεν είναι κατάλληλη για την Ευρώπη τότε απαντούμε συνήθως αναφερόμενοι στα γεγονότα. Στις 30 του Οκτώβρη στο Βερολίνο μια αντιπροσωπεία από Βερολινέζες συντρόφισσες πήγε στο Προεδρείο του κόμματος και δήλωσε ότι "τώρα που υπέχει ένας μεγάλος οργανωτικός μηχανισμός μπορούμε πολύ πιο εύκολα, παρά στον καιρό του νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές, να μοιράζουμε παράνομες προκηρύξεις και να οργανώνουμε απαγορευμένες συγκεντρώσεις (...) αλλά λείπει φαίνεται η θέληση".
Μήπως αυτές τις κακές συντρόφισσες τις έχουν παραπλανήσει οι Ρώσοι "σεχταριστές"; Μήπως τις πραγματικές μάζες τις αντιπροσωπεύουν ο Λέγκιν και ο Κάουτσκι; (...). Οι εργάτες ζητάνε κιόλας Τύπο χωρίς "λογοκρισία" και συγκεντρώσεις "απαγορευμένες", δηλαδή παράνομες οργανώσεις για την υποστήριξη του επαναστατικού κινήματος των μαζών. Μονάχα ένας τέτοιος "πόλεμος ενάντια στον πόλεμο" είναι σοσιαλδημοκρατική δουλειά και όχι λόγια»10.
Ο Λένιν επιβεβαιώθηκε ασφαλώς στην πρόβλεψή του ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος θα οδηγούσε στη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης σε μια σειρά χώρες και για αυτό πρόβαλε την ανάγκη δυναμώματος του μαχητικού, επαναστατικού κινήματος.
Ο καουτσκισμός - κεντρισμός πέρασε σε νέα φάση με την εκδήλωση της Οχτωβριανής Επανάστασης. Ο Κάουτσκι εξέδωσε βιβλίο με τίτλο η «Δικτατορία του προλεταριάτου», όπου παραποίησε οπορτουνιστικά τη διδασκαλία του Μαρξ για τη δικτατορία του προλεταριάτου και στράφηκε ενάντια στους μπολσεβίκους, τους κατηγόρησε ότι επέβαλαν τη μονοκρατορία των αρχηγών κλπ.
Οι καουτσκιστές διαχωρίστηκαν από το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στο ξεχωριστό Ανεξάρτητο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ως τέτοιοι έπαιξαν συγκεκριμένο ρόλο στην ήττα και την καταστολή της γερμανικής επανάστασης το 1919. Αργότερα ξαναενώθηκαν με τη σοσιαλδημοκρατία και αποτέλεσαν το «αριστερό» τμήμα της.
Ο οπορτουνισμός μπορεί να εκδηλώνεται είτε ως «δεξιός» είτε ως «αριστερός». Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα πάσχει διαχρονικά από τη «δεξιά» του έκφραση.
Ο «δεξιός» οπορτουνισμός τροφοδοτεί και την «αριστερή» του έκφραση αρχικά ως αντιδιαλεκτική δογματική πολεμική στο «δεξιό» οπορτουνισμό. Η ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος επιβεβαιώνει τους διαύλους μετακίνησης μεταξύ φορέων του «δεξιού» και «αριστερού» οπορτουνισμού.
Ο «αριστερός» οπορτουνισμός εκδηλώνεται με υποτίμηση των αντικειμενικών νόμων της κοινωνικής εξέλιξης, με αδυναμία κατανόησης και εκτίμησης των εξελίξεων στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, με τακτική τεχνητής «επιτάχυνσης» της επανάστασης, με τυχοδιωκτισμό.
Ο Λένιν ανέλυσε τις αιτίες εμφάνισης του αριστερού «δογματισμού» το 1920. Ηταν μια περίοδος όπου δεν είχε καταλαγιάσει ακόμα το επαναστατικό κύμα που σάρωνε μια σειρά χώρες της Ευρώπης, ως νομοτελειακό αποτέλεσμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Η Οχτωβριανή Επανάσταση και το παράδειγμα των μπολσεβίκων έδειξαν στους πρωτοπόρους εργάτες μιας σειράς χωρών ότι ο μπολσεβικισμός, η θεωρία, η στρατηγική και η πολιτική πρακτική του αποτελούν παγκόσμιο πρότυπο για όλους. Αυτή τη σημασία διατύπωσε ο Λένιν: «Στη σημερινή όμως στιγμή τα πράγματα παρουσιάζονται ακριβώς έτσι που το ρώσικο πρότυπο δείχνει σε όλες τις χώρες κάτι, και κάτι το πάρα πολύ ουσιαστικό, από το αναπόφευκτο και το κοντινό μέλλον τους. Οι πρωτοπόροι εργάτες σε όλες τις χώρες το κατάλαβαν αυτό από καιρό (...). Από εδώ βγαίνει η διεθνής σημασία (με τη στενή έννοια της λέξης) της Σοβιετικής Εξουσίας, καθώς και των βάσεων της μπολσεβίκικης θεωρίας και τακτικής»11.
Στη βάση αυτή οι μπολσεβίκοι πραγματοποιούσαν μια τεράστιας σημασίας δουλειά μπροστά στο 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, για να επικρατήσει σε αυτό καθαρή ταξική γραμμή, όπως και έγινε. Είναι μια περίοδος που ο προδοτικός ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας είχε αποδειχτεί σε όλο τον τετράχρονο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αλλά και στη διάρκεια επαναστατικών εξεγέρσεων στη Γερμανία, την Ουγγαρία και αλλού. Σε μια σειρά χώρες, όπως στη Γερμανία ή στην Ιταλία, κάτω από το βάρος του αρνητικού συσχετισμού με το «δεξιό» οπορτουνισμό έγιναν αριστερίστικα λάθη εκ μέρους των «αριστερών» κομμουνιστών επαναστατών, όπως η άρνηση συμμετοχής από θέση αρχής στα κοινοβούλια ή στα συνδικάτα ή η άρνηση των συμβιβασμών από θέση αρχής κλπ.
Ο Λένιν στο έργο του «Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» άσκησε οξυμένη κριτική σε αυτές τις αντιλήψεις, βοηθώντας Κομμουνιστικά Κόμματα να διορθώσουν τα αριστερίστικά τους λάθη.
Σήμερα δεν μπορούμε να πούμε ότι το σύνολο αυτών των χαρακτηριστικών αφορούν το σύγχρονο «αριστερό» οπορτουνισμό. Το σύγχρονο «αριστερό» οπορτουνιστικό ρεύμα δεν αποτελεί σίγουρα «παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» - όπως το χαρακτήριζε ο Λένιν στην εποχή του - και έχει διαφοροποιηθεί ακόμα και σε σχέση με αυτό της δεκαετίας του 1970. Πρέπει να σημειώσουμε ιδιαίτερα την επίδραση «αντιεξουσιαστικών» απόψεων στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του σύγχρονου «αριστερού» οπορτουνισμού, καθώς και την πιο έντονη επίδραση νεο-τροτσκιστικών και άλλων «δεξιών» οπορτουνιστικών ρευμάτων και του ευρωκομμουνισμού.
Ο σύγχρονος «αριστερός» οπορτουνισμός εμφανίζεται να χρησιμοποιεί «αριστερά» συνθήματα, αλλά οδηγείται στο μηδενισμό και στην άρνηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και του κομμουνιστικού κινήματος στον 20ό αιώνα. Ετσι συμπίπτει με τον αντικομμουνισμό άλλων δυνάμεων. Οι δυνάμεις του δε διστάζουν να διαπραγματεύονται τη θέση τους με τη σοσιαλδημοκρατία και το «δεξιό» οπορτουνισμό. Αποτελούν πρόθυμους συμμάχους στη στήριξη των αντινεοφιλελεύθερων μετώπων και έτσι αντικειμενικά συμβάλλουν στην ενσωμάτωση και το συμβιβασμό με την αστική πολιτική.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΤΑΞΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ
Η ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος επιβεβαιώνει την εκτίμηση του Λένιν για την κοινωνικο-ταξική ρίζα του οπορτουνισμού αλλά και την ανάλυσή του για τις γνωσιολογικές ρίζες του. Ο Λένιν στηριζόμενος στις αναλύσεις του Μαρξ εξήγησε την κοινωνικο-ταξική βάση του οπορτουνισμού. Πολλοί μαρξιστές επαναστάτες, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, πρόσεχαν μόνο τη γνωσιοθεωρητική ρίζα του οπορτουνισμού. Η απολυτοποίηση αυτή στη μελέτη αποκλειστικά των γνωσιολογικών προϋποθέσεων του οπορτουνισμού λειτουργούσε ως άλλοθι για τη συνύπαρξη με τον οπορτουνισμό μέσα στα παλιά κόμματα της Β' Διεθνούς, καλλιεργούσε την άποψη ότι η νίκη κατά του οπορτουνισμού μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς ρήξη μαζί του, με ιδεολογικό αγώνα μέσα σε αυτά τα κόμματα, ενίσχυε τις αυταπάτες για το χαρακτήρα του. Ο οπορτουνισμός συσσωρευόταν μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σαν απόστημα για χρόνια ολόκληρα, μέχρι που έσπασε με την έναρξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου το 1914. Ο Λένιν με την ανάλυσή του για την κοινωνικο-ταξική βάση του οπορτουνισμού θεμελίωσε θεωρητικά την αναγκαιότητα πλήρους ιδεολογικού, πολιτικού και οργανωτικού διαχωρισμού με τον οπορτουνισμό. Ταυτόχρονα, ανέδειξε το μονόπλευρο, εκλεκτικό, δογματικό, αντιδιαλεκτικό χαρακτήρα του αναθεωρητισμού και του οπορτουνισμού.
Χωρίς λοιπόν να κατανοηθούν οι οικονομικές ρίζες του οπορτουνισμού, δεν μπορεί να εκτιμηθεί σωστά η πολιτική και κοινωνική του σημασία και δεν μπορεί να γίνει ούτε βήμα στον τομέα της λύσης των πρακτικών καθηκόντων του κομμουνιστικού κινήματος.
Ακριβώς οι γενικοί οικονομικοί όροι του οπορτουνισμού σχετίζονται με τη διαμόρφωση του ιμπεριαλισμού, ως καπιταλισμού που σαπίζει και πεθαίνει.
Ο Μαρξ, καθώς μελετά τη διαμόρφωση της μετοχικής εταιρείας, αναφέρεται σε μια «νέα οικονομική αριστοκρατία», σε «παράσιτα νέου είδους» που ασχολούνται με την έκδοση και το εμπόριο μετοχών12. Ομως, ο παρασιτικός χαρακτήρας δεν αφορά μόνο την αστική τάξη στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Δίπλα στους μετόχους-παράσιτα αναδεικνύεται ένα στρώμα αστοποιημένων εργατών, η «εργατική αριστοκρατία».
Ο Λένιν έδειξε την ειδική σύνδεση που χαρακτηρίζει τον οπορτουνισμό με τον ιμπεριαλισμό, το μονοπωλιακό καπιταλισμό. Τα μονοπώλια, εξαιτίας της οικονομικής τους δύναμης, έχουν τη δυνατότητα ένα μέρος της υπεραξίας που αποσπούν από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης να το χρησιμοποιούν για την εξαγορά ενός τμήματος της εργατικής τάξης και να διαμορφώνουν ένα στρώμα εργατικής αριστοκρατίας που γίνεται το κοινωνικό στήριγμα του ιμπεριαλισμού.
Αναλύει ο Λένιν: «Υπάρχει άραγε σχέση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τη φοβερά αποτρόπαιη νίκη που κατήγαγε ο οπορτουνισμός (με τη μορφή του σοσιαλσοβινισμού) ενάντια στο εργατικό κίνημα της Ευρώπης;»13.
«Οι οπορτουνιστές αντικειμενικά αποτελούν μια μερίδα των μικροαστών και μερικών στρωμάτων της εργατικής τάξης, μερίδα που έχει εξαγοραστεί με χρήματα από τα ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη και έχει μετατραπεί σε μαντρόσκυλο του καπιταλισμού, σε διαφθορέα του εργατικού κινήματος»14 (...) «Αυτό το στρώμα των αστοποιημένων εργατών ή της "εργατικής αριστοκρατίας" που είναι πέρα για πέρα μικροαστικό ως προς τον τρόπο ζωής του, το μέγεθος των απολαβών του, είναι το κύριο στήριγμα της Β' Διεθνούς και στις μέρες μας το κύριο κοινωνικό (όχι στρατιωτικό) στήριγμα της αστικής τάξης. Γιατί πρόκειται για αληθινούς πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα, για εργατικούς εντολοδόχους της τάξης των καπιταλιστών, για αληθινούς αγωγούς του ρεφορμισμού και του σοβινισμού. Στον εμφύλιο πόλεμο του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη τάσσονται αναπόφευκτα, και όχι σε μικρό αριθμό, με το μέρος της αστικής τάξης, με το μέρος των "βερσαλλιέρων" ενάντια στους "κομμουνάρους"»15.
Κοινωνική βάση του οπορτουνισμού είναι «ένα ολόκληρο κοινωνικό στρώμα από κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους, δημοσιογράφους, υπαλλήλους του εργατικού κινήματος, προνομιούχους υπαλλήλους και ορισμένες ομάδες του προλεταριάτου, στρώμα που αναπτύχθηκε σαν ένα σώμα μαζί με την εθνική του αστική τάξη και που ήξερε όσο το δυνατόν καλύτερα να το προσαρμόσει στον εαυτό της και στην αστική τάξη»16.
Ο Λένιν έχει ως αφετηρία του τις επισημάνσεις των Μαρξ και Ενγκελς για το βρετανικό προλεταριάτο. Σε γράμμα του στον Μαρξ για το αγγλικό προλεταριάτο, να τι λέει ο Ενγκελς στις 7 του Οκτώβρη του 1858: «...Το αγγλικό προλεταριάτο αστικοποιείται πράγματι όλο και περισσότερο, έτσι ώστε τελικός σκοπός αυτού του πιο αστικού από όλα τα έθνη φαίνεται να είναι η θέληση να καταφέρει να έχει δίπλα στην αστική τάξη μια αστική αριστοκρατία και ένα αστικό προλεταριάτο»17.
Στις 12 του Σεπτέμβρη του 1882 ο Ενγκελς γράφει στον Κάουτσκι: «Με ρωτάτε τι σκέπτονται οι Αγγλοι εργάτες για την αποικιακή πολιτική; Το ίδιο ακριβώς που σκέπτονται και για την πολιτική γενικά. Εδώ δεν υπάρχει εργατικό κόμμα, υπάρχουν μόνο συντηρητικοί και φιλελεύθεροι ριζοσπάστες, και οι εργάτες απολαβαίνουν μακαριότατα μαζί με αυτούς το αποικιακό μονοπώλιο της Αγγλίας και το μονοπώλιό της στην παγκόσμια αγορά»18.
Ο Λένιν κωδικοποιεί στο έργο του αυτόν τον προβληματισμό των Μαρξ και Ενγκελς, που περιορίζεται όπως ήταν φυσικό στην Αγγλία, δηλαδή σε εκείνη τη χώρα η οποία παρουσίαζε ήδη πολύ μεγάλα διακριτικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού.
Γράφει ο Λένιν σχετικά: «Η ιδιομορφία της Αγγλίας από τα μέσα ήδη του 19ου αιώνα ήταν ότι είχε τουλάχιστον δύο πολύ μεγάλα διακριτικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού: (1) απέραντες αποικίες και (2) μονοπωλιακά κέρδη (σαν αποτέλεσμα της μονοπωλιακής θέσης της στην αγορά). Και από τις δύο απόψεις η Αγγλία αποτελούσε τότε εξαίρεση ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες και ο Ενγκελς με τον Μαρξ, αναλύοντας αυτήν την εξαίρεση, έδειξαν τελείως καθαρά και συγκεκριμένα τη σύνδεσή της με τη νίκη (προσωρινή) του οπορτουνισμού στο αγγλικό εργατικό κίνημα»19.
Η ανάλυση του Λένιν για την εργατική αριστοκρατία και τη σχέση της με την αποφασιστική κυριαρχία των μονοπωλίων στην οικονομική ζωή, έδειξε την οικονομική ουσία του οπορτουνισμού ως φαινομένου της κοινωνικής και πολιτικής ζωής:
«Η σημερινή κατάσταση διακρίνεται από τέτοιες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, που δεν μπορούσαν παρά να δυναμώσουν το ασυμβίβαστο του οπορτουνισμού με τα γενικά και θεμελιακά συμφέροντα του εργατικού κινήματος: Ο ιμπεριαλισμός από έμβρυο αναπτύχθηκε σε κυρίαρχο σύστημα. Τα καπιταλιστικά μονοπώλια κατέλαβαν την πρώτη θέση στην εθνική οικονομία και στην πολιτική. Το μοίρασμα του κόσμου ολοκληρώθηκε (...). Ο οπορτουνισμός δεν μπορεί τώρα να γίνει απόλυτος νικητής για οποιαδήποτε χώρα, όπως είχε νικήσει στην Αγγλία στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όμως σε μια σειρά χώρες έχει ωριμάσει, παραωριμάσει και σαπίσει και έχει συγχωνευτεί απόλυτα με την αστική πολιτική, σαν σοσιαλσοβινισμός»20.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε συνθήκες κυριαρχίας του μονοπωλίου, σε συνθήκες όπου η παραγωγή κοινωνικοποιείται με γιγάντια βήματα, η αύξηση της εργατικής τάξης μέσα στον πληθυσμό γίνεται με διεύρυνσή της από τμήματα μεσαίων στρωμάτων που προλεταριοποιούνται και κουβαλάνε μαζί τους τις αστικές προλήψεις τους, συνήθειες και νοοτροπία. Ετσι, σήμερα, π.χ., επιδρά πολύμορφα και ποικιλότροπα η επέκταση της κεφαλαιακής σχέσης στον τομέα των υπηρεσιών - αυτοαπασχολούμενων γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, κλπ. Αυτές οι δυνάμεις που γίνονται φορείς των μικροαστικών αντιλήψεων και διαφόρων παραλλαγών της αστικής διαχείρισης σπέρνουν την ταλάντευση σε κάθε κρίσιμη στιγμή της εξέλιξης της ταξικής πάλης, διακατέχονται από μια ψυχολογία απότομων μεταπτώσεων σε κάθε καμπή του αγώνα, υπεραισιοδοξία, απογοήτευση, έλλειψη εμπιστοσύνης στην οργανωμένη πάλη και πειθαρχία, ανυπομονησία, φόβος μπροστά σε επαναστατικές αλλαγές, αυταπάτες για βελτίωση της ζωής με λίγες ή καθόλου θυσίες, κλπ.
Με ανάλογο τρόπο επιδρούν τα ξαφνικά τινάγματα του εργατικού κινήματος, η απότομη είσοδος στο εργατικό κίνημα πολιτικά ανώριμων μαζών που κουβαλούν μαζί τους τις αστικές προλήψεις τους.
Ο Λένιν στο άρθρο του «Οι διαφωνίες στο εργατικό κίνημα της Ευρώπης», εξετάζοντας τις αιτίες της διεθνούς ανάπτυξης του οπορτουνισμού και του ρεφορμισμού, αναφέρει: «Μια από τις πιο βαθιές αιτίες που γεννούν περιοδικές διαφωνίες πάνω στην τακτική είναι το ίδιο το γεγονός της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. Αν δε μετράει κανείς το κίνημα αυτό με το μέτρο κάποιου φανταστικού ιδανικού, αλλά το εξετάζει σαν πρακτικό κίνημα κοινών ανθρώπων, τότε θα φανεί καθαρά πως η στρατολογία νέων και νέων "νεοσύλλεκτων", το τράβηγμα νέων στρωμάτων των εργαζόμενων μαζών δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται αναπόφευκτα με ταλαντεύσεις στον τομέα της θεωρίας και της τακτικής, με την επανάληψη παλιών λαθών, με την προσωρινή επιστροφή σε παλιές αντιλήψεις και μεθόδους, κτλ. Για την εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων το εργατικό κίνημα κάθε χώρας ξοδεύει κατά περιόδους περισσότερα ή λιγότερα αποθέματα δραστηριότητας, προσοχής, χρόνου»21.
Τα διάφορα ζιγκ-ζαγκ της αστικής πολιτικής, οι διάφορες αλλαγές στην τακτική που ακολουθεί η αστική τάξη, μπορούν να προκαλέσουν με ποικίλους τρόπους δυνάμωμα του αναθεωρητισμού, του οπορτουνισμού.
Και πάλι θα προστρέξουμε στον Λένιν: «Αν η τακτική της αστικής τάξης ήταν πάντα ομοιόμορφη ή έστω πάντα ομοιότυπη, η εργατική τάξη γρήγορα θα μάθαινε να απαντάμε με την ίδια ομοιόμορφη ή ομοιότυπη τακτική. Στην πράξη η αστική τάξη όλων των χωρών μπορεί να επεξεργάζεται αναπόφευκτα δύο συστήματα διοίκησης, δύο μέθοδες πάλης για να υπερασπίσει τα συμφέροντα και την κυριαρχία της, και μάλιστα οι δύο αυτές μέθοδοι πότε αντικαθιστούν η μία την άλλη, πότε περιπλέκονται μεταξύ τους σε διάφορους συνδυασμούς. Πρώτο είναι η μέθοδος της βίας, της άρνησης κάθε παραχώρησης στο εργατικό κίνημα (...) η μέθοδος της άρνησης των μεταρρυθμίσεων»22.
«...Η δεύτερη μέθοδος είναι η μέθοδος του "φιλελευθερισμού", των βημάτων προς την πλευρά της ανάπτυξης των πολιτικών δικαιωμάτων, προς την πλευρά των μεταρρυθμίσεων, των παραχωρήσεων κτλ.
Η αστική τάξη περνάει από τη μία μέθοδο στην άλλη όχι εξαιτίας των κακόβουλων προθέσεων ορισμένων προσώπων ή τυχαία, αλλά εξαιτίας της βαθιάς αντιφατικότητας της ίδιας της θέσης της. Μια ομαλή καπιταλιστική κοινωνία δεν μπορεί να αναπτύσσεται με επιτυχία, αν δεν έχει σταθεροποιημένο αντιπροσωπευτικό σύστημα, αν δεν υπάρχουν ορισμένα πολιτικά δικαιώματα για τον πληθυσμό, που δεν μπορεί παρά να τον διακρίνει κάποια σχετικά υψηλή απαιτητικότητα από "πολιτιστική" άποψη (...). Οι ταλαντεύσεις της τακτικής της αστικής τάξης, οι μεταπτώσεις από το σύστημα της βίας στο σύστημα των δήθεν παραχωρήσεων προσιδιάζουν για αυτό το λόγο στην ιστορία όλων των ευρωπαϊκών χωρών...»23.
Ετσι μια στροφή προς τις «παραχωρήσεις», τα πολιτικά δικαιώματα, μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα επικίνδυνη για την υποταγή του επαναστατικού κόμματος στον αστικό μεταρρυθμισμό, να το μετατρέψει σε εξάρτημά του. «Συχνά η αστική τάξη για ορισμένο χρονικό διάστημα πετυχαίνει τους σκοπούς της με την "φιλελεύθερη" πολιτική που είναι (...) "πιο πονηρή" πολιτική. Ενα μέρος των εργατών, ένα μέρος των εκπροσώπων τους κάπου-κάπου ξεγελιέται από τις φαινομενικές παραχωρήσεις»24.
Αντίστοιχα η πολιτική της συστηματικής βίας από την πλευρά της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο και την ιδεολογική και πολιτική του πρωτοπορία, το επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα, ασκεί πίεση για υποταγή στην αστική νομιμότητα, για διάχυση του κόμματος ή αναστολή της λειτουργίας των οργανώσεών του ή ακόμα και διάλυσή του.
Ασφαλώς όλες οι αστικές κυβερνήσεις, σε συνθήκες είτε κοινοβουλευτικές είτε όχι, χρησιμοποιούν πάντοτε ταυτόχρονα όλες τις μεθόδους, που όλες τους έχουν ως ξεχωριστή στόχευση το δυνάμωμα της οπορτουνιστικής πίεσης ή ταλάντευσης.
Η καθεαυτή γνωσιολογική ρίζα του αναθεωρητισμού και του οπορτουνισμού είναι η αδυναμία κατανόησης ότι η ανάπτυξη γίνεται με διαλεκτικό τρόπο, τόσο βαθμιαία όσο και με άλματα, ότι σε κάθε περίπτωση προχωρεί ανάμεσα από αντιθέσεις και μέσω αντιθέσεων, ότι η προχωρητική της πορεία περιλαμβάνει ζιγκ-ζαγκ, προσωρινά πισωγυρίσματα. Κάθε μονομέρεια, κάθε αποστέωση της σκέψης, κάθε μονόπλευρη προσκόλληση αποκλειστικά σε μία πλευρά του ζητήματος μπορεί να προκαλέσει ιδεολογικές συγχύσεις. Ασφαλώς ο μαρξισμός με όπλο την υλιστική διαλεκτική μπορεί να αγκαλιάσει και να κατανοήσει όλο τον πλούτο της ανάπτυξης. Ωστόσο «οι μάζες διδάσκονται από τη ζωή και όχι από τα βιβλία και για αυτό τα μεμονωμένα πρόσωπα ή ομάδες πάντα υπερβάλλουν, ανάγουν σε μονόπλευρη θεωρία, σε μονόπλευρο σύστημα τακτικής πότε το ένα και πότε το άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, πότε το ένα και πότε το άλλο "δίδαγμα" της ανάπτυξης αυτής (...). Οι αναθεωρητές θεωρούν λογοκοπία όλους τους συλλογισμούς σχετικά με τα "άλματα" και με την αντίθεση - από άποψη αρχών - του εργατικού κινήματος προς όλη την παλιά κοινωνία. Παίρνουν τις μεταρρυθμίσεις για μερική πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Ο αναρχοσυνδικαλιστής αποκρούει την "ψιλοδουλειά" (...). Στην πράξη η τελευταία αυτή τακτική καταλήγει στην αναμονή "μεγάλων ημερών", μια και δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσει τις δυνάμεις που δημιουργούν τα μεγάλα γεγονότα. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι φρενάρουν το πιο βασικό, το πιο επείγον ζήτημα: τη συσπείρωση των εργατών σε οργανώσεις μεγάλες, ισχυρές, που να λειτουργούν καλά, και να είναι σε θέση να λειτουργούν καλά κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, σε οργανώσεις διαποτισμένες από το πνεύμα της ταξικής πάλης, που να έχουν σαφή επίγνωση των σκοπών τους και να διαπαιδαγωγούνται με την πραγματική μαρξιστική κοσμοαντίληψη»25.
ΟΙ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΕΝΓΚΕΛΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΟ ΡΕΦΟΡΜΙΣΤΙΚΟ «ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ»
Στην περίοδο που οι Μαρξ και Ενγκελς έγραψαν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», καθώς και μέχρι την Παρισινή Κομμούνα το 1871, δεν μπορούμε να μιλάμε για οπορτουνισμό με τα χαρακτηριστικά που αυτός έχει στον ιμπεριαλισμό.
Ο ιδεολογικός αγώνας των Mαρξ και Ενγκελς από την αρχή συνδέθηκε με την προσπάθειά τους να συμβάλουν στην ωρίμανση του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης σε ανειρήνευτη αντιπαράθεση με τις διάφορες αστικές και μικροαστικές αντιλήψεις για το σοσιαλισμό. Το νεαρό εργατικό κίνημα έκανε τότε τα πρώτα του βήματα και ασφαλώς ήταν κάτω από την πολιτική και ιδεολογική κηδεμονία της αστικής τάξης.
Πολεμώντας όλες αυτές τις τάσεις οι Μαρξ και Ενγκελς αποκάλυψαν τις ταξικές τους ρίζες, άσκησαν κριτική στα βασικά τους δόγματα και απέδειξαν τον ουτοπικό χαρακτήρα των ρεφορμιστικών επιδιώξεων.
Χαρακτηριστική ήταν η διαπάλη των Μαρξ και Ενγκελς με τη μικροαστική ρεφορμιστική σοσιαλιστική θεωρία του Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν26. Ο Προυντόν εξέφραζε τις αυταπάτες της πλατιάς μάζας των μικροϊδιοκτητών, πρώτα και κύρια, των κατεστραμμένων και καταχρεωμένων χωρικών και των σκληρά εργαζόμενων μικροτεχνιτών των πόλεων, θεωρούσε αναγκαίο να μελετήσει μέτρα που σκόπευαν να διατηρήσουν τη μικρή ιδιοκτησία και να δημιουργήσει μια κοινωνία από «ίσους» ιδιωτικούς εμπορευματοπαραγωγούς. Η ουτοπιστική θεωρία του οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατή η κοινωνική επανάσταση με ειρηνικά μέσα, με βάση τη συνεργασία του προλεταριάτου και της αστικής τάξης, γι' αυτό διακήρυσσε την αποχή από κάθε πολιτική πάλη.
Οι Μαρξ και Ενγκελς πολέμησαν επίσης το ρεφορμισμό των βρετανικών συνδικάτων, γνωστών και ως τρέιντ-γιούνιον. Ο τρέιντ-γιουνιονισμός ξεκινούσε με την παραδοχή της μονιμότητας των καπιταλιστικών σχέσεων και επιδίωκε, μέσω μεταρρυθμίσεων, να βελτιώσει τη θέση των οργανωμένων στα συνδικάτα εργατών μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Η δραστηριότητα των τρέιντ-γιουνιονιστών ήταν αγώνας για τη βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης και όχι για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Η τρέιντ-γιουνιονιστική πολιτική ήταν έτσι αστική πολιτική του εργατικού κινήματος και η αυθόρμητη τρέιντ-γιουνιονιστική ιδεολογία ήταν η αστική ιδεολογία.
Ενα από τα πιο σημαντικά εμπόδια στη διάδοση της επιστημονικής επαναστατικής θεωρίας, ιδιαίτερα στο γερμανικό εργατικό κίνημα, ήταν ο λασαλισμός27. Αυτή τη μορφή ρεφορμισμού αντιμετώπισαν οι Μαρξ και Ενγκελς για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1860. Αυτή η τάση αναπτύχθηκε μέσα στο γερμανικό εργατικό κίνημα και συνδέθηκε με τη δραστηριότητα μιας πολιτικής μαζικής οργάνωσης, της Γενικής Ενωσης Γερμανών Εργατών.
Ο Λασάλ απέρριπτε την αναγκαιότητα σοσιαλιστικής επανάστασης και θεωρούσε ότι με το καθολικό δικαίωμα ψήφου θα ήταν δυνατός ένας ειρηνικός μετασχηματισμός του αστικού κράτους. Σημαντικό είναι ότι οι οπαδοί του λασαλισμού παρουσίαζαν την πολιτική τους γραμμή ως καθαρή τακτική.
Ο Μαρξ, στο γράμμα του προς τον Ενγκελς στις 9 Απριλίου του 1863, ειρωνεύομενος τον Λασάλ γράφει: «Αυτός (σ.σ. ο Φερντινάντ Λασάλ) μου έστειλε προχθές την "απαντητική επιστολή του" (...). Λύνει το πρόβλημα της μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου με την "ευκολία παιχνιδιού" (κυριολεκτικά). Δηλαδή οι εργάτες θα πρέπει να προπαγανδίζουν το γενικό δικαίωμα ψήφου και μετά να στέλνουν ανθρώπους σαν και αυτόν, οπλισμένους "με το λαμπρό όπλο της επιστήμης" στη βουλή. Μετά θα φτιάξουν εργοστάσια των εργατών, πράγμα για το οποίο θα προκαταβάλλει το κράτος το κεφάλαιο και αυτά τα ιδρύματα θα απλωθούν σιγά-σιγά σε όλη την χώρα. Αυτό το ζήτημα είναι από κάθε άποψη εκπληκτικά καινούριο...»28.
Οι δεκαετίες ανάμεσα στα 1871-1914 είναι περίοδος όπου αναπτύσσεται το μονοπώλιο, είναι η εποχή της ολοκληρωτικής κυριαρχίας και παρακμής της αστικής τάξης. Ακριβώς σε αυτές τις δεκαετίες διαμορφώθηκε ο τύπος των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Β' Διεθνούς.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια περίοδο που σημαδεύεται από την υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος. Διαμορφώνονται κόμματα στα οποία συνυπάρχουν οι επαναστατικές μαρξιστικές με τις συμβιβαστικές τάσεις.
Σημαντικά ορόσημα σε αυτά τα χρόνια είναι: Το συνέδριο της Γκότα το 1875, όπου πραγματοποιήθηκε μετά από μακροχρόνιες αντιπαραθέσεις και συζητήσεις ένας συμβιβασμός με τη συνένωση των αϊζεναχικών και των λασαλικών για τη δημιουργία του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Γερμανίας (αργότερα σοσιαλδημοκρατικού)29. Η δημιουργία της Β' Διεθνούς το 1889, καθώς και η υιοθέτηση του περίφημου προγράμματος της Ερφούρτης το 189130 από το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το οποίο έγινε στην ουσία πρότυπο για όλη τη Β' Διεθνή.
Η ιστορική εξέλιξη του οπορτουνισμού ως ρεύματος
Ο οπορτουνισμός σε ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό επίπεδο, ως τάση νόθευσης των επαναστατικών χαρακτηριστικών του επαναστατικού εργατικού κινήματος, της μαχόμενης πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης έχει τη ρίζα του στην ίδια την καπιταλιστική εξέλιξη.
Κατά την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο «δεξιός» οπορτουνισμός αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε κυριάρχησε στο σύνολο σχεδόν του επαναστατικού εργατικού κινήματος και οδήγησε τη Β' Διεθνή στην πλήρη και ολοκληρωτική χρεοκοπία. Χρειάστηκε ο απόλυτος ιδεολογικός, πολιτικός και οργανωτικός διαχωρισμός των επαναστατικών δυνάμεων από τις συμβιβασμένες προδοτικές δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, προκειμένου να αναδυθεί το επαναστατικό εργατικό κίνημα με την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική μορφή του κομμουνιστικού κινήματος.
Στο διαχωρισμό ηγήθηκε ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά ο Λένιν.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Σόσιαλ Ντεμοκράτ», αρ. φύλλου 36, στις 9 Ιανουαρίου του 1915, με τίτλο «Και τώρα;...», αναφερόμενος στα καθήκοντα των εργατικών κομμάτων απέναντι στον οπορτουνισμό και το σοσιαλσοβινισμό, διακήρυττε:
«Ο τύπος των σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής της ΙΙ Διεθνούς ήταν: ένα κόμμα που ανεχόταν στις γραμμές του τον οπορτουνισμό, έναν οπορτουνισμό που συσσωρευόταν ολοένα και περισσότερο στις δεκαετίες της "ειρηνικής" περιόδου, που όμως διατηρούνταν μυστικός, προσαρμοζόταν στους επαναστάτες εργάτες, δανειζόταν από αυτούς τη μαρξιστική ορολογία και απόφευγε κάθε σαφή διαχωρισμό αρχών. Ο τύπος αυτός έφαγε το ψωμί του. Αν ο πόλεμος τελειώσει το 1915, θα βρεθούν άραγε ανάμεσα στους μυαλωμένους σοσιαλιστές άνθρωποι που θα θελήσουν το 1916 να ξαναρχίσουν την ανασυγκρότηση των εργατικών κομμάτων μαζί με τους οπορτουνιστές, ξέροντας από πείρα ότι στην επόμενη κρίση - οποιουδήποτε είδους και αν είναι - όλοι τους αυτοί (και μαζί τους και όλοι οι άνθρωποι που τα έχουν χαμένα) θα ταχθούν με το μέρος της αστικής τάξης, που οπωσδήποτε θα βρει κάποιο πρόσχημα για να απαγορέψει να γίνει λόγος για ταξικό μίσος και ταξική πάλη;»31.
Οπως ανέλυσε ο Λένιν, ο οπορτουνισμός είναι κοινωνικό προϊόν μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής, είναι προϊόν της σχετικά «ειρηνικής» περιόδου του 1871-1914 στην εξέλιξη του εργατικού κινήματος και όχι κάτι τυχαίο, ένα σφάλμα, αστοχία, προδοσία ορισμένων ατόμων32.
Ο Λένιν αναφέρεται στο πώς αυτή η εποχή έμαθε στην εργατική τάξη να χρησιμοποιεί σπουδαία μέσα πάλης, όπως ο κοινοβουλευτισμός και οι άλλες νόμιμες δυνατότητες, η ίδρυση μαζικών οικονομικών και πολιτικών οργανώσεων, ο εργατικός Τύπος σε πλατιά κλίμακα και άλλα.
Ταυτόχρονα, ανέδειξε ότι αυτή η εποχή γέννησε και την τάση για άρνηση της ταξικής πάλης, ως πάλης για την εξουσία, την άρνηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, τη γενική άρνηση των παράνομων οργανώσεων, την προπαγάνδιση της «κοινωνικής ειρήνης» και την αναγνώριση του αστικού πατριωτισμού.
Στις Θέσεις του 2ου Συνεδρίου της ΚΔ, στη διαμόρφωση των οποίων συνέβαλε καθοριστικά ο Λένιν, γίνεται η εξής εκτίμηση για αυτή τη μακρά περίοδο: «Από αυτό προέρχονται η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων προς την νομοθετική δράση των αστικών κοινοβουλίων, η διαρκώς αυξανόμενη σημασία του αγώνα για εισαγωγή μεταρρυθμίσεων μέσα στο περιθώριο του καπιταλισμού, η επικράτηση του λεγόμενου "μίνιμουμ" προγράμματος των σοσιαλιστικών κομμάτων και η χρησιμοποίηση ενός "μάξιμουμ" προγράμματος που απέβλεπε σε έναν απομακρυσμένο "τελικό σκοπό". Πάνω σε αυτή τη βάση αναπτύχθηκαν έπειτα τα συμπτώματα του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού, της διαφθοράς, της φανερής ή κρυφής προδοσίας των πιο στοιχειωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης»33.
Στις συνθήκες του πολέμου του 1914 - 1915, «μιας τόσο μεγάλης καμπής της ιστορίας», ο Λένιν θέτει επιτακτικά ότι «η στάση απέναντι στον οπορτουνισμό δεν μπορεί να μείνει η παλιά»34.
Καθοριστικό στοιχείο ήταν η στάση της οπορτουνιστικής σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στον πόλεμο, απέναντι στην αστική τάξη της χώρας της. Ο Λένιν υποστήριζε ότι στις συνθήκες της κρίσης (οικονομικής και πολιτικής κρίσης που έφερε ο πόλεμος) τα εργατικά κόμματα - η τότε σοσιαλδημοκρατία - όφειλαν να περάσουν στην παράνομη δουλειά, να επωφεληθούν από την κρίση και τις ψυχικές διαθέσεις των εργατών, για να «ξεσηκώσουν το λαό και να επιταχύνουν την κατάρρευση του καπιταλισμού»35.
Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο τροχός της ιστορίας δεν μπορεί να γυρίσει προς τα πίσω, ούτε να σταματήσει μπορεί και πρέπει να τραβάει κανείς άφοβα μπροστά, από τις προπαρασκευαστικές νόμιμες, αιχμάλωτες στον οπορτουνισμό oργανώσεις της εργατικής τάξης στις επαναστατικές οργανώσεις του προλεταριάτου, που ξέρουν να μην περιορίζονται στη νομιμότητα και είναι ικανές να εξασφαλίσουν τον εαυτό τους από την οπορτουνιστική προδοσία, στις οργανώσεις του προλεταριάτου που ορθώνεται "στον αγώνα για την εξουσία", στον αγώνα για την ανατροπή της αστικής τάξης»36.
Η πολεμική απέναντι στη συγκροτημένη και προδοτική σοσιαλδημοκρατία (Β' Διεθνής) εκ μέρους του κομμουνιστικού κινήματος (Γ' Διεθνής) υπήρξε έντονη σε όλη τη δεκαετία του 1920. Τη δεκαετία του 1930, τα κομμουνιστικά κόμματα ακολούθησαν τη γραμμή της συγκρότησης αντιφασιστικών μετώπων, την οποία επεξεργάστηκε και πρόβαλε ενιαία η Κομμουνιστική Διεθνής (Γ' Διεθνής) στο 7ο Συνέδριό της (25 Ιουλίου έως 21 Αυγούστου 1935). Κάθε ΚΚ, πρωτοστατώντας στην πάλη στη δική του χώρα, υπεράσπιζε ταυτόχρονα τη Σοβιετική Ενωση, τη νέα σοσιαλιστική κοινωνία, που είχε γίνει φάρος και ελπίδα όλων των λαών.
Στα μέσα του πολέμου (1943) η Κομμουνιστική Διεθνής αποφάσισε την αυτοδιάλυσή της.
Αρνητική εξέλιξη για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ήταν η έλλειψη κέντρου συντονισμένης επεξεργασίας της επαναστατικής στρατηγικής για τη μετατροπή του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή στην ξένη κατοχή σε αγώνα για την εξουσία, ως ενιαίο καθήκον που αφορούσε το κάθε ΚΚ στις συνθήκες της δικής του χώρας.
Ανεξάρτητα από τις αιτίες που οδήγησαν στη διάλυση της ΚΔ, είναι αντικειμενική η ανάγκη το κομμουνιστικό κίνημα σε διεθνές επίπεδο να διαμορφώνει ενιαία επαναστατική στρατηγική, να σχεδιάζει και να συντονίζει τη δράση του.
Η όλη εξέλιξη έδειξε ότι στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας και με την άμεση διεθνιστική στήριξη των λαϊκών κινημάτων από τον Κόκκινο Στρατό. Ωστόσο, στην καπιταλιστική δύση τα ΚΚ δεν κατόρθωσαν να διαμορφώσουν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Βρέθηκαν αδύναμοι απέναντι στην ευελιξία της αστικής τάξης της χώρας τους να διαμορφώνει συμμαχίες υπεράσπισης της εξουσίας της και να αναδιατάσσει έγκαιρα τις διεθνείς συμμαχίες της.
Μεταπολεμικά, το κομμουνιστικό κίνημα είχε να αντιμετωπίσει μια νέα κατάσταση.
Η ΕΣΣΔ βρέθηκε μπροστά σε νέες συνθήκες, σε νέες δυσκολίες της ταξικής πάλης εσωτερικά και διεθνώς, σε νέες ιδεολογικές και πολιτικές προκλήσεις. Ο υποκειμενικός παράγοντας, πρώτα από όλα τα κομματικά και επομένως και τα κυβερνητικά στελέχη, λόγω και των μεγάλων απωλειών που είχε υποστεί το κόμμα στον πόλεμο, βρέθηκε πιο ευάλωτος στις νέες δυσκολίες της ταξικής πάλης, στις νέες απαιτήσεις του επαναστατικού κινήματος για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η ιμπεριαλιστική στρατηγική του «ψυχρού» πολέμου υπό την απειλή ενός πυρηνικού πλήγματος κατά της ΕΣΣΔ, η όξυνση της ταξικής πάλης στις νέες σύμμαχες δυνάμεις της ΕΣΣΔ, η ευέλικτη στάση του ιμπεριαλισμού απέναντί τους με στόχο τη διάσπαση της συνοχής της σοσιαλιστικής κοινότητας, οι οπορτουνιστικές στρατηγικές παρεκκλίσεις των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη και όχι μόνο, επέδρασαν στη δεξιά οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ.
Ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950 η ΕΣΣΔ χρειαζόταν διεθνείς συμμαχίες, τη στήριξη του κομμουνιστικού κινήματος της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ. Σταδιακά αμβλύνθηκε το μέτωπο του ΚΚΣΕ απέναντι σε οπορτουνιστικές εκτιμήσεις και στρατηγικές επιλογές αυτού του ποσοτικά ισχυρού τμήματος του κομμουνιστικού κινήματος.
Στη στρατηγική των κομμουνιστικών κομμάτων, που δρούσαν στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, επικράτησε η γραμμή της μεταρρύθμισης, της διεκδίκησης συμμετοχής στη διακυβέρνηση χωρίς να προηγηθεί η επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας. Επικράτησε η γραμμή της αξιοποίησης του αστικού κοινοβουλίου για την ανάδειξη κυβερνήσεων αντιμονοπωλιακών, δημοκρατικών, στις οποίες θα συμμετείχαν και τα κομμουνιστικά κόμματα. Διαμορφώθηκαν κοινά προγράμματα κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων. Η κλασική σοσιαλδημοκρατία εξελίχθηκε σε εναλλακτικό διαχειριστή του συστήματος, σε αρκετές περιπτώσεις και με τη στήριξη των κομμουνιστικών κομμάτων. Αμβλύνθηκε περαιτέρω το μέτωπο απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία. Ο νέος συμβιβασμός αιτιολόγησε τις παρεκκλίσεις του στο όνομα των ευρωπαϊκών και εθνικών ιδιομορφιών, επονομάστηκε «ευρωκομμουνισμός».
Στις επόμενες δεκαετίες ισχυροποιήθηκε περισσότερο η οπορτουνιστική τάση: Η αναθεώρηση και αναίρεση θεμελιακών θέσεων της κομμουνιστικής ιδεολογίας και επαναστατικής στρατηγικής.
Ο «ευρωκομμουνιστικός» οπορτουνισμός, με θέσεις όπως η αποδοχή της ΕΟΚ, επέδρασε αποπροσανατολιστικά, συμβιβαστικά και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στήριξε τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας στο όνομα της υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο ότι το όπλο της απεργίας κατά πολύ αποδυναμώθηκε τη δεκαετία του 1980.
Για τις αστικές τάξεις, σχεδόν ανώδυνα πέρασαν οι συνθήκες της οικονομικής κρίσης των αρχών της δεκαετίας του 1970. Η έλλειψη συνεπούς επαναστατικής στρατηγικής, τρέχουσας πολιτικής και ανάλογης δράσης μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, άφησε περιθώρια για την ενίσχυση του «αριστερού» οπορτουνισμού. Στη νεολαία, στα πιο περιθωριοποιημένα και απαξιωμένα τμήματα της εργατικής τάξης, στα προλεταριοποιημένα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, των κατεστραμμένων αυτοαπασχολούμενων, βρήκαν πρόσφορο έδαφος απόψεις και δράσεις υπέρ του «αυθόρμητου», του τροτσκιστικού φραξιονισμού, της «αριστερής» αιτιολόγησης της αποδοχής της ιμπεριαλιστικής ΕΟΚ, στο όνομα του «υπεριμπεριαλιστικού» σταδίου του καπιταλισμού, των πολυεθνικών και επομένως του περάσματος της ταξικής πάλης από το εθνικό στο περιφερειακό επίπεδο. Αλλες «αριστερές» αντιδράσεις απέναντι στο σοβιετικό και ευρωπαϊκό οπορτουνισμό επενδύθηκαν στη μορφή του μαοϊκού ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος που αναπτύχθηκε στο ΚΚ Κίνας. Το μαοϊκό ρεύμα δε δικαιώνεται εξαιτίας ορισμένης κριτικής που έκανε στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η συνολική του γραμμή κρίνεται αρνητικά ως συνολική στάση απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, με το χαρακτηρισμό της ως σοσιαλιμπεριαλιστικής, με την προσέγγιση με τις ΗΠΑ, αλλά και με την ασυνέπεια στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (π.χ. αναγνώριση της εθνικής αστικής τάξης ως σύμμαχου στην οικοδόμηση). Τα κομμουνιστικά κόμματα στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης βαθμιαία απώλεσαν τα επαναστατικά τους χαρακτηριστικά στο επίπεδο της θεωρίας, της πολιτικής, της σχέσης με την εργατική τάξη. Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα διασπάστηκε, δεν μπόρεσε να αξιολογήσει και επομένως να επεξεργαστεί σωστή γραμμή αντιμετώπισης της ευέλικτης στρατηγικής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού που διάβρωνε και βάθαινε τη ρήξη μεταξύ ΚΚΣΕ και ΚΚ Κίνας.
Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία η νέα φάση μετατροπής του δεξιού οπορτουνισμού σε ανοικτή αντεπαναστατική προδοσία, στη δεκαετία του 1980, με το 27ο (1986) και το 28ο (1989) Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Στη συνέχεια, η αντεπαναστατική ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη σήμανε μια σκληρή ήττα και υποχώρηση των κομμουνιστικών δυνάμεων. Εδωσε νέα δυναμική στη διείσδυση της αστικής ιδεολογίας στις γραμμές του πολιτικού εργατικού κινήματος. Η τάση συμβιβασμού και ενσωμάτωσης πήρε νέα μορφή και βάθος. Οδήγησε σε βαθιά κρίση όλα τα κομμουνιστικά κόμματα και σε ορισμένες περιπτώσεις στην αυτοδιάλυσή τους.
Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΩΡΙΜΑΝΣΗΣ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ
Ο οπορτουνισμός δεν εμφανίζεται από την αρχή ως συγκροτημένο ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα.
Η ιστορία του 20ού αιώνα έδειξε ότι ο οπορτουνισμός μπορεί να εκφράζεται και μέσα στις γραμμές του ΚΚ.
Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι εκδηλώνεται υπόγεια στην αρχή μέσα από διάφορους δρόμους και συνήθως αξιοποιώντας αντικειμενικά προβλήματα στην ανάπτυξη της πάλης του εργατικού κινήματος.
Η άμβλυνση των αρχών, της λειτουργίας του κόμματος, αποτελεί το έδαφος για τη σταδιακή διολίσθηση σε οπορτουνιστικές θέσεις.
Εκδηλώνεται πάνω σε καμπές που οι εξελίξεις, οι ανάγκες απαιτούν προσαρμογή της τακτικής του κινήματος στις σύγχρονες συνθήκες.
Εκφράζει είτε μια τάση υποτίμησης των δυσκολιών, υπερεκτίμησης επιτυχιών, υποτίμησης της συνθετότητας και του μακρόχρονου της πάλης ή το αντίθετο, τάση απογοήτευσης, συμβιβασμού με τις δυσκολίες, απολυτοποίηση των αποτυχιών, παραίτησης από την επαναστατική πάλη.
Ο οπορτουνισμός έτσι εξελίσσεται και ωριμάζει. Μπορεί στην αρχή να γίνει ένα λάθος τακτικής ή ένα ακόμα σοβαρότερο λάθος αρχών, το οποίο σε μια πορεία να μετατραπεί σε παρέκκλιση και τελικά να ολοκληρωθεί σε πολιτικό ρεύμα, σε συνολική κατεύθυνση.
Ο οπορτουνισμός στη διαδικασία διαμόρφωσης και ωρίμανσής του μέσα στο ΚΚ ή στο κίνημα χρησιμοποιεί επαναστατικές διακηρύξεις και συγκαλύπτει τις διαφωνίες αρχών με δήθεν διαφωνίες τακτικής στο όνομα της επανάστασης. Μπορεί να εμφανίζεται: Με υποταγή στο συσχετισμό δύναμης στο όνομα της τακτικής. Με την απόσπαση ή την ταύτιση στρατηγικής - τακτικής. Με την αποσύνδεση επιμέρους στόχων από τη στρατηγική.
Πολλές φορές ευθύνη για την εκδήλωση και επιβολή του οπορτουνισμού έχουν οι τάσεις συμβιβασμού, συμφιλίωσης μαζί του. Η αδιάλλακτη, ανειρήνευτη πάλη κατά του οπορτουνισμού είναι όρος για να μπορεί ένα ΚΚ να προωθεί τη στρατηγική του, να σφραγίζει το ρόλο του ως ιδεολογικής και πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης.
Για την αντιμετώπιση του οπορτουνισμού είναι απαραίτητη η ικανότητα του κόμματος να υποτάσσει όλη τη δράση του στη στρατηγική του.
Να υπάρχει ετοιμότητα για θεωρητική ερμηνεία εξελίξεων, νέων στοιχείων από την πλευρά της ιδεολογικής υπεράσπισης θεωρητικών αρχών.
Να γίνεται θεωρητική επεξεργασία των συμπερασμάτων από την πολιτική δράση και λειτουργία του κόμματος.
Να φροντίζεται το διαρκές ανέβασμα του γενικού ιδεολογικοπολιτικού επιπέδου του Κόμματος, της σχέσης του κομματικού δυναμικού με τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία.
Να διασφαλίζεται η σχέση του κόμματος με την εργατική τάξη. Να διασφαλίζεται η κατάλληλη κοινωνική σύνθεση του κόμματος καθώς και η ταξική αντίληψη στην ερμηνεία των φαινομένων.
Να υπερασπίζεται το κόμμα την αυτοτέλειά του σε περίπτωση συμμαχιών, να συνειδητοποιείται ότι η πάλη διεξάγεται και στο πλαίσιο της συμμαχίας.
Να υπάρχει σωστή σχέση πρωτοπορίας με τις μάζες: Ούτε υποταγή στη συνείδηση των μαζών ούτε ξέκομμα από αυτές.
Να διασφαλίζονται οι αρχές λειτουργίας του κόμματος, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, η κριτική και αυτοκριτική, η συλλογικότητα.
(Το άρθρο βασίζεται σε κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ).
Σημειώσεις:
1. Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 12.
2. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 6, σελ. 7-9.
3. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 111.
4. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 98-99.
5. Β. Ι. Λένιν: «Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 10.
-- Θεωρητικά ζητήματα της σοσιαλιστικής επανάστασης για τη δικτατορία του προλεταριάτου
6. Τις ταλαντεύσεις του Κάουτσκι ενάντια στον Μπερνστάιν, από το 1900 ήδη, τις έχει εξετάσει ο Λένιν στην εργασία του «Κράτος και Επανάσταση» και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 6, παράγραφος 2, «Η πολεμική του Κάουτσκι κατά των οπορτουνιστών», Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 33, σελ. 104.
7. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 37, σελ. 238.
8. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 127-128.
9. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 129.
10. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 130.
11. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ. 4.
12. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. III, σελ. 550-551.
13. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 30, σελ. 163.
14. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 30, σελ. 168.
15. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 14-15.
16. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 259.
17. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 234.
18. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 30, σελ. 170.
19. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 30, σελ. 170.
20. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 413. Πιο αναλυτικά για «εργατική αριστοκρατία» καθώς και για σύγχρονες τάσεις, δες άρθρο του Μ. Παπαδόπουλου: «Η κοινωνική ρίζα του οπορτουνισμού: "Εργατική αριστοκρατία", διάσπαση της εργατικής ενότητας», ΚΟΜΕΠ τ. 1/2008.
21. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 20, σελ. 66.
22. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 20, σελ. 70.
23. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 20, σελ. 70-71.
24. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 20, σελ. 72.
25. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 20, σελ. 69-70.
26. Πιερ-Ζόζεφ Προυντόν (1809-1865): Γάλλος μικροαστός δημοσιολόγος, οικονομολόγος και φιλόσοφος, ιδεολόγος του αναρχισμού.
27. Ορος που προέρχεται από τον Φερντινάντ Λασάλ (1825-1864), Γερμανό σοσιαλιστή, δημοσιογράφο και δικηγόρο.
28. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 235.
29. Οι αϊζεναχικοί θεωρούνταν ως η πιο επαναστατική πτέρυγα του σοσιαλιστικού κινήματος στη Γερμανία σε αντίθεση με τους λασαλικούς. Ο Μαρξ επέκρινε αμείλικτα τη συμφωνία της Γκότα, που ήταν το πρώτο παράδειγμα, που έδειχνε την τάση των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών να αποσιωπήσουν τα κύρια προβλήματα εν ονόματι της ενότητας του κόμματος. Για περισσότερα δες Κ. Μαρξ: «Η κριτική του προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
30. Το πρόγραμμα αυτό γράφτηκε από τον Κ. Κάουτσκι. Αν και ήταν γεμάτο από περισπούδαστες αναλώσεις, προσπερνούσε ή αγνοούσε τελείως το βασικό ζήτημα, δηλαδή τη δικτατορία του προλεταριάτου και την επανάσταση. Η κριτική του Ενγκελς στο πρόγραμμα της Ερφούρτης αποκρύφτηκε και δημοσιεύτηκε μετά από 10 χρόνια. Για περισσότερα δες Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
31. Β.Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 112 - 113.
32. «Υπήρξε μια εποχή του σχετικά "ειρηνικού" καπιταλισμού, όταν νίκησε πέρα για πέρα τη φεουδαρχία στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης και μπορούσε να αναπτύσσεται - σχετικά - πιο ήρεμα και ομαλά επεκτεινόμενος "ειρηνικά" σε τεράστιες περιοχές εδαφών, που δεν είχαν ακόμα καταληφθεί και χωρών που δεν είχαν ακόμη τραβηχτεί οριστικά στη δίνη του καπιταλισμού. Φυσικά, και σε αυτήν την εποχή που τοποθετείται πάνω κάτω στα χρόνια 1871-1914, ο "ειρηνικός" καπιταλισμός δημιουργούσε όρους ζωής που και με τη στρατιωτική και τη γενική ταξική έννοια απέχουν πολύ, πάρα πολύ από την πραγματική "ειρήνη". Για τα 9/10 του πληθυσμού των προηγμένων χωρών, για τις εκατοντάδες εκατομμύρια του πληθυσμού των αποικιών και των καθυστερημένων χωρών, η εποχή αυτή δεν ήταν "ειρήνη", αλλά καταπίεση, μαρτύρια, φρίκη, που ήταν ίσως τόσο πιο φρικιαστική, γιατί φαινόταν σαν "φρίκη δίχως τέλος". Η εποχή αυτή πέρασε ανεπίστρεπτα, την αντικατέστησε μια εποχή σχετικά πολύ πιο ορμητική, αλματική, καταστροφική, γεμάτη συγκρούσεις, όπου χαρακτηριστικό για τη μάζα του πληθυσμού γίνεται όχι τόσο "η φρίκη δίχως τέλος", αλλά "το φριχτό τέλος"». Β.Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 95.
Η περίοδος αυτή, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από την απουσία ιμπεριαλιστικών πολέμων και προλεταριακών επαναστάσεων. Η νέα εποχή, που τη διαδέχεται, είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού, του μονοπωλιακού καπιταλισμού, είναι εποχή οξύτατων αντιθέσεων, η εποχή των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των προλεταριακών επαναστάσεων, «η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης», όπως τη χαρακτηρίζει ο Λένιν. (Πιο αναλυτικά για την περιοδολόγηση του καπιταλισμού δες διάλεξη ΙΕ της ΚΕ στην ΚΟΜΕΠ, τ. 4/2008).
33. «Η Κομμουνιστική Διεθνής», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 110.
34. Β.Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 259.
35. Β.Ι. Λένιν: «Απαντα» εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 219.
36. Β.Ι. Λένιν: «Απαντα» εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 259 - 260.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου