Σελίδες

2 Ιουν 2013

ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΦΑΣΙΣΜΟΣ: Τα δύο άκρα της εξουσίας του κεφαλαίου


Αντιφασιστικό μένος έχει κατακυριεύσει τις ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ (από κοντά και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο πανταχού ψαρεύων) με αφορμή τη συζήτηση που έχει ξεσπάσει τον τελευταίο καιρό για το περιβόητο «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο», όπως το ονομάτισαν προτού το δούμε. Με αντιχρυσαυγίτικες φωνασκίες συνεχίζει να πορεύεται και η ΝΔ, ανεξάρτητα από την άρνησή της να δεχτεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, για λόγους ψηφοθηρικούς (για να μη χάνει προς τη Χρυσή Αυγή). Εξάλλου και ο πόνος των άλλων κομμάτων του «συνταγματικού τόξου» μήπως δεν είναι ο ίδιος; Μήπως δεν έχουν την ίδια στρατηγική με τη ΝΔ; Απλώς η ΝΔ δε χρησιμοποιεί τη λέξη σοσιαλισμός, όπως κάνουν τα τρία άλλα κόμματα. Είναι ατόφια ταξική και στη φρασεολογία. Απ' αυτή την άποψη έρχονται στο νου τα παρακάτω λόγια:

«Οταν ακούω να λένε ότι ο Ελληνας πολιτικός κ. Πόπουλος βρίσκεται λίγο προς τ' αριστερά του κ. Σκοπόπουλου, δεν καταλαβαίνω τι εννοούν. Δεν καταλαβαίνω τουλάχιστον περισσότερο απ' όσο θα καταλάβαινε κάποιος που ζει στο φεγγάρι»1.
Τελικά, φαίνεται ότι μέσα στην ίδια ιστορική εποχή η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Κρίνοντας από τα σχετικά «αντιρατσιστικά» (διάβαζε αντικομμουνιστικά) πεπραγμένα στην ΕΕ, αλλά και από όσα αιχμηρά έχουν γραφτεί για το περιεχόμενο του «αντιρατσιστικού νομοσχεδίου», αν ανατρέξουμε στη Δανία του 1934, τότε που στη διακυβέρνηση βρισκόταν ο συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών και Ριζοσπαστών (έτσι αυτοονομάζονταν). Τότε, λοιπόν, αυτή η κυβέρνηση ψήφισε ένα νόμο για τη δίωξη των λεγόμενων παραστρατιωτικών οργανώσεων. Αλλά η διατύπωση του νόμου ήταν τέτοια, που δε φαινόταν (λένε) καθαρά ότι στρεφόταν εναντίον του φασισμού! Και το αποτέλεσμα ήταν, αντί για τις «παραστρατιωτικές οργανώσεις», να διώκονται οι κομμουνιστές... Αυτό είναι μόνον ένα απ' τα πολλά παραδείγματα που μπορεί να αναφερθούν.
Οπωσδήποτε δεν θα ήταν δίκαιο, αν κάποιος παραγνώριζε τις διαφορές που έχουν τα κόμματα αυτά, που είναι και διαφορές ιστορικής προέλευσης, μορφών διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και διαφορές μεθόδων ενσωμάτωσης εργατικών και λαϊκών μαζών στο σύστημα.

Δεν θα ήταν επίσης αντικειμενικό αν παραγνώριζε την προσήλωση αυτών των κομμάτων στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και την αντίθεσή τους με κόμματα όπως η φασιστική Χρυσή Αυγή. Ο τέως Πρόεδρος της Γαλλίας Φρ. Μιτεράν ενίσχυε το κόμμα του Λεπέν πολιτικά και οικονομικά, προκειμένου αυτό να αποσπά ψηφοφόρους από τον αντίπαλό του Σιράκ, ωστόσο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εχθρός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα, τα κοινοβουλευτικά κόμματα, ακριβώς επειδή δεν είναι δυνατό να ξεριζώσουν το τέρας του φασισμού αφού αυτό ξεριζώνεται οριστικά και αμετάκλητα μόνο σε συνθήκες εργατικής εξουσίας και επειδή στον καπιταλισμό το κουμάντο το έχουν τα μονοπώλια και οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί, γι' αυτό και ιδιαίτερα σε συνθήκες ανόδου του φασισμού παίζουν το ρόλο είτε του παθητικού θεατή είτε του μεσοβέζικου αντίπαλου είτε και του συνεργού. Πάνω απ' όλα τα συμφέροντα του κεφαλαίου και ο φόβος τους μπροστά στο επαναστατικό κίνημα. Η ευρωπαϊκή εμπειρία (και όχι μόνο αυτή) στα χρόνια του Μεσοπολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το έχει αποδείξει. Κυρίως έχει αποκαλύψει τι κούφια λόγια ήταν και είναι οι σοσιαλισμοί των Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων, που συγκροτούν μέχρι στιγμής τον ένα βασικό πυλώνα του αστικού πολιτικού συστήματος, φτάνοντας μέχρι και σε συνεργασίες με το φασισμό εναντίον των λαών. Υπάρχουν πολλά ράμματα για τη γούνα της σοσιαλδημοκρατίας.

Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας και η επανάσταση του 1918
Η προδοσία της εργατικής τάξης από τα κόμματα της Β΄ Διεθνούς, που είχε εκφραστεί με τερατώδη τρόπο στον Α΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο (1914 - 1918), ήταν φυσικό να συνεχιστεί και ύστερα απ' αυτόν. Από τα πιο κλασικά παραδείγματα αποτελεί η αντεπαναστατική στάση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, όταν σ' αυτή τη χώρα το Νοέμβρη του 1918 ξέσπασε η προλεταριακή επανάσταση. Δηλαδή, αποδείχθηκε με άλλη μορφή, ότι με το σύνθημα στον πόλεμο, «υπεράσπιση της πατρίδας», ο στόχος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς ήταν η υπεράσπιση της αστικής τάξης και ότι ο πόλεμος γινόταν για το μοίρασμα των αγορών. Αυτές είναι η πατρίδα της αστικής τάξης, αυτές είναι η πατρίδα και της σοσιαλδημοκρατίας. Μόλις οι Γερμανοί εργάτες πήραν τα όπλα μετά από τον πόλεμο, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Γερμανίας επιτέθηκε σαν λυσσασμένο σκυλί και με όλα τα μέσα για να τσακίσει την εξέγερση.
Πέρα από τις δολοφονίες εργατών, τις συλλήψεις και το όργιο τρομοκρατίας, πέρα από την προπαγάνδα ότι η Γερμανία θα γίνει οπωσδήποτε σοσιαλιστική, όμως αυτό θα γίνει στο μέλλον, γιατί δεν υπήρχαν ακόμα γερά θεμέλια για το σοσιαλισμό (!), η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Εμπερτ χρησιμοποίησε και το εξής μέσον: Επειδή δεν τολμούσε να πάει ανοιχτά κόντρα στην ύπαρξη Σοβιέτ που είχαν δημιουργηθεί, επιδίωξε να τα αποσυνθέσει από τα μέσα. Χρησιμοποίησε γι' αυτό και την επιρροή που συνέχιζε να έχει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα σε μάζες εργατών, οι οποίες διατηρούσαν στη μνήμη την παλιά δράση της Β΄ Διεθνούς και δεν είχαν συνειδητοποιήσει τον προδοτικό ρόλο της στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τις συγκινούσε το ιμπεριαλιστικό σύνθημα «υπεράσπισης της πατρίδας». Δεν είχαν ωριμάσει τόσο ώστε να αποφασίσουν στον πόλεμο να ξεμπερδέψουν πρώτα με «τα ντόπια θεριά τους» (Κώστας Βάρναλης), αλλά στρέφονταν ενάντια στα αντίπαλα κράτη, που κι αυτά με τη σειρά τους στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας» έστελναν στο σφαγείο τους εργάτες των χωρών τους.
Ετσι, στο Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ (16 - 21 Δεκέμβρη 1918) οι σοσιαλδημοκράτες έπεισαν πως η σοσιαλιστική επανάσταση έχει τελειώσει και πως από εδώ και πέρα η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού περνούσε στα χέρια της εθνοσυνέλευσης που θα προέκυπτε με εκλογές. Μ' αυτόν τον τρόπο τα Σοβιέτ υπάγονταν στον έλεγχο της αστικής κοινοβουλευτικής δικτατορίας, γεγονός που τα αποσυνέθετε, τα δυσφήμιζε στις επαναστατημένες λαϊκές μάζες και τα οδηγούσε σε πλήρη εξευτελισμό. Βεβαίως, αυτός ο ελιγμός, για να είναι πιο πειστικός, συνοδεύτηκε από αόριστες διακηρύξεις για κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας και άλλες υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα.
Τελικά, με επικεφαλής τους δήμιους σοσιαλδημοκράτες Εμπερτ - Σάιντεμαν - Νόσκε, η επανάσταση στη Γερμανία νικήθηκε και ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκαν. Αρχιζε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης...

Ανοδος του Χίτλερ στην εξουσία
Οσο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης επέζησε, στη διακυβέρνηση εναλλάσσονταν το Σοσιαλδημοκρατικό και άλλα αστικά κόμματα.
Το 1932, το ΚΚ Γερμανίας πρότεινε στην ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και στα συνδικάτα όπου η σοσιαλδημοκρατία πλειοψηφούσε, την κήρυξη γενικής απεργίας ενάντια στον Χίτλερ και το κόμμα του που επέλαυναν προς την εξουσία. Οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν και υποστήριξαν ότι κάτι τέτοιο θ' αποτελούσε πρόκληση. Δήλωσαν ακόμα ότι αυτοί θα δρουν νόμιμα... Και όταν οι χιτλερικοί κατέλαβαν την εξουσία το 1933, πάλι το ΚΚ Γερμανίας πρότεινε την πραγματοποίηση εργατικών κινητοποιήσεων με συνθήματα: «Να κλείσουν τα εργοστάσια», «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!»2. Ομως και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε, με την πρόφαση ότι ο Χίτλερ πήρε την εξουσία νόμιμα και ότι το προλεταριάτο δεν πρέπει «να σπαταλήσει πρόωρα το μπαρούτι της γενικής απεργίας»!3

Υπέρ του Φράνκο στην Ισπανία και πλάτες στον Χίτλερ
Στην Ισπανία είχε σχηματιστεί κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών που έγιναν στις 16 Φλεβάρη 1936. Στο μεταξύ είχε εκδηλωθεί στρατιωτικό κίνημα υπό το φασίστα στρατηγό Φράνκο, που ενισχυόταν αφειδώς από τη Γερμανία του Χίτλερ και την Ιταλία του Μουσολίνι.
Κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου είχε συγκροτηθεί εκείνο το διάστημα και στη Γαλλία, με πρωθυπουργό το σοσιαλδημοκράτη Λέοντα Μπλουμ.
Ενώ από την πρώτη ματιά θα περίμενε κανείς ότι η μία κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου θα στεκόταν αλληλέγγυα στην άλλη κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου που δοκιμαζόταν (ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία είχε αρχίσει), συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η μία κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου (της Γαλλίας) στράφηκε εναντίον της ισπανικής. Η κυβέρνηση Λέοντα Μπλουμ απαγόρευσε τις αποστολές όπλων στην Ισπανία: «Απ' τις πρώτες κιόλας μέρες, η κυβέρνηση Λεόν Μπλουμ ακύρωσε την εμπορική συμφωνία που έδινε το δικαίωμα στην Ισπανία να αγοράζει όπλα απ' τη Γαλλία»4.
Και πέρα απ' αυτό, ύστερα από συνεννόηση με τη Βρετανία, πρότεινε σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη να ακολουθήσουν αυστηρά την πολιτική της «μη επέμβασης» στα εσωτερικά της Ισπανίας. Στο μεταξύ, η Γερμανία και η Ιταλία συνέχιζαν και ενίσχυαν την πολεμική και οικονομική βοήθεια στον Φράνκο για να συντριβεί ο Δημοκρατικός Στρατός Ισπανίας. Σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μόνο η Ιταλία ενίσχυσε οικονομικά τον Φράνκο με 14 δισεκατομμύρια λιρέτες, δίχως να υπολογίζεται η αξία χιλίων αεροπλάνων. Εστειλε ακόμα δύο χιλιάδες πυροβόλα, δέκα χιλιάδες αυτόματα όπλα, 240 χιλιάδες τουφέκια, 324 εκατομμύρια φυσίγγια, 8 εκατομμύρια βλήματα πυροβολικού, 12 χιλιάδες αυτοκίνητα, 700 άρματα μάχης, 17 χιλιάδες τόνους αεροπορικές βόμβες, 2 υποβρύχια και 4 αντιτορπιλικά. Στο πλευρό του Φράνκο μάχονταν 150 χιλιάδες Ιταλοί και 50 χιλιάδες Γερμανοί5.
Στις 12 Μάρτη 1938 η Γερμανία κατέκτησε ολόκληρη την Αυστρία. Η σοβιετική κυβέρνηση ζήτησε να συγκληθεί διεθνής διάσκεψη, υπογραμμίζοντας ότι μετά από την Αυστρία έρχεται η σειρά της Τσεχοσλοβακίας. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έδωσε ούτε απάντηση στη σοβιετική πρόταση, ενώ η κυβέρνηση της Αγγλίας την απέρριψε. Το ίδιο έκανε και η κυβέρνηση Μπλουμ.
Ας σημειωθεί εδώ ότι και η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Αυστρίας σιγοντάριζε την «ένωση» με τη Γερμανία, αφού από το 1918 υποστήριζε ότι το αυστριακό κράτος «δεν είναι βιώσιμο»...
Εκτός, λοιπόν, των πολλών άλλων, αυτά είναι τα πεπραγμένα της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία υπό το σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό Λέοντα Μπλουμ.
Στις 29 Σεπτέμβρη 1938 άρχισε στο Μόναχο η διάσκεψη ανάμεσα στη Γερμανία (Χίτλερ), την Ιταλία (Μουσολίνι), τη Βρετανία (Τσάμπερλεν) και τη Γαλλία (Νταλαντιέ). Η σύσκεψη ενέκρινε τις αξιώσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας, με βάση τις οποίες η Τσεχοσλοβακία υποχρεωνόταν να παραδώσει στη Γερμανία εντός δέκα ημερών τη Σουδητία και μέσα σε τρεις μήνες να ικανοποιήσει τις εδαφικές αξιώσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας σε βάρος της Τσεχοσλοβακίας. «Από την Τσεχοσλοβακία αφαιρέθηκε μια εδαφική έκταση από 41.098 τετραγωνικά χιλιόμετρα με 5 εκατομμύρια κατοίκους, που από αυτούς περισσότεροι από ένα εκατομμύριο ήταν Τσέχοι και Σλοβάκοι. Στα χέρια των χιτλερικών έπεσαν βιομηχανικές περιοχές με σπουδαία μεταλλουργικά και χημικά εργοστάσια, μεθοριακά οχυρά και μια σημαντική ποσότητα οπλισμού»6.
Ποια ήταν η στάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όταν ο Χίτλερ απαιτούσε αυτή την εξέλιξη;
Το Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας και το Σοσιαλιστικό της Γαλλίας όχι μόνο δεν έκαναν το παραμικρό για να κινητοποιήσουν τους λαούς των χωρών τους, όχι μόνο δεν κατήγγειλαν - έστω φραστικά - τη συμπαιγνία των αγγλο-γάλλων και γερμανο-ιταλών συνεταίρων, αλλά κήρυτταν τη συνθηκολόγηση και ισχυρίζονταν ότι η συνεννόηση με τον Χίτλερ θα εξασφάλιζε την ειρήνη στην Ευρώπη. Ακολούθησαν δηλαδή τη γραμμή του «κατευνασμού», που αποτελούσε πολιτική των κυβερνήσεων των ΗΠΑ, της Αγγλίας, της Γαλλίας και των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Στόχος τους ήταν η υποταγή των λαών, η ανοχή τους στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Γερμανίας και της Ιταλίας και το τσάκισμα της κομμουνιστικής και λαϊκής πάλης.
Την πολιτική της συνθηκολόγησης ακολούθησε και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας, που κάλεσε ανοιχτά το λαό της να δεχθεί τις απαιτήσεις του Χίτλερ.
Ετσι, όλες οι επίμονες προσπάθειες της Σοβιετικής Ενωσης να περισωθεί η Τσεχοσλοβακία απέβησαν μάταιες. Και βέβαια η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας δεν αξιοποίησε την πρόταση της ΕΣΣΔ, η οποία, με βάση το σοβιετο-τσεχοσλοβακικό σύμφωνο, δήλωσε ότι θεωρεί τον εαυτό της δεσμευμένο να βοηθήσει την Τσεχοσλοβακία σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Μάλιστα, για του λόγου το αληθές, η Σοβιετική Ενωση προώθησε στα δυτικά της σύνορα 30 μεραρχίες πεζικού και ορισμένες ιππικού και έθεσε σε πλήρη πολεμική ετοιμότητα τις μεγάλες μονάδες αρμάτων μάχης. Ομως, τα πράγματα ήταν προαποφασισμένα...

Αγκαλιά με τον Χίτλερ: Οι περιπτώσεις των Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων Φινλανδίας και Σουηδίας
Ενώ ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει από την 1η Σεπτέμβρη 1939, η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε στη φιλανδική τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου, την υπογραφή Συμφώνου Αμοιβαίας Βοήθειας. Η κυβέρνηση της Φινλανδίας (συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών και ενός λεγόμενου Προοδευτικού Κόμματος) απέρριψε την πρόταση. Μετά απ' αυτό η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε στη Φινλανδία να μετατοπιστούν βορειότερα τα σοβιετοφινλανδικά σύνορα στον ισθμό της Καρελίας, επειδή απείχαν μόλις 32 χιλιόμετρα από το Λένινγκραντ, που έμενε έτσι ακάλυπτο σε περίπτωση επίθεσης. Σε αντάλλαγμα η Σοβιετική Ενωση πρόσφερε στη Φινλανδία διπλάσιο έδαφος στην Καρελία. Ταυτόχρονα ζήτησε με μίσθωση μια μικρή έκταση στην είσοδο του Φιννικού Κόλπου, για να οργανώσει ναυτική βάση.
Η κατά βάση σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Φινλανδίας οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, Βρετανίας, Γαλλίας, αλλά και υπολογίζοντας στην υποστήριξη του Χίτλερ. Οι προθέσεις της ήταν φανερές. Τελικά στις 30 Νοέμβρη 1939 άρχισε ο πόλεμος και στις 12 Μάρτη 1940 υπογράφηκε Συνθήκη Ειρήνης με την οποία η φινλανδική κυβέρνηση ικανοποίησε τα αιτήματα της ΕΣΣΔ.
Ισως είναι περιττό βεβαίως να αναφερθεί ότι στο πλευρό της Φινλανδίας (τι άλλο θα γινόταν;) έσπευσαν η καταγέλαστη και αντιδραστική Κοινωνία των Εθνών, που διέγραψε από μέλος της τη Σοβιετική Ενωση, καθώς και οι ΗΠΑ. Η Αγγλία και η Γαλλία έστειλαν στη Φινλανδία 100 και 180 αεροπλάνα αντίστοιχα, 500 πυροβόλα και άλλα πολεμικά μέσα, ενώ ετοιμάζονταν να στείλουν στη Φινλανδία και στρατιωτικό σώμα 150.000 μαχητών. Ταυτόχρονα σχεδίαζαν επίθεση κατά της ΕΣΣΔ από την Τουρκία και το Ιράν.
Οσο για τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Φινλανδίας με πρωθυπουργό τον Ριούτι, αυτή παρέμεινε στην εξουσία, μάλιστα διευρύνθηκε με τη συμμετοχή ενός εκπροσώπου του φασιστικού κόμματος «Πατριωτικό Λαϊκό Κίνημα» και δυνάμωσε τις διώξεις εναντίον του φινλανδικού Συνδέσμου Φιλίας με τη Σοβιετική Ενωση, ενώ συνέλαβε 50 στελέχη του και απαγόρευσε την έκδοση του δημοσιογραφικού του οργάνου «Πυρσός». Το Δεκέμβρη του 1940 ο Σύνδεσμος τέθηκε εκτός νόμου. Το ΚΚ Φινλανδίας συνέχιζε να δρα στην παρανομία.
Το Δεκέμβρη του 1940 ο Ριούτι έγινε Πρόεδρος της Φινλανδίας. Τη θέση του πρωθυπουργού κατέλαβε ο Ράνγκελ, διευθυντής τράπεζας. Η κυβέρνηση αυτή πύκνωσε τις επαφές της με τη χιτλερική Γερμανία και άρχισαν μυστικές συνομιλίες για από κοινού πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ενωσης, ενώ πάνω από τις μισές εξαγωγές της Φινλανδίας (νίκελ, χαλκός κ.ά.) κατευθύνονταν προς τη Γερμανία. Το Μάη και τον Ιούνη του 1941 είχαν λυθεί όλες οι εκκρεμότητες ανάμεσα στη Γερμανία και τη Φινλανδία και η δεύτερη έγινε δορυφόρος της πρώτης στην επίθεσή τους κατά της ΕΣΣΔ (22 Ιούνη 1941). Μια ακόμα... ένδοξη σελίδα της ιστορίας της σοσιαλδημοκρατίας είχε γραφεί...
Υστερα από την κατάκτηση της Δανίας και της Νορβηγίας από το γερμανικό στρατό, η κυβέρνηση της Σουηδίας, η οποία στο μεταξύ είχε αναγνωρίσει ντε γιούρε την κυβέρνηση Φράνκο της Ισπανίας, επέτρεψε στη χιτλερική κυβέρνηση να χρησιμοποιεί τα λιμάνια και τους σουηδικούς σιδηροδρόμους για τη μεταφορά υλικών και έμψυχου πολεμικού δυναμικού από τη Νορβηγία στη Γερμανία και αντίθετα. Με αυτόν τον τρόπο έδειξε στην πράξη πόση υποκρισία περιείχαν οι διακηρύξεις της περί ουδετερότητας. Ταυτόχρονα όλες οι εξαγωγές της, προπάντων του σιδηρομεταλλεύματος, ήταν προσανατολισμένες προς τον φασιστικό Αξονα. Από την άλλη, περιορίστηκε η δράση του ΚΚ Σουηδίας (εδώ οι σοσιαλδημοκράτες φάνηκαν πιο ευέλικτοι από αυτούς της Φινλανδίας). Περιορισμοί επιβλήθηκαν και στον Τύπο.
Στη διάρκεια του σοβιετοφινλανδικού πολέμου η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Σουηδίας, με πρωθυπουργό τον Π. Α. Χάνσον, παρείχε στρατιωτική βοήθεια στη Φινλανδία.
Οταν η Γερμανία επιτέθηκε κατά της Σοβιετικής Ενωσης, η σουηδική κυβέρνηση επέτρεψε τη διέλευση στρατιωτικών δυνάμεων και υλικού στη Φινλανδία, απαραίτητων για την πολιορκία του Λένινγκραντ. Και μόνο μετά από τις εποποιίες του Στάλινγκραντ και του Κουρσκ (1943), όταν πια ο Κόκκινος Στρατός πήρε φαλάγγι τον γερμανικό, μόνο τότε η σουηδική κυβέρνηση απαγόρευσε τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από το έδαφός της, σοφά σκεπτόμενη.
Ανάλογη στάση γνώρισε ο λαός και στην Ελλάδα. Ηταν όλα τα κόμματα, πλην του ΚΚΕ, που έδωσαν ψήφο στον Ι. Μεταξά το 1936 για να σχηματίσει κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι ο Μεταξάς επιδίωκε την αναστολή του κοινοβουλευτισμού. Ηταν ο Ν. Πλαστήρας που ονειρευόταν τη δόξα του Μουσολίνι και που το 1941 καλούσε σε σχηματισμό φιλογερμανικής κυβέρνησης, ενώ ο ίδιος και ο Ελ. Βενιζέλος είχαν επιχειρήσει το 1935 στρατιωτικό πραξικόπημα. Και ήταν σχεδόν το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου που έσπευσε το 1941 να συγχαρεί τον Κατοχικό πρωθυπουργό, Γ. Τσολάκογλου, επί τη αναλήψει των καθηκόντων του. Οι ίδιοι πήγαν μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη των δοσίλογων το 1945, επευφημώντας τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας. Και είναι μακρύς ο κατάλογος...

Παραπμπές
1 A. P. Herbert, στο: Κρις Γουντχάουζ, Το μήλο της έριδος, εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ, 1976, σελ. 21.
2 Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, εκδ. ΜΕΛΙΣΣΑ, 1963, σελ. 275.
3 Ο.π.
4 Λουί Αραγκόν, Ιστορία της Σοβιετικής Ενωσης, τ. Α΄, εκδ. ΦΥΤΡΑΚΗ, 1962, σελ. 454.
5 Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, εκδ. ΜΕΛΙΣΣΑ, 1963, σελ. 474.
6 Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, εκδ. ΜΕΛΙΣΣΑ, 1963, σελ. 695.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου