Η Σύνοδος κατέληξε σε ένα πρώτο χρονοδιάγραμμα για την υιοθέτηση - αρχικά από την Ευρωζώνη - του λεγόμενου Συμφώνου ανταγωνιστικότητας, το οποίο έρχεται να συμπληρώσει το Σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, που προβλεπόταν από την ΟΝΕ. Το περιεχόμενό του αναμένεται να καταληχθεί στις 13 Μάρτη, στη Σύνοδο των «17» της Ευρωζώνης και να επικυρωθεί στις 24 και 25 Μάρτη, στην εαρινή Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, η ΕΕ δεν εφευρίσκει μια νέα στρατηγική. Με το Σύμφωνο ανταγωνιστικότητας, το ευρωενωσιακό κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό, εξειδικεύουν παραπέρα και μεριμνούν έγκαιρα για την καθολική εφαρμογή της Στρατηγικής «ΕΕ 2020», η οποία αποτελεί προέκταση της Στρατηγικής της Λισαβόνας και τώρα προσαρμόζεται στα δεδομένα που δημιούργησε η όξυνση των ανταγωνισμών παγκόσμια, εξαιτίας και της καπιταλιστικής κρίσης.
Το Σύμφωνο ανταγωνιστικότητας προβλέπει συντονισμένες και μετρήσιμες ανατροπές σε εργασιακά και ασφαλιστικό, δεσμευτικές για όλα τα κράτη - μέλη, μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο, με διακηρυγμένο στόχο να μειωθούν οι μισθοί, να αυξηθούν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και να ελαστικοποιηθεί παραπέρα η αγορά εργασίας. Το σύνολο των μέτρων που περιλαμβάνει συμβάλλουν, ώστε να γίνει ακόμα φτηνότερη η εργατική δύναμη, να βαθύνει η εργασιακή εκμετάλλευση, να αυξηθεί η κερδοφορία του ευρωενωσιακού κεφαλαίου και άρα η ανταγωνιστικότητά του σε παγκόσμιο επίπεδο.
Με το Σύμφωνο καθιερώνεται, επίσης, ένα συγκεκριμένο όριο στο δημόσιο χρέος των κρατών - μελών, η υπέρβαση του οποίου θα συνοδεύεται με κυρώσεις από τα όργανα της Ευρωζώνης. Το λεγόμενο «φρένο χρέους» προβλέπεται να κατοχυρωθεί συνταγματικά και θα αποτελέσει ένα ακόμα εργαλείο για τον εκβιασμό του λαού, ώστε να αποδεχτεί την ισόβια λιτότητα υπέρ του κεφαλαίου.
Φιλομονοπωλιακές είναι και οι αποφάσεις της Συνόδου που αφορούν στην απελευθέρωση της αγοράς Ενέργειας μέχρι το 2014 και προαναγγέλλουν νέα όξυνση των περιφερειακών και παγκόσμιων ανταγωνισμών για τους δρόμους και τις πηγές Ενέργειας. Οπως και οι αποφάσεις για την επέκταση του ρόλου και της δυναμικότητας του λεγόμενου Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο, μετά το 2013, θα αποτελέσει το βασικό μηχανισμό για την ελεγχόμενη χρεοκοπία κρατών - μελών με διογκωμένα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Κυνικές ομολογίες
Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου Συμφώνου επιβεβαιώνει ότι η ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων εξαρτάται από το πόσο φτηνή θα αγοράζουν την εργατική δύναμη οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν το κέρδος και τα σωρευμένα κεφάλαιά τους, ώστε να βελτιώσουν τη θέση τους στον παγκόσμιο μονοπωλιακό ανταγωνισμό, που οξύνεται σε συνθήκες κρίσης.
Οι κυβερνήσεις της ΕΕ προσπαθούν να κοροϊδέψουν το λαό ότι η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας εξαρτάται από την «καινοτομία» των επιχειρηματικών κλάδων, ή την «πράσινη ανάπτυξη», όπως λέει ο Ελληνας πρωθυπουργός. Κρύβουν ότι καθοριστικός παράγοντας είναι η τιμή της εργατικής δύναμης, που έχει ήδη κατρακυλήσει σε όλη την ΕΕ και τώρα πρέπει να πάει ακόμα πιο κάτω, για να μπορέσει το ευρωενωσιακό κεφάλαιο να ανταγωνιστεί τις ανερχόμενες ασιατικές οικονομίες, με πρώτη αυτήν της Κίνας.
Μιλώντας την περασμένη Τετάρτη στο ελληνικό Υπουργικό Συμβούλιο, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γ. Φίσερ, ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικός ως προς αυτό. Είπε ωμά ότι «οι παράμετροι που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα δεν θα ορίζονται πλέον στην Ευρώπη, αλλά θα καθορίζονται σε χώρες πολύ μεγαλύτερες σε έκταση», παραπέμποντας στην «ανάδυση» της Κίνας.
Η Γερμανία, η πιο ανταγωνιστική οικονομία της ΕΕ και μια από τις ισχυρότερες παγκόσμια, έχει εισάγει από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας στη νομοθεσία της το σύνολο των ανατροπών που περιλαμβάνονται στο Σύμφωνο ανταγωνιστικότητας, με την περιβόητη «Ατζέντα 2010». Ανάλογη είναι η κατάσταση σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, τα οποία τώρα καλούνται να εντείνουν τους ρυθμούς για την πλήρη ανατροπή μισθών και δικαιωμάτων, για λογαριασμό της ντόπιας αστικής τάξης και συνολικά των μονοπωλίων της ΕΕ.
Χαρακτηριστική για το περιεχόμενο του όρου «ανταγωνιστικότητα» ήταν και η δήλωση του Γ. Παπανδρέου από τις Βρυξέλλες, μετά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, ότι τα μέτρα που περιέχονται στο Σύμφωνο (αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και σύνδεση με το προσδόκιμο ζωής, μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα), «δεν αφορούν την Ελλάδα», αφού «κατά 90%» τα έχει ενσωματώσει ήδη στη νομοθεσία της!
Η παραπάνω δήλωση, εκτός όλων των άλλων, υπηρετεί τον αποπροσανατολισμό και τον εφησυχασμό του λαού, καθώς καλλιεργεί την αυταπάτη ότι η επίθεση έχει ημερομηνία λήξης.
Ο φερετζές του χρέους και των ελλειμμάτων
Οι ανατροπές που περιέχονται στο Σύμφωνο ανταγωνιστικότητας παρουσιάζονται προπαγανδιστικά από το ευρωενωσιακό κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του σαν «αναγκαίες», για να θωρακιστεί η Ευρωένωση από μια επόμενη «κρίση χρέους», όπως σκόπιμα ονομάζουν την καπιταλιστική κρίση, για να συγκαλύψουν τον πραγματικό της χαρακτήρα.
Κανένα όμως από τα μέτρα που περιγράφονται στο Σύμφωνο δεν έχει άμεση σχέση με τα ελλείμματα και τα χρέη, τα οποία άλλωστε δεν τα δημιούργησαν οι εργαζόμενοι και ο λαός, αλλά η ίδια φιλομονοπωλιακή πολιτική που σήμερα επιβάλλει την επιτάχυνση των αντιλαϊκών ανατροπών, μέσα και από το συγκεκριμένο Σύμφωνο.
Με άλλα λόγια, επιβεβαιώνεται αυτό που από την πρώτη ώρα έλεγε το ΚΚΕ. Οτι η αιτία της αντιλαϊκής επίθεσης δεν είναι η διόγκωση του δημόσιου χρέους ορισμένων κρατών - μελών, ούτε μόνο η διαχείριση της κρίσης. Εχουμε κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που διογκώνει την κρίση και όχι κρίση χρέους. Η αναγωγή της καπιταλιστικής κρίσης σε κρίση χρέους, επί της ουσίας, ισοδυναμεί με κάλεσμα του λαού να υπερασπισθεί μια ξένη γι' αυτόν σημαία, τη σημαία της αστικής διαχείρισης, και να δεχτεί αγόγγυστα την πιο αντιδραστική επίθεση που εξελίσσεται σε βάρος του μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην Ελλάδα, η επίθεση σε μισθούς και δικαιώματα γίνεται στο όνομα του χρέους και των ελλειμμάτων. Την ίδια ώρα, όμως, αποκαλύπτεται από το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» ότι ο πλούτος που έχει παραχθεί με τον ιδρώτα του ελληνικού λαού και ο οποίος φυλάσσεται σωρευμένος από το ντόπιο κεφάλαιο σε τράπεζες της Ελβετίας, ανέρχεται σε «περίπου 600 δισ. ευρώ», δηλαδή «σχεδόν τρεις φορές περισσότερα χρήματα απ' όσα (έχουν οι Ελληνες) στην ίδια τη χώρα τους».
Εννοείται, βέβαια, ότι στην Ελβετία δεν καταθέτουν τα λεφτά τους όλοι οι Ελληνες, αλλά οι μεγαλοκαρχαρίες και τα παράσιτα που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και αναζητούν ασφαλείς φορολογικούς παραδείσους για τα σωρευμένα κεφάλαιά τους. Είναι αυτοί που βγήκαν κερδισμένοι από την καπιταλιστική μεγέθυνση στην Ελλάδα, συσσώρευσαν αμύθητο πλούτο στα σεντούκια, πολλαπλάσιο του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων της χώρας και τώρα απαιτούν ακόμα φθηνότερους εργάτες και πιο αποδοτικούς όρους για να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους στην παραγωγή.
Στο επίκεντρο το ζήτημα της εξουσίας
Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν το ΚΚΕ και δικαιώνουν τη διαχρονική του θέση απέναντι στην ΕΕ του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, ξεμπροστιάζουν στα μάτια του λαού τα κόμματα εκείνα που με τη στρατηγική τους υπηρετούν την Ευρωένωση των μονοπωλίων, όπως είναι το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, ο ΛΑ.Ο.Σ., ή πασχίζουν για τον εξωραϊσμό της, όπως ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Αναδεικνύεται ακόμα η ζημιά που κάνουν στο κίνημα οι αντιεπιστημονικές θεωρίες για το χαρακτήρα της κρίσης, που αναπαράγονται με παραλλαγές από τα κόμματα του κεφαλαίου και τις παραφυάδες τους.
Επιζήμια και επικίνδυνη, όμως, είναι και η στρατηγική δυνάμεων όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλοι, που αθωώνουν την κυβέρνηση και την ντόπια πλουτοκρατία, με τις θεωρίες τους περί «κατοχής» της χώρας από την τρόικα, και ταυτόχρονα καλούν το λαό να γίνει συμμέτοχος στην ανεύρεση «λύσεων» για την πιο αποτελεσματική διαχείριση του χρέους και των ελλειμμάτων του καπιταλιστικού κράτους. Σαν να πρόκειται ο ίδιος να βγει ωφελημένος από την αναδιάρθρωσή τους, χωρίς να στοχεύσει στην αλλαγή εξουσίας.
Ο λαός δεν πρέπει να πάρει μέρος στο διάλογο ή τον αντίλογο για τον τρόπο, το μέγεθος και το χρόνο που ο ίδιος θα επωμισθεί τα πρόσθετα βάρη. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να πονοκεφαλιάζουν για το πώς θα καλυφθεί το χρέος. Δεν χρωστούν τίποτε, δεν πρέπει να το αναγνωρίσουν. Να το διαγράψουν σαν δικό τους πρόβλημα, αποκαλύπτοντας την αιτία του και στη βάση αυτή να οικοδομήσουν κίνημα με τις δικές τους απαιτήσεις.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχει σημασία ο προσανατολισμός και η μαζικότητα του κινήματος και όχι αποκλειστικά οι μορφές πάλης με αιτήματα είτε συντεχνιακά, είτε αμυντικά, είτε διαχειριστικά. Ο αγώνας πρέπει να κατευθύνεται στο θέμα της εξουσίας, ανεξάρτητα πώς θα εκδηλώνεται κάθε φορά ή σε κάθε φάση ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στα δύο βασικά αντίπαλα στρατόπεδα που υπερασπίζονται τους δύο διαφορετικούς δρόμους ανάπτυξης.
Αυτό που προέχει είναι η αλλαγή συσχετισμού δύναμης στο επίπεδο της κοινωνίας, στα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος, παντού. Αλλαγή που θα κατατείνει στη δημιουργία μαζικού λαϊκού μετώπου, το οποίο θα αντιπαρατίθεται στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης από τη σκοπιά της πάλης για την κοινωνικοποίηση, τον παραγωγικό συνεταιρισμό, τον πανεθνικό σχεδιασμό, τον εργατικό έλεγχο, την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Μόνο μία εξουσία μπορεί να υλοποιήσει μια άλλη πολιτική ανάπτυξης που θα υπηρετεί τις ανάγκες του λαού, με το λαό πρωταγωνιστή, η εργατική λαϊκή εξουσία. Οσο πιο κοντά έλθει, τόσο θα απομακρύνουμε τα χειρότερα, θα ξεκινήσει η απόπειρα της οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου