Σελίδες

20 Μαΐ 2019

Eurovision: Η κορυφή του παγόβουνου

Η διοργάνωση του διαγωνισμού της Eurovision στο Ισραήλ και η διαφαινόμενη αδιαφορία των διαγωνιζόμενων για τα εγκλήματα που διαπράττει συστηματικά το κράτος του Ισραήλ σε βάρος του Παλαιστινιακού λαού, νομιμοποιώντας τα με την παρουσία τους, αναδεικνύει πάλι την έλλειψη αντανακλαστικών και την αδυναμία αντίστασης από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Σε τελική ανάλυση το Ισραήλ κυβερνάται όλα αυτά τα χρόνια από κυβερνήσεις που εφαρμόζουν συγκεκριμένη πολιτική απέναντι στο λαό της Παλαιστίνης, απολαμβάνοντας τη στήριξη των ΗΠΑ, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, ακόμα και της “Αριστερής” κυβέρνησης της Ελλάδος. Είναι λοιπόν ειρωνικό, θεσμικές δομές στις οποίες ως κράτος συμμετέχουμε να στηρίζουν τέτοιες ενέργειες και να εξαντλούμε την αγωνιστικότητά μας σε διαμαρτυρίες για διαγωνισμούς ήσσονος σημασίας όπως η Eurovision. Και αν δεν είναι η άγνοιά και η κοντή μνήμη που οδηγούν σε αδυναμία κριτικής στάσης, τότε πρόκειται για υποκρισία.

Η νομιμοποίηση όμως και το ξέπλυμα καθεστώτων μέσω θεσμών όπως η Eurovision δεν είναι κάτι καινοφανές. Πολλές φορές στο παρελθόν οργανισμοί με μεγαλύτερη ισχύ και επιρροή στην κοινή γνώμη από την EBU (European Broadcasting Union) που βρίσκεται πίσω από αυτό τον διαγωνισμό, έχουν αναθέσει σε εγκληματικά καθεστώτα τη διοργάνωση εκδηλώσεων ή διαγωνισμών, συνδιαλεγόμενα μαζί τους επί ίσοις όροις παρέχοντάς τους αναγνώριση και νομιμοποίηση. Η EBU, ως άλλος Πόντιος Πιλάτος, δεν φέρει θεωρητικά καμία ευθύνη για τη φετινή διοργάνωση στο Ισραήλ καθώς βάσει του κανονισμού ο εκάστοτε διοργανωτής ορίζεται ως η χώρα του νικητή της προηγούμενης χρονιάς. Αντίθετα, οργανισμοί όπως η ΔΟΕ (Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή) ή η FIFA (Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία), με εσωτερικές διαδικασίες αξιολόγησης υποψηφιοτήτων, επιλέγει τις χώρες που θα διοργανώσουν εκδηλώσεις με μεγαλύτερη απήχηση όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες ή το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου έχοντας πλήρη γνώση των συνθηκών που επικρατούν στις χώρες που επιλέγονται.
Έτσι, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο Σπύρος Λούης όταν το 1936, στους Ολυμπιακούς Αγώνες που οι Αθάνατοι της ΔΟΕ είχαν αναθέσει στη ναζιστική Γερμανία, παρέδιδε ένα κλαδί ελιάς στον Χίτλερ, ούτε όλους εκείνους τους αθλητές που συμμετείχαν στους Αγώνες. Το ίδιο ακριβώς μπορεί να πει κανείς και για εκείνους που συμμετείχαν στο Μουντιάλ του 1978 στην Αργεντινή, χωρίς να συγκινείται η FIFA για τους χιλιάδες εξαφανισμένους, ενώ αντιθέτως δινόταν στο καθεστώς η ευκαιρία να διαφημιστεί και να ξεπλυθεί στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου.
Βλέποντας σήμερα αυτές τις διοργανώσεις καταλαβαίνουμε καλύτερα τις συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε εποχή σχετικά με τη στάση της εξουσίας και των θεσμών της απέναντι στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Όταν κάποια καθεστώτα είναι βολικά για το σύστημα και τα συμφέροντά του, είναι μεγαλύτερη η ανάγκη στήριξής τους και ξεπλύματος μέσα από εκδηλώσεις με παγκόσμια απήχηση. Τόσο οι Ολυμπιακοί Αγώνες του ’36 όσο και το Μουντιάλ του ’78, χρησιμοποιήθηκαν από τα καθεστώτα για την εσωτερική και την εξωτερική τους εδραίωση είτε με φαντασμαγορικές τελετές, είτε με μεγάλες επιδόσεις των αθλητών τους, προβάλλοντας τις “αρετές” τους και προσδίδοντας υπόσταση στις “ηθικές αξίες” τους. Το ξέπλυμα γίνεται με σχέδιο και καλύπτει την ανάγκη για την εδραίωση του αυταρχισμού.
Δύο μεγάλες χώρες απείχαν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Η Ισπανία, που λίγο αργότερα θα έμπαινε σε έναν μακρύ εμφύλιο πόλεμο με την επικράτηση τελικά και εκεί των φασιστικών δυνάμεων του Φράνκο, και η Σοβιετική Ένωση που η συμμετοχή της είχε αποκλειστεί από την ΔΟΕ καθώς “ο Κομμουνισμός αντιτίθεται στα ιδανικά του Ολυμπισμού”, σε αντίθεση βεβαίως με το φασισμό που καταπώς φαίνεται ήταν συμβατός. Πολλές φορές δεν είναι απαραίτητη η ανάθεση μιας μεγάλης διοργάνωσης για να ξεπλένεται ένα καθεστώς. Στο όνομα του κατευνασμού του Χίτλερ, οι αγώνες του 1936 στο Βερολίνο ήταν ένας κρίκος στην αλυσίδα των παραχωρήσεων προς το καθεστώς. Δύο χρόνια μετά τους αγώνες και ενώ ο Χίτλερ είχε πλέον προσαρτήσει την Αυστρία, η Γερμανία υποδέχτηκε την Αγγλία σε φιλικό ποδοσφαιρικό αγώνα στο Βερολίνο. Κατά την παρουσίαση των ομάδων, οι Άγγλοι ποδοσφαιριστές, έπειτα από εντολή της κυβέρνησης τους, θα χαιρετήσουν ναζιστικά μέσα σε ένα κατάμεστο γήπεδο με 80.000 θεατές. Ο Χίτλερ δεν ήταν παρών αλλά σίγουρα θα απόλαυσε την αναγνώριση του καθεστώτος του από την υπερδύναμη καθώς και της ιδεολογίας του, έστω και μέσω αυτής της συμβολικής κίνησης. Λίγους μήνες αργότερα η Αγγλία και η Γερμανία προχωρούν στη συμφωνία του Μονάχου, επιλέγοντας να μην συμπορευτούν με τις εκκλήσεις της Σοβιετικής Ένωσης για κοινό αντιφασιστικό μέτωπο, στο αποκορύφωμα των στρατηγικών επιδιώξεων της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής.
Η περίπτωση της Αργεντινής το 1978 είναι διαφορετική. Η ανάθεση της διοργάνωσης είχε γίνει το 1966, πριν τη δικτατορία του Βιδέλα το 1976. Οι συλλήψεις αλλά κυρίως οι εξαφανίσεις εκατοντάδων πολιτών είχε ξεσηκώσει διαμαρτυρίες προς την FIFA με εκκλήσεις για ακύρωση της ανάθεσης στην Αργεντινή. Όμως η Παγκόσμια Ομοσπονδία ήταν ανένδοτη παρακάμπτοντας ακόμα και θέματα ασφάλειας των αθλητικών αποστολών, καθώς υπήρχε ο φόβος ότι πολλές αντιστασιακές οργανώσεις θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν το γεγονός με απαγωγές ή σαμποτάζ. Ανάμεσα στους υποστηρικτές της αρχικής απόφασης για ανάθεση των αγώνων στην Αργεντινή ήταν και ο αντιπρόεδρος της FIFA, o τότε πρόεδρος της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Δυτικής Γερμανίας Χέρμαν Νοϊμπέργκερ που είχε διατελέσει αξιωματικός των SS στην Ιταλία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Νοϊμπέργκερ ήταν κύριος διοργανωτής όλων των Μουντιάλ από το 1978 μέχρι και το 1990.  
Τελικά η εθνική ομάδα της Αργεντινής κατέκτησε το μουντιάλ δίνοντας την ευκαιρία στο καθεστώς να θριαμβολογήσει. Νωρίτερα τόσο ο πρόεδρος της FIFA Χαβελάνζε στον εναρκτήριο λόγο του θα εκθειάσει το καθεστώς, όσο και ο Χένρι Κίσινγκερ θα δηλώσει πως η Αργεντινή έχει μπροστά της ένα λαμπρό μέλλον. Υπήρχαν δηλώσεις στήριξης και από αθλητές όπως ο αρχηγός της Δυτικής Γερμανίας, Μπέρτι Φογκτς που δήλωσε πως όσα ακούγονται σχετικά με την καταπίεση των Αργεντινών είναι ψέματα καθώς ο ίδιος δεν είδε ποτέ κανέναν πολιτικό κρατούμενο. Αυτές όμως οι συμπεριφορές είναι αναμενόμενες. Τόσο από τους επίσημους θεσμούς (FIFA, ΗΠΑ κλπ.) όσο και από μεμονωμένες περιπτώσεις αθλητών. Υπήρχαν και αντιδράσεις. Η εθνική ομάδα της Σουηδίας παρέστη με αντιπροσωπία σε μία από τις συγκεντρώσεις στην Plaza de Mayo, έξω από το προεδρικό μέγαρο, όπου συγγενείς των εξαφανισμένων ζητούσαν να μάθουν την τύχη των δικών τους ανθρώπων. Η εθνική Ολλανδίας είχε ξεκαθαρίσει ότι αν κέρδιζε στον τελικό δεν θα δεχόταν το κύπελλο από τα χέρια του Βιδέλα. Μποϋκοτάζ όμως δεν έγινε, πέρα από μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως του αρχηγού της Αργεντινής Χόρχε Καρασκόσα και του Γερμανού Πάουλ Μπράιτνερ που αρνήθηκε να ταξιδέψει στην Αργεντινή, ως ένδειξη αλληλεγγύης στον λαό της.    
Σήμερα όλοι μιλάνε για εκείνες τις περιπτώσεις σαν να πρόκειται για αστοχίες και ιστορικές παραλείψεις. Όμως σύμπτωση που επαναλαμβάνεται παύει να είναι σύμπτωση. Στις μέρες μας οι αναθέσεις μπορεί να μην συμπεριλαμβάνουν παρόμοιες καταστάσεις, με εξαιρέσεις όπως ο διαγωνισμός τραγουδιού της Eurovision στο Ισραήλ, όμως σηματοδοτούν τακτικές και συμπεριφορές. Η πρόσφατη διοργάνωση του Μουντιάλ στη Βραζιλία και η υποβάθμιση από μέρους των διοργανωτών των δεκάδων εργατικών ατυχημάτων κατά την προετοιμασία των εγκαταστάσεων, νομιμοποιεί την πρακτική της μεγιστοποίησης των κερδών με κάθε κόστος, ακόμα και αν πρόκειται για ανθρώπινες ζωές. Ίσως ο ιστορικός του μέλλοντος, σε μία διαφορετική ιστορική συγκυρία να αποδώσει την διάσταση που σήμερα αποσιωπάται συστηματικά.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου