Σελίδες

27 Απρ 2014

Για τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του 5ου τμήματος της Συνθήκης της Λοζάνης το 1923, δεν συμπεριλαμβάνονται στην υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που εφαρμόστηκε ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία:
«α) Οι Ελληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως.
β) Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
Θέλουσι θεωρηθή ως Ελληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Ελληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προς της 30ής Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφερεία της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αύτη καθορίζεται διά του νόμου του 1912.
Θέλουσι θεωρηθή ως μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης, πάντες οι μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανατολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης τω 1913 διά της Συνθήκης του Βουκουρεστίου».
Με βάση αυτή τη Συνθήκη, επίσης, καθορίστηκαν τα δικαιώματα των μειονοτήτων της ελληνικής στην Τουρκία και της μουσουλμανικής στη Θράκη, η οποία αποτελείται από τρεις βασικές ομάδες διαφορετικής εθνοτικής καταγωγής (Πομάκους, Τσιγγάνους και Τουρκογενείς ή Τουρκόφωνους) με τα ξεχωριστά γλωσσικά τους ιδιώματα, πολιτιστικά χαρακτηριστικά, έθιμα.
Επίσης, υπήρχε και ένας αριθμός της ισλαμικής αίρεσης των Αλεβιτών (υπολογίζεται στις 3.000), Πομάκοι και Τουρκογενείς, οι οποίοι δεν εντάχθηκαν στο καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας. Χρειάζεται εδώ να σημειώσουμε ότι η Συνθήκη της Λοζάνης αποτέλεσε ένα συμβιβασμό ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη μετά από μια μακρόχρονη πολεμική αντιπαράθεση και έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο και όπως είναι φυσικό εμπεριέχει αντιφάσεις που κάθε άλλο παρά μπορούσαν να λύνουν τα προβλήματα των μειονοτήτων.
Η ένταξη των μουσουλμανικών πληθυσμών της Δυτικής Θράκης στο ελληνικό αστικό κράτος συμβαδίζει χρονικά με την περίοδο που ουσιαστικά ολοκληρώνεται η συγκρότηση του τουρκικού έθνους με τη δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας, την ενίσχυση του τουρκικού εθνικισμού και την βιαία άρνηση στοιχείων του οθωμανικού παρελθόντος ως επίσημη πολιτική του τουρκικού κράτους. Γεγονός που επιδρά πολύπλευρα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Θράκης.
Σημειώνουμε ότι ζητήματα εθνικών μειονοτήτων μπήκαν σε ουσιαστική πορεία επίλυσης μόνο σε κράτη που η εργατική τάξη με τους συμμάχους της πήραν την εξουσία και ξεκίνησαν τη διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της ΕΣΣΔ.
Ορισμένοι σταθμοί στην πορεία της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης μέσα στο ελληνικό κράτος αποτέλεσαν:
-- Η διαμάχη κεμαλιστών - ισλαμιστών στην Τουρκία τις δεκαετίες του 1920 και 1930 που επέδρασε στις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της μειονότητας και στις αντιθέσεις ανάμεσα σε Πομάκους, Τσιγγάνους και Τουρκόφωνους. Ηδη από το 1920 είχαν εκδηλωθεί αντι-Κεμαλικά κινήματα στους μουσουλμάνους της Θράκης.
-- Το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας το 1930 (ή Σύμφωνο Βενιζέλου - Ινονού), όπου το ελληνικό κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να στηρίξει την προσπάθεια εκκοσμίκευσης της μουσουλμανικής μειονότητας στηρίζοντας ουσιαστικά με συγκεκριμένα μέτρα τους υποστηρικτές των κεμαλικών θέσεων, κάτι που άλλωστε έγινε ακόμα με απελάσεις από τη Θράκη των λεγόμενων «παλαιομουσουλμάνων».
-- Η πολιτική που ακολούθησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά την ήττα του αγώνα του ΔΣΕ και μετά την από κοινού ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Η πολιτική αυτή χαρακτηρίζεται από την ενίσχυση των τάσεων «εκτουρκισμού» της μειονότητας. Ειδικά οι μορφωτικές συμφωνίες του 1951 και του 1968 καθορίζουν την τουρκική γλώσσα ως τη μοναδική γλώσσα εκπαίδευσης. Εκείνη την περίοδο οι όροι «μουσουλμάνος- μουσουλμανικός» αντικαθίσταται από τους όρους «τούρκος-τούρκικος» ακόμα και σε επίσημες αναφορές. Η πολιτική αυτή καθορίστηκε με βάση το γεγονός ότι Ελλάδα και Τουρκία αποτελούσαν τους προμαχώνες του καπιταλιστικού κόσμου στα Βαλκάνια στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης σοσιαλισμού - καπιταλισμού και με δεδομένο ότι στη Βουλγαρία που ζούσαν ανάλογοι πληθυσμοί (Πομάκοι κ.λ.π.) υπήρχε σοσιαλιστική εξουσία.
Το 1987 ο Αρειος Πάγος με απόφασή του απαγόρευσε τη χρήση του όρου «τουρκικός» όσον αφορά τη μειονότητα της Θράκης, απαγορεύοντας και ενώσεις προσώπων με αυτό το προσωνύμιο.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα διατηρούνταν καθεστώς διακρίσεων απέναντι στη μουσουλμανική μειονότητα, βάζοντας εμπόδια σε καθημερινές λειτουργίες (π.χ. οικοδομικές εργασίες), ενώ γινόταν εκτεταμένη εφαρμογή του άρθρου 19 του κώδικα ιθαγένειας, που έδινε τη δυνατότητα αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειας. Τις τάσεις απομόνωσής αυτών των πληθυσμών ενίσχυαν οι περίφημες «μπάρες» και ο εσωτερικός συνοριακός έλεγχος που επέβαλε το ελληνικό κράτος για την είσοδο ή έξοδο από τα Πομακοχώρια, καθεστώς που βεβαίως επικρατούσε σε όλες τις παραμεθόριες περιοχές της Ελλάδας που συνόρευαν με σοσιαλιστικά κράτη και που καταργήθηκε το 1996.
Ολο αυτό το χρονικό διάστημα η μειονότητα γίνεται αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ελληνικό αστικό κράτος και την τουρκική κυβέρνηση, που μέσω του προξενείου της στην Κομοτηνή παρεμβαίνει άμεσα ή έμμεσα. Ενώ, όπως γίνεται κατανοητό, στη Θράκη αλωνίζουν διάφοροι κρατικοί και παρακρατικοί μηχανισμοί, πρακτορεία διαφόρων ιμπεριαλιστικών κέντρων που υποδαυλίζουν τον εθνικισμό ένθεν και ένθεν. Το ζήτημα της μειονότητας εντάσσεται στα γενικότερα ζητήματα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης για το Αιγαίο, την Κύπρο κ.λπ. Στην επίσημη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων εναλλάσσονται ο εθνικισμός και ο κοσμοπολιτισμός εντείνοντας και όχι λύνοντας τα προβλήματα. «Εκπρόσωποι» της μειονότητας που διατηρούν ανοιχτά σχέσεις και με την Τουρκία συμμετέχουν σταθερά στα ψηφοδέλτια των αστικών κομμάτων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, την ίδια στιγμή που στα ίδια κόμματα υπάρχουν ακραίες εθνικιστικές και υπερπατριωτικές τάσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 γίνεται προσπάθεια για αυτόνομη εμφάνιση μειονοτικών πολιτικών φορέων με βασική προσπάθεια την ίδρυση του Κόμματος Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας (ΚΙΕΦ) - DEB - το 1991 από τον Σαδίκ Αχμέτ.
Η ανατροπή του σοσιαλισμού στα Βαλκάνια, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η ενίσχυση του εθνικισμού δυναμώνουν αλυτρωτικές τάσεις και ανοίγουν τη συζήτηση για αλλαγή συνόρων συνολικά . Την περίοδο αμέσως μετά τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ εκδηλώνεται πρωτοβουλία από κοινού των τριών μουσουλμάνων βουλευτών της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ (ο βουλευτής, σημειωτέον, παραμένει στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ ) που με κοινή τους επιστολή, τον Ιούλη του 1999, ζητούν την αναγνώριση της «τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα» και την εφαρμογή των αποφάσεων του ΟΑΣΕ για τις μειονότητες. Λίγες μέρες αργότερα ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, Γ. Α. Παπανδρέου,κάλυψε αυτή την κίνηση δηλώνοντας οτι δεν πρέπει να απορρίπτεται η δυνατότητα ατομικού ή συλλογικού εθνικού αυτοπροσδιορισμού αρκεί να μην αλλάζουν τα σύνορα!!! Τα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξαν διάφορα «επεισόδια» με μουσουλμάνους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ σε σχέση με δηλώσεις ή ενέργειες τους.
Η Θράκη βρίσκεται γεωγραφικά στο πεδίο της αντιπαράθεσης που αφορά το πέρασμα των δρόμων μεταφοράς Ενέργειας, με δεδομένο τον ανταγωνισμό ιμπεριαλιστικών κέντρων, στον οποίο συμμετέχουν Ελλάδα, Τουρκία και Βουλγαρία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να παίξει ταυτόχρονα το χαρτί και του εθνικισμού και του κοσμοπολιτισμού, ποντάροντας σε εκλογικά οφέλη αλλά και σε στηρίγματα σε διάφορα κέντρα απαραίτητα για μια δύναμη αστικής διαχείρισης, στηρίγματα που τα άλλα αστικά κόμματα έχουν ήδη, αποτελεί μια επικίνδυνη καιροσκοπική τακτική. Εξίσου επικίνδυνη είναι και η προσπάθεια να εμφανίσει την αναδίπλωσή του σε κοσμοπολίτικες θέσεις ως διεθνισμό. Η κινητικότητα αυτή προκαλεί πολλά ερωτήματα σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο καθόδου στις ευρωεκλογές του εθνικιστικού «μειονοτικού» κόμματος DEB.


Η τοποθέτηση του ΚΚΕ
Συχνά από τον αντίπαλο, αλλά κι από διάφορες δυνάμεις, που αυτοπροσδιορίζονται «αριστερές» και «προοδευτικές», γίνεται προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η λενινιστική αρχή της «αυτοδιάθεσης των εθνών», ακόμη και για τη δικαιολόγηση ολοφάνερων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, όπως είναι η λεγόμενη «ανεξαρτητοποίηση» του Κοσσόβου.
Πρόκειται για εσκεμμένη διαστρέβλωση, με στόχο να προκαλέσει σύγχυση! Καμία σχέση δεν έχει η αντίληψη περί «αυτοπροσδιορισμού» των μειονοτήτων, που λανσάρεται από ΗΠΑ - ΕΕ και στην πράξη «διαφυλάσσει» το ΝΑΤΟ, με τη λενινιστική θέση της «αυτοδιάθεσης των εθνών»!
Σ' αυτούς που μας εγκαλούν πως δήθεν ξεχνάμε τη λενινιστική θέση για την αυτοδιάθεση, απαντάμε με τα λόγια του ίδιου του Λένιν: «Οι διάφορες διεκδικήσεις της δημοκρατίας, μαζί και η αυτοδιάθεση, δεν είναι κάτι το απόλυτο, αλλά ένα "μέρος" του πανδημοκρατικού (σήμερα: πανσοσιαλιστικού) "παγκόσμιου" κινήματος. Μπορεί σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις το μέρος να έρχεται σε αντίθεση με το όλο και τότε πρέπει να απορρίπτεται» (Β. Ι. Λένιν: «Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση». «Απαντα», τ. 30, σελ. 39).
Στην Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ το Φλεβάρη του 2011 με τίτλο: «Οι θέσεις του ΚΚΕ για τις εξελίξεις στην Ευρύτερη Περιοχή της Μεσογείου» αναφέρεται σχετικά με τη μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα:
«(...) Στην Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, υπάρχει η μουσουλμανική μειονότητα, καθώς και σλαβόφωνοι.
Εδώ και χρόνια γίνεται μια συνειδητή προσπάθεια να διαμορφωθεί μέσα στη μουσουλμανική μειονότητα τουρκική εθνική συνείδηση και σ' ένα τμήμα των σλαβόφωνων η λεγόμενη "μακεδονική" εθνική συνείδηση.
Η προσπάθεια αυτή έχει ορισμένη επίδραση μεταξύ αυτών των πληθυσμών, εξαιτίας και της πολιτικής διακρίσεων, που ακολουθούσε στο παρελθόν το ελληνικό αστικό κράτος απέναντι στους μουσουλμάνους και στους σλαβόφωνους. Το Κόμμα μας είχε στο παρελθόν, κι εξακολουθεί να αντιπαλεύει διακρίσεις σε βάρος τους, όταν και στο βαθμό που αυτές εμφανίζονται. Ομως, όπως φάνηκε τους δύο προηγούμενους αιώνες, τόσο οι μουσουλμάνοι, όσοι κι οι σλαβόφωνοι στη χώρα μας δεν έχουν ούτε την ίδια καταγωγή, ούτε και ταυτόσημη εθνική συνείδηση.
Οι επιδιώξεις για αναγνώριση "μακεδονικής εθνικής μειονότητας", καθώς και "τουρκικής μειονότητας", όπως επιδιώκουν οι ΗΠΑ κι η ΕΕ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, θα αποτελέσει ένα ακόμα βήμα για την αμφισβήτηση των συνόρων (π.χ. της Συνθήκης της Λοζάνης) και του εδαφικού status στην περιοχή, κάτι άλλωστε, που δεν το κρύβουν εθνικιστικοί κύκλοι σε Τουρκία και ΠΓΔΜ.
Πρόκειται για προσπάθεια που συνειδητά επιδιώκει να δημιουργήσει προβλήματα, στα πλαίσια της πολιτικής του "διαίρει και βασίλευε", της άμβλυνσης του ταξικού κριτηρίου των εργαζομένων της περιοχής.
Το Κόμμα μας θεωρεί πως η βάση της καταπίεσης δεν είναι εθνική, ούτε θρησκευτική ή γλωσσική, αλλά ταξική!
Για το ΚΚΕ είναι ξεκάθαρο ότι πάνω στην ταξική καταπίεση, που είναι αναπόσπαστο στοιχείο της καπιταλιστικής κοινωνίας, αναπτύσσεται και η εθνική, εθνοτική καταπίεση, η καταπίεση μειονοτήτων, ανθρώπων με άλλη καταγωγή, άλλο γλωσσικό ιδίωμα, η φυλετική καταπίεση, η καταπίεση σε βάρος των γυναικών κ.λπ.
Ομως μόνον η κατάργηση της ταξικής καταπίεσης, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, η κατάργηση της καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας κι η οικοδόμηση της νέας, της σοσιαλιστικής κοινωνίας μπορεί να θέσει τις βάσεις για την κατάργηση και κάθε άλλης καταπίεσης.
Από εδώ προκύπτουν και ιδιαίτερα καθήκοντα για τους λαούς των Βαλκανίων, πρώτα απ' όλα τον ελληνικό, για το αντιπάλεμα της πολιτικής των διακρίσεων κατά των μειονοτήτων και των μεταναστών, για να δυναμώσει η κοινή δράση και να παλέψουμε από καλύτερες θέσεις για την παρεμπόδιση της συμμετοχής των κυβερνήσεων στα ιμπεριαλιστικά σχέδια, να προβληθεί η μεγαλύτερη δυνατή αντίσταση στις ιμπεριαλιστικές μεθοδεύσεις και στη δημιουργία προτεκτοράτων, να ανατραπούν οι συσχετισμοί δύναμης. Για να μη γίνουν οι λαοί "κλοτσοσκούφι" στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς!»
Τέλος στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ αναφέρεται:
«Η σοσιαλιστική εξουσία διασφαλίζει για "αλλόγλωσσα" τμήματα του πληθυσμού τη διάσωση της γλώσσας και των πολιτιστικών παραδόσεων, τη γνωριμία με τις ιστορικές ρίζες τους, εντάσσοντας ειδικό πρόγραμμα στο ενιαίο εκπαιδευτικό και πολιτιστικό σύστημα. Καταργεί τους ξεχωριστούς οικισμούς, παίρνει ειδικά μέτρα για να εκπροσωπούνται στα ανώτερα όργανα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου