Σελίδες

23 Μαρ 2014

Για το λεγόμενο «Σχέδιο Β'» και τις «αντικαπιταλιστικές» μεταμφιέσεις του...

Ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει αποσπάσματα από το άρθρο του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, με τίτλο: «Ο ευρωσκεπτικισμός και το Σχέδιο Β'», που δημοσιεύεται στο τεύχος 2 του 2014 της ΚΟΜΕΠ, το οποίο φιλοξενεί αφιέρωμα στην Ευρωπαϊκή Ενωση με στόχο τον εξοπλισμό μπροστά στη μάχη των εκλογών του Μάη.

Το Σχέδιο Β': Εναλλακτική αστική λύση

Το Σχέδιο Β΄ του «Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής», όπως παρουσιάστηκε σε αναλυτική έκδοση1 το 2013, αποτελεί ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα διαχείρισης, με στόχο την επιστροφή στην καπιταλιστική ανάκαμψη, σε βάρος τελικά της εργατικής τάξης.
 
Βασικοί άξονες του Σχεδίου Β΄ είναι η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη, η κατάργηση του μνημονίου, η παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους και η νέα διαπραγμάτευσή του, ο δημοκρατικός οικονομικός σχεδιασμός για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας, η εθνικοποίηση των τραπεζών και ο δημόσιος έλεγχος επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας.
Η προσήλωση του Σχεδίου Β΄ στο στόχο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της αναβάθμισης της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού δεν προκύπτει μόνο από την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο ζήτημα της αστικής εξουσίας και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Προκύπτει και από την παρουσίαση των δυνατοτήτων επιτυχίας του και από την πολιτική συμμαχιών που προτείνει.
Η σημασία να ξανααποκτήσει η Ελλάδα εθνικό νόμισμα (το οποίο θα υποτιμηθεί) συνδέεται στο Σχέδιο Β΄ με το στόχο ν' αναδειχτεί σε «ευνοϊκό μέρος για την τοποθέτηση επενδύσεων». Μάλιστα, ο στόχος συνοδεύεται με τη διευκρίνιση για το διαχωρισμό των επενδύσεων σε «ληστρικές, αποικιακές» και σε «αμοιβαία επωφελείς». Ο διαχωρισμός θέτει ως κριτήριο τον «πλήρη σεβασμό του ελληνικού κράτους». Θυμίζει τον κάλπικο διαχωρισμό του ΣΥΡΙΖΑ για τους επιχειρηματίες σε υγιείς και πειρατές, με κριτήριο το σεβασμό της ελληνικής νομοθεσίας. Παράλληλα, οι αναπτυξιακές δυνατότητες του υποτιμημένου εθνικού νομίσματος θεμελιώνονται με τα διεθνή καπιταλιστικά παραδείγματα της πολιτικής των ΗΠΑ στην κρίση του '29, της Αργεντινής της δεκαετίας του 2000, της νομισματικής πολιτικής της σημερινής Κίνας, καθώς και με την υποτίμηση Μαρκεζίνη της δεκαετίας του '50, με τη διευκρίνιση ότι στην τελευταία περίπτωση η ανάπτυξη ήταν προς όφελος των ισχυρών.
Στο ερώτημα αν μπορούν όλοι να βγουν κερδισμένοι από την προτεινόμενη οικονομική ανασυγκρότηση, ο Αλ. Αλαβάνος απαντά απροκάλυπτα για τον υπερταξικό χαρακτήρα του Σχεδίου του: «Η ελληνική κρίση ως πηγή έχει τις μεγάλες πλανητικές, ευρωπαϊκές κι εθνικές ταξικές συγκρούσεις. Αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να χάνουμε από τα μάτια μας ότι η εργατική τάξη έχει δυνατότητα σήμερα συμμαχιών ενός ασύλληπτου εύρους. Πλήττονται όλα τα μεσαία στρώματα και με αυτήν την έννοια ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας θα ωφεληθεί. Πιστεύω ότι πλήττεται ακόμη και η κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας σήμερα, η οποία όμως αναζητά λύσεις στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης ενσωμάτωσης και εξάρτησης».2
Σχετικά με την πιθανότητα αντιπαράθεσης με ένα ισχυρό ιμπεριαλιστικό κέντρο όπως η ΕΕ, το ΜΑΑ καθησυχάζει: «Εχουμε κάθε λόγο να επιδιώξουμε ένα συναινετικό διαζύγιο που θα ακολουθήσουν φυσιολογικές κι όχι βίαιες σχέσεις».3
Συνειδητή συσκότιση της σχέσης οικονομίας - πολιτικής
Φυσικά, η πραγματική υπόκλιση στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής διανθίζεται με θολές διακηρύξεις «για νέα Ελλάδα της δημοκρατίας, της ισοτιμίας και της δικαιοσύνης» και με το εύρημα ότι ο ριζοσπαστικός, επαναστατικός χαρακτήρας του προγράμματος συγκαλύπτεται τάχα για να διευκολυνθεί η προπαγανδιστική απήχησή του.
Ο Αλ. Αλαβάνος, σε συνέντευξή του στο «Πριν», δηλώνει χαρακτηριστικά:«Εχω την αίσθηση ότι ο προσδιορισμός της σύγκρουσης κυρίως ως στοιχείο μιας αντικαπιταλιστικής αφήγησης έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η επικοινωνία με ένα ευρύτατο κοινωνικό κομμάτι που θέλει άμεσες απαντήσεις σε θέματα όπως η ανεργία ή η φτώχεια».4
Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίστροφο. Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και υποστηρικτής της παραμονής της Ελλάδας στην ΕΕ μέχρι το 2009 προπαγανδίζει μια αστική εναλλακτική λύση σε πολιτικές ομάδες που μπορεί να αυτοχαρακτηρίζονται ριζοσπαστικές και αντικαπιταλιστικές, αλλά στην πράξη δεν είναι.
Ακόμα και αν υλοποιηθεί το Σχέδιο Β΄, σκοπός και κίνητρο της παραγωγής θα παραμείνει το κεφάλαιο και το κέρδος του, επομένως και οι διαμορφωμένες σχέσεις στις διεθνείς καπιταλιστικές αγορές (κι αυτής του χρήματος), ενώ ο δρόμος για να εκδηλωθούν νέες περιοδικές κρίσεις υπερσυσσώρευσης θα παραμείνει ανοιχτός και σίγουρος.
Πέρα από τις όποιες φραστικές διακηρύξεις, η επιστροφή στην καπιταλιστική ανάπτυξη ισοδυναμεί με διατήρηση της σχετικής και συχνά απόλυτης εξαθλίωσης για τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ανέργους.
Οι υποσχέσεις για φιλολαϊκά αναπτυξιακά κριτήρια στον καπιταλισμό σηματοδοτούν είτε άγνοια των γενικών αρχών κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας είτε συνειδητή συσκότιση της σχέσης οικονομίας - πολιτικής. Στην ιδιαίτερη περίπτωση του Αλ. Αλαβάνου συμβαίνει το δεύτερο. Οι επιμέρους στόχοι και άξονες του Σχεδίου Β΄ είτε είναι ενσωματώσιμοι σε γραμμή αστικής διαχείρισης είτε είναι ουτοπικοί, απατηλοί.
Ο «δημοκρατικός οικονομικός σχεδιασμός για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας» με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε συνθήκες όπου βασιλεύει η αναρχία της καπιταλιστικής αγοράς, ο ανελέητος ανταγωνισμός και η εξουσία των μονοπωλίων.
Η κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία δεν είναι «δημόσια περιουσία» που ανήκει σε όλους. Το αστικό κράτος είναι το κράτος του κεφαλαίου. Οι κρατικές επιχειρήσεις είναι ιδιοκτησία του αστικού κράτους ως συλλογικού καπιταλιστή.
Στο πλαίσιο της «απελευθερωμένης» καπιταλιστικής αγοράς κάθε επιχείρηση (ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής του κράτους στη μετοχική της σύνθεση) είναι υποχρεωμένη να λειτουργήσει με γνώμονα το ποσοστό κέρδους της. Γι' αυτό και όμιλοι όπως η ΔΕΗ ΑΕ (που το κράτος διατηρεί τον έλεγχο της μετοχικής σύνθεσης) αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων τους και την επιβάρυνση της λαϊκής κατανάλωσης.
Η ύπαρξη κεντρικού σχεδιασμού προς όφελος των κοινωνικών αναγκών δεν είναι απλό τεχνικοοικονομικό πρόβλημα. Απαιτεί ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, για να προωθηθεί ο κεντρικός επιστημονικός σχεδιασμός ως σχέση παραγωγής και κατανομής του κοινωνικού προϊόντος.
Πάλι θα κληθεί να πληρώσει ο λαός
Το παράδειγμα των τραπεζών είναι χαρακτηριστικό. Τα προηγούμενα χρόνια ήταν υπό κρατικό έλεγχο η Εθνική Τράπεζα, η Αγροτική Τράπεζα, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Σήμερα έχει κρατικοποιηθεί μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) συνολικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ποια ήταν τα οφέλη για τη λαϊκή οικογένεια, τον αυτοαπασχολούμενο, τον τραπεζοϋπάλληλο; Η απάντηση είναι γνωστή, δε χρειάζεται τεκμηρίωση. Αποτελεί σύντομο ανέκδοτο ο στόχος για τοκοφόρο κεφάλαιο στην υπηρεσία του λαού.
Κανένας δημόσιος έλεγχος του χρηματοπιστωτικού τομέα και των λεγόμενων κρατικών επιχειρήσεων «στρατηγικής σημασίας» δεν μπορεί να αναιρέσει την τάση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, την τάση διόγκωσης του πλασματικού κεφαλαίου, τη σήψη και τον παρασιτισμό που είναι γνήσια τέκνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της μετοχικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Καμιά αλλαγή νομισματικής πολιτικής και ιμπεριαλιστικής συμμαχίας δεν μπορεί να γεφυρώσει τη βασική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας που οξύνεται, ούτε να αποτρέψει τις συνεχείς θυσίες του λαού στο βωμό της ανταγωνιστικότητας.
Οι στόχοι του συγκεκριμένου Σχεδίου όχι μόνο δεν είναι ριζοσπαστικοί, αλλά δεν μπορούν ούτε καν να διασφαλίσουν την ανάκτηση των απωλειών της προηγούμενης περιόδου. Προσωρινή παύση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους σημαίνει ότι ο λαός θα αποπληρώσει τελικά, έστω και μ' άλλους όρους, ένα μεγάλο μέρος ενός χρέους για το οποίο δεν ευθύνεται και δεν ωφελήθηκε από τη δημιουργία του.
Αξιοποίηση του υποτιμημένου εθνικού νομίσματος για βελτίωση των εξαγωγών ιδιωτικών και κρατικών ομίλων σημαίνει ότι θα διατηρηθεί και θα μεγαλώσει η ψαλίδα μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και του πραγματικού μισθού, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αργεντινή, όπου την υποτίμηση του νομίσματος συνόδευσε η άνοδος των τιμών στην εσωτερική αγορά.
Στην πραγματικότητα, καλείται και πάλι ο λαός να πληρώσει με διαφορετικό τρόπο (π.χ. αύξηση του πληθωρισμού με τις ακριβότερες εισαγωγές, εμφάνιση μαύρης αγοράς για ευρώ και δολάριο) για να ακολουθήσει τον ίδιο καταστροφικό δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής, «Ο μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος: Ευρώ ή δραχμή;», εκδ. «Κοροντζή», 2013.
2. Ο.π., σελ. 44.
3. Ο.π., σελ. 30.
4. Εφημερίδα «Πριν», 2 Δεκέμβρη 2012.
***

Το Σχέδιο Β' με «αντικαπιταλιστικό» προσωπείο
Το Σχέδιο Β΄, με περιτύλιγμα μια γενική κριτική του ρόλου της ΕΕ, αποτέλεσε τη βάση του κειμένου «Πρωτοβουλίας κατά του Ευρώ και της ΕΕ», στην οποία συμμετείχαν το ΜΑΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο Σύλλογος «Γιάννης Κορδάτος», η ΚΟ Ανασύνταξη.1
Το αρχικό κείμενο εργασίας, που παρουσιάστηκε το Δεκέμβρη του 2013, δεν περιελάμβανε ούτε καν τους στόχους της αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, της μονομερούς διαγραφής του χρέους, ούτε ανέφερε τις βασικές ταξικές δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται η πρόταση της Πρωτοβουλίας. Δεν υπήρξε καμία κριτική αναφορά στην κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το θολό αυτό πλαίσιο αρχικά εμφανίστηκε ως μεγάλη κοινωνικοπολιτική πρωτοβουλία αγώνα «κατά της Ελληνικής Προεδρίας». Στη συνέχεια, από την πλευρά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποσαφηνίστηκε ότι το εγχείρημα αφορά τη συγκρότηση πολιτικής - εκλογικής - μετωπικής συμπόρευσης που θα εμπνεύσει τους εργαζομένους.
Στο πρώτο δίμηνο του 2014 (μέχρι την ώρα που γραφόταν το παρόν άρθρο) ακολούθησαν πανελλαδικές διαδικασίες του ΜΑΑ/Σχεδίου Β΄ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ανταλλαγή πολιτικών προτάσεων μεταξύ τους. Βασικά στοιχεία της διαπραγμάτευσης, που μέχρι στιγμής δεν έχει οδηγήσει σε συμφωνία, ήταν το ζήτημα της αναφοράς στους στόχους της αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Παράλληλα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διευκρινίζει ότι το συγκεκριμένο μεταβατικό πρόγραμμα «θα πραγματοποιηθεί με τη δύναμη του πανεργατικού - παλλαϊκού ξεσηκωμού, με το ανασυγκροτημένο εργατικό λαϊκό κίνημα».
Τέλος, επαναλαμβάνει τη γνωστή κριτική της ότι το «ΚΚΕ παραπέμπει τα πάντα (μεταξύ αυτών και την έξοδο από την ΕΕ) στο μέλλον της λαϊκής εξουσίας και αρνείται να θέσει άμεσους πολιτικούς στόχους». Ως άμεσο πολιτικό στόχο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θεωρεί «την ανατροπή της βάρβαρης πολιτικής ΕΕ - ΔΝΤ - κεφαλαίου, της κυβέρνησης και κάθε κυβέρνησης με αντιλαϊκή πολιτική».2
Εγκλωβισμός του κινήματος σε ρόλο υπηρέτη της κυβερνητικής εναλλαγής
Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση των διαπραγματεύσεων κοινής εκλογικής καθόδου ΑΝΤΑΡΣΥΑ - Σχεδίου Β΄, το αρχικό κείμενο εργασίας για τη συμπόρευσή τους, ο χαρακτήρας των διαφορών τους και η συγκεκριμένη κριτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς το ΚΚΕ βοηθούν να βγουν ασφαλή συμπεράσματα για τον πολιτικό χαρακτήρα του μεταβατικού προγράμματος που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ακόμα και αν εμπλουτιστεί με τους στόχους της αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ο σοσιαλδημοκρατικός χαρακτήρας του Σχεδίου Β΄, στο οποίο αναφερθήκαμε διεξοδικά στην προηγούμενη ενότητα, δεν αλλάζει.
Ο άμεσος πολιτικός στόχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε βοηθά να κατανοηθεί η ανάγκη σύγκρουσης όχι μόνο με την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά με τον ταξικό χαρακτήρα της εξουσίας, να συνειδητοποιηθεί η αναγκαιότητα αλλαγής τάξης στην εξουσία. Εγκλωβίζει αντικειμενικά το κίνημα στο ρόλο του υπηρέτη της κυβερνητικής εναλλαγής και στην αυταπάτη της δυνατότητας φιλολαϊκής διαχείρισης μέσα από την αλλαγή ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και την επιστροφή στην καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ο εγκλωβισμός του εργατικού κινήματος σε κοινοβουλευτικές αυταπάτες δε βοηθά στην προετοιμασία για τη σύγκρουση με τους μηχανισμούς εξουσίας του κεφαλαίου, με το αστικό κράτος, προετοιμασία που απαιτεί κλιμάκωση της πάλης σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Αυτή η ρεφορμιστική γραμμή είναι η πολιτική βάση που επιτρέπει τόσο τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τις δυνάμεις του Σχεδίου Β΄ όσο και την κριτική στο ΚΚΕ, το οποίο δήθεν υποτιμά το στόχο της αποδέσμευσης από την ΕΕ επειδή τον συνδέει με την πάλη για την εξουσία.
Επιχειρεί να κρύψει την αλήθεια ότι το ΚΚΕ ήταν, είναι και θα είναι υπέρ της αποδέσμευσης από την ΕΕ και από κάθε ιμπεριαλιστική ένωση. Ταυτόχρονα, θέτει το ζήτημα ότι οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις μπορούν να ωφεληθούν από την αποδέσμευση μόνο αν αυτές ηγηθούν στη ρήξη με την αστική τάξη και όχι αν συρθούν πίσω από τις αστικές διαδικασίες και συμβιβασμούς, για μια πιο χαλαρή νομισματική σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ ή άλλη ένωση.
Γενικότερα, η λογική του μεταβατικού προγράμματος πάλης ενάντια στην ΕΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε βοηθά στην ταξική ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος, στην ανειρήνευτη αντιπαράθεσή του με όλα τα τμήματα της αστικής τάξης.
Συχνά η υπεράσπιση της συγκεκριμένης ρεφορμιστικής γραμμής γίνεται με επίκληση του Λένιν και της σημασίας που απέδιδε στην προβολή ριζοσπαστικών στόχων πάλης για την ωρίμανση της ταξικής συνείδησης. Ο χαρακτήρας του άρθρου δεν επιτρέπει μια αναλυτική εξέταση του θέματος. Ωστόσο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Λένιν τόνιζε διαρκώς ότι προϋπόθεση για να διεξάγεται ολοκληρωμένα η ταξική πάλη, είναι ο προσανατολισμός της στο βασικό πολιτικό ζήτημα, της οργάνωσης της κρατικής εξουσίας. Αυτή η αρχή διαπερνά όλες τις επεξεργασίες του, παρά τις εκάστοτε διαφορές ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες.
Για παράδειγμα, στην επεξεργασία του «Προγράμματος Ειρήνης», το 1916, ο Λένιν πρόβαλε τη σημασία των ριζοσπαστικών συνθημάτων και στόχων, όπως η «δημοκρατική ειρήνη» και η άρνηση αποπληρωμής του χρέους. Ομως, παράλληλα τόνισε ότι το «Πρόγραμμα» πρέπει να εξηγεί στο λαό πως ούτε μία από τις αστικές δημοκρατικές διαδικασίες δεν μπορεί να είναι πραγματοποιήσιμη σε σταθερή βάση, παρά μόνο με επαναστατικές μάχες κάτω από τη σημαία του σοσιαλισμού. Γι' αυτό ξεκαθάριζε πως εξαπατά το προλεταριάτο όποιος υπόσχεται «δημοκρατική ειρήνη», χωρίς να προπαγανδίζει ταυτόχρονα τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η επίκληση του Λένιν, για να εγκλωβιστεί το κίνημα κάτω από την ξένη σημαία του αστικού ευρωσκεπτικισμού, μόνο ως προκλητική μπορεί να χαρακτηριστεί.
***
Το εργατικό κίνημα οφείλει να προβάλλει την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων ως αναγκαίο όρο για να λειτουργήσουν η αποδέσμευση από την ΕΕ, η διαγραφή του δημόσιου χρέους υπέρ του λαού. Να διαλύει την αυταπάτη ότι μια καπιταλιστική χώρα εκτός Ευρωζώνης (π.χ. Βρετανία, Δανία) μπορεί να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία. Να γίνει αντιληπτή η συνευθύνη όλων των αστικών τάξεων στην κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης και να εστιάσει στην αναμέτρηση με την εγχώρια αστική τάξη. Για να μη στοιχισθεί τελικά η όποια συνειδητή ή αυθόρμητη λαϊκή αμφισβήτηση πίσω από τις επιλογές τμημάτων της αστικής τάξης, απαιτείται σκληρή αναμέτρηση με το οπορτουνιστικό ρεύμα και τη γραμμή του «μεταβατικού προγράμματος» ενσωμάτωσης.
Το σύνθημα του ΚΚΕ «αποδέσμευση από την ΕΕ και διαγραφή του χρέους με εργατική εξουσία» συμπυκνώνει τη γραμμή πάλης σε επαναστατική κατεύθυνση. Αποτελεί συνεισφορά σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο για να εκπληρώσει η εργατική τάξη την ιστορική της αποστολή. Βοηθά να κλιμακωθεί ο οικονομικός και πολιτικός αγώνας σε ένα αδιάρρηκτο σύνολο, με συνέχεια, διάρκεια και νικηφόρα προοπτική.
Παραπομπές:
1. Εφημερίδα «Πριν», 22 Οκτώβρη 2012.
2. Απόφαση της συνεδρίασης του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 16 Φλεβάρη 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου