Σελίδες

26 Φεβ 2012

Κανονισμός της ΕΕ «ΜΟΝΤΙ ΙΙ»: Αντεργατικό τερατούργημα για την κατάργηση της απεργίας

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη από το 2011 έχει ετοιμάσει για υιοθέτηση από το Συμβούλιο της ΕΕ Κανονισμό για «την άσκηση του δικαιώματος της συλλογικής δράσης, στο πλαίσιο των οικονομικών ελευθεριών στην ενιαία αγορά και ιδιαίτερα της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών». Το κείμενο της Επιτροπής δεν έχει δοθεί ακόμη επίσημα στη δημοσιότητα. Πρόκειται κυριολεκτικά γιααντεργατικό τερατούργημα για την κατάργηση της απεργίας.
Ο χαρακτηρισμός του αντεργατικού τερατουργήματος με το προσωνύμιο «ΜΟΝΤΙ ΙΙ» αποτελεί επιβράβευση των υπηρεσιών του Ιταλού οικονομολόγου Μάριο Μόντι στην ΕΕ, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Ο Μάριο Μόντι υπηρέτησε ως επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς, Υπηρεσιών, Τελωνείων και Φορολογίας (1995 - 1999) και ως επίτροπος Ανταγωνισμού την περίοδο 1999 - 2004, ισόβιος γερουσιαστής στην Ιταλική Βουλή από το 2011 και σημερινός πρωθυπουργός της Ιταλίας, πρότυπο για το πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου, που προβάλλεται από την πλουτοκρατία μέσα από τα ΜΜΕ, για το τσάκισμα της απεργίας και των άλλων δικαιωμάτων που κατέκτησε με σκληρούς αγώνες και αίμα η εργατική τάξη.
Το αντικείμενο του Κανονισμού
Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με αφορμή τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ στις υποθέσεις «Viking Line» (υπόθεση C-438/05 της 11/12/2007) και «Laval» (υπόθεση C-341/05 της 18/12/2007), καθώς και τη συναφή υπόθεση «Ruffert,» επιτίθεται ευθέως στο δικαίωμα της απεργίας και συνολικά της δράσης του εργατικού κινήματος. Με προκλητικότατο τρόπο επιχειρεί να εξαπατήσει τους εργαζόμενους, δηλώνοντας ότι οι πιο πάνω αποφάσεις του Ευρωδικαστηρίου έκαναν αναγκαία τη ρύθμιση του απεργιακού δικαιώματος και δήθεν στο όνομα της προστασίας του, ευθέως εξαρτά τη συνδικαλιστική δράση του εργατικού κινήματος από την έγκριση της ΕΕ, των αστικών κυβερνήσεων και των καπιταλιστών.
Ο ρόλος της εργατικής αριστοκρατίας

Τα συμβιβασμένα και ξεπουλημένα ευρωπαϊκά εργατικά συνδικάτα (ETUC/CES), ύστερα από τις αποφάσεις του Ευρωδικαστηρίου, εξαπατώντας τους εργαζόμενους και καλλιεργώντας αυταπάτες για το χαρακτήρα της ΕΕ ζητούσαν από την ΕΕ να συμπεριλάβει στη Συνθήκη της Λισαβόνας ένα «Κοινωνικό Πρωτόκολλο» στο οποίο θα δηλωνόταν η υπεροχή των βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων έναντι των οικονομικών ελευθεριών. Οι καπιταλιστές από την πλευρά τους, διά μέσου της Ενωσής τους, της «Business Europe», χαιρέτισαν τις αποφάσεις, όπως και οι αστικές κυβερνήσεις. Μάλιστα, οι αστικές κυβερνήσεις της Σουηδίας, της Γερμανίας, του Λουξεμβούργου και της Δανίας έσπευσαν να τροποποιήσουν την εργατική τους νομοθεσία, με το επιχείρημα της συμμόρφωσης στις αποφάσεις του Ευρωδικαστηρίου, περιορίζοντας το δικαίωμα της απεργίας. Ετσι, η ΕΕ αξιοποιώντας γι' άλλη μια φορά τις ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες έρχεται να δώσει ένα συντριπτικό χτύπημα στο απεργιακό δικαίωμα, παρουσιάζοντάς το σαν ανταπόκρισή της στο αίτημα των συνδικάτων.
Το ιστορικό των αποφάσεων του ευρωδικαστηρίου
Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ έκριναν παράνομες τις απεργίες των Φιλανδών ναυτεργατών και των Σουηδών οικοδόμων, επειδή παραβιάζουν τη θεμελιώδη ελευθερία που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες της ΕΕ, την ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου. Απέδειξαν γι' ακόμη μια φορά τον πραγματικό αντιδραστικό χαρακτήρα της ΕΕ, σαν ιμπεριαλιστικής διακρατικής ένωσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.


MotionTeam
Σε συντομία το ιστορικό των υποθέσεων που έκρινε το Δικαστήριο της ΕΕ είναι το εξής: Στην πρώτη υπόθεση η φιλανδική εφοπλιστική εταιρεία «Viking Line», προσέφυγε σε αγγλικό δικαστήριο ζητώντας να κηρυχθεί παράνομη η απεργία της Φιλανδικής Ομοσπονδίας Ναυτεργατών (FSU) και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις Μεταφορές (ITF), με αίτημα να υποχρεωθεί η «Viking Line» να μη μεταφέρει το πλοίο της «Rosella» (που εκτελεί τη γραμμή Ελσίνκι - Ταλίν) στην εσθονική σημαία, για να εκμεταλλευτεί έτσι ακόμη αγριότερα τους ναυτεργάτες του πλοίου, αφού έτσι θα εφάρμοζε την εσθονική συλλογική σύμβαση εργασίας, που προβλέπει πολύ χαμηλότερους μισθούς και δικαιώματα για τους ναυτεργάτες.
Στη δεύτερη η λετονική εταιρεία «Laval», προσέφυγε σε σουηδικό δικαστήριο ζητώντας να κηρυχθούν παράνομες οι απεργιακές κινητοποιήσεις της Σουηδικής Ομοσπονδίας Οικοδόμων (Byggnads) και του τοπικού παραρτήματός της στην πόλη Vaxholm (όπου ο λετονικός μονοπωλιακός όμιλος είχε αναλάβει την κατασκευή ενός σχολείου, μέσω της θυγατρικής εταιρείας «Baltic», φέρνοντας να εργαστούν σ' αυτό Λετονοί οικοδόμοι) με αίτημα να υποχρεωθεί το λετονικό μονοπώλιο να υπογράψει συλλογική σύμβαση εργασίας με τη Σουηδική Ομοσπονδία, ώστε να εφαρμόζονται και στους Λετονούς εργάτες οι όροι εργασίας και οι μισθοί της σουηδικής συλλογικής σύμβασης, που ήταν πολύ ανώτεροι από το μισθό πείνας που τους κατέβαλε η επιχείρηση με βάση τη λετονική σύμβαση.


Motion Team
Και οι δύο υποθέσεις έφτασαν στο Δικαστήριο της ΕΕ, το οποίο εξέδωσε τις αποφάσεις του, με τις οποίες κρίνει παράνομες τις απεργίες, επειδή «παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο» και συγκεκριμένα τα «θεμελιώδη δικαιώματα», που θεσπίστηκαν και κατοχυρώθηκαν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, δηλαδή το «δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων» (άρθρο 43 της Συνθήκης ΕΚ) και το «δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και κυκλοφορίας των εργαζομένων» (άρθρο 49 της Συνθήκης και οδηγία 96/71 ΕΚ για την απόσπαση εργαζομένων) στα κράτη μέλη της ΕΕ.
Το περιεχόμενο του Κανονισμού «Μόντι ΙΙ»
Στο άρθρο 1 ορίζεται το αντικείμενο του Κανονισμού που είναι να καθορίσει τις γενικές αρχές και τους κανόνες στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης που διέπουν το «θεμελιώδες δικαίωμα της άσκησης συλλογικής δράσης στο πλαίσιο των οικονομικών ελευθεριών και ιδιαίτερα της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών». Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι ο κανονισμός δεν πρέπει να ερμηνευτεί ότι επηρεάζει την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών σχετικά με το δικαίωμα της απεργίας, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις ΣΣΕ, κάτι που όμως αποτελεί χυδαίο ψέμα και παραπλάνηση, αφού το ίδιο το περιεχόμενο του Κανονισμού εξαρτά το δικαίωμα της απεργίας και των συλλογικών διαπραγματεύσεων από την οικονομική ελευθερία των καπιταλιστών.
Στο άρθρο 2 μπαίνουν οι Γενικές Αρχές για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Ετσι, ορίζεται ότι το δικαίωμα της απεργίας και συνολικά της συλλογικής δράσης των εργατικών συνδικάτων πρέπει να σέβεται τις οικονομικές ελευθερίες κίνησης του κεφαλαίου που κατοχυρώνονται από τις Συνθήκες της ΕΕ και να είναι «σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας». Για να εξαπατήσει τους εργαζόμενους δηλώνει και το αντίθετο, ότι δήθεν και οι ελευθερίες του κεφαλαίου πρέπει επίσης να σέβονται το δικαίωμα δράσης των συνδικάτων, κάτι το οποίο δεν έχει καμία πρακτική αξία για την εργατική τάξη, γιατί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η ιδιοκτησία των καπιταλιστών στα Μέσα Παραγωγής και η ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου, η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης είναι κατοχυρωμένα στα αστικά εθνικά Συντάγματα και τις Ενοποιημένες Συνθήκες της ΕΕ, υπέρτατη και απαραβίαστη αρχή της κυριαρχίας του κεφαλαίου. «Το δικαίωμα της απεργίας τίθεται υπό εξέταση, ώστε να συμβιβάζεται με το δικαίωμα της ελεύθερης κίνησης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών του κεφαλαίου σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ». Η απαγόρευση του δικαιώματος της απεργίας επιδιώκεται να επιβληθεί σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ, με κριτήριο ότι πλήττεται η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών του κεφαλαίου τόσο σε εθνικό όσο και σε διακρατικό επίπεδο. Δηλαδή όπως έγινε με την απαγόρευση της απεργίας των Σουηδών και Λετονών οικοδόμων στη Σουηδία, γιατί σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου της ΕΕ θίγεται η εγκατάσταση και η επιχειρηματική δραστηριότητα θυγατρικής λετονικής εταιρείας στη Σουηδία.
Το άρθρο 3 ορίζει ότι τα εθνικά δικαστήρια του κράτους μέλους όπου διεξάγεται η απεργία θα κρίνουν εάν η απεργία συμβιβάζεται με την ελευθερία του κεφαλαίου, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τη νομοθεσία της ΕΕ υπό την ότι το δικαστήριο της ΕΕ θα τον τελικό λόγο. Ετσι η ΕΕ δημιουργεί το αντιδραστικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να εφαρμόζουν τα εθνικά δικαστήρια, με βάση τη γενική αρχή του άρθρου 2 - ότι δηλαδή η απεργία δεν θίγει τα δικαιώματα της οικονομικής ελευθερίας του κεφαλαίου - ακόμη κι αν αυτό δεν προβλέπεται στην εθνική τους εργατική νομοθεσία. Από την άλλη κατοχυρώνει την αρμοδιότητα του Ευρωδικαστηρίου να αποφασίζει και να επιβάλλει την ευρωενωσιακή νομοθεσία, το σιδερένιο κανόνα απαγόρευσης των απεργιών στα κράτη μέλη της ΕΕ.
Με το άρθρο 4 δίνεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να δημιουργούν εξωδικαστικούς μηχανισμούς διαιτησίας ή μεσολάβησης κλπ, ενώ ταυτόχρονα δίνεται η δυνατότητα συμφωνίας σε επίπεδο ΕΕ των ξεπουλημένων ευρωπαϊκών συνδικάτων με τους καπιταλιστές να δημιουργούν τέτοιους μηχανισμούς μεσολάβησης, διαιτησίας κλπ, δηλαδή μηχανισμούς με τους οποίους θα σφαγιάζεται το απεργιακό δικαίωμα με όχημα τον «κοινωνικό εταιρισμό», για την υποταγή της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο.
Το άρθρο 5 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ενημερώνουν τα άλλα κράτη μέλη των οποίων οι επιχειρήσεις τους θίγονται από μία απεργιακή κινητοποίηση και την Επιτροπή για τα μέτρα που παίρνουν ή που σκοπεύουν να πάρουν για να σταματήσουν την απεργία, όταν θίγει τις οικονομικές ελευθερίες του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα δίνει το δικαίωμα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει επιπρόσθετα μέτρα εάν δεν ικανοποιείται το κεφάλαιο από τα μέτρα του συγκεκριμένου κράτους μέλους ενάντια στην απεργία.
Γι' ακόμη μια φορά επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ όχι μόνο για το χαρακτήρα και το ρόλο της ΕΕ, αλλά και για τις προειδοποιήσεις του, όταν είχαν εκδοθεί οι αποφάσεις του Ευρωδικαστηρίου, για την πρόθεση της ΕΕ να πλήξει άγρια το δικαίωμα της απεργίας και των ΣΣΕ.
Και νομοθετικά πλέον επικυρώνονται οι αποφάσεις του Ευρωδικαστηρίου. Με ευρωενωσιακή νομοθεσία θεσμοθετείται μία από τις βασικές συνέπειες της ελευθερίας κίνησης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, να μετακινεί την έδρα του (εικονικά ή πραγματικά) σε χώρες της ΕΕ, με χαμηλότερους μισθούς και χειρότερους όρους και συνθήκες εργασίας και στη συνέχεια να τους χρησιμοποιεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος δραστηριοποιείται. Με τον τρόπο αυτό ασκεί πίεση, με στόχο να συντρίψει όποιες κατακτήσεις έχει διατηρήσει σήμερα η εργατική τάξη και το εργατικό κίνημα σε κάποια κράτη μέλη, επιβάλλοντας σε ολόκληρη την ΕΕ τους όρους και τις συνθήκες της πιο στυγνής και άγριας εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.
Ο χρόνος που έρχεται ο κανονισμός δεν είναι τυχαίος
Η όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης στην ΕΕ και η βάρβαρη αντιλαϊκή επίθεση ΕΕ - αστικών κυβερνήσεων και μονοπωλίων στην εργατική τάξη προϋποθέτει και το άγριο χτύπημα του εργατικού κινήματος και των εργατικών αγώνων.
Με τον Κανονισμό το δικαίωμα της απεργίας και ο τρόπος άσκησής του δεν αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και των εθνικών τους δικαστηρίων, αλλά και στην αρμοδιότητα της ΕΕ και του Δικαστηρίου. Με άλλα λόγια οι απεργίες δεν θα κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές μόνο από την ταξική δικαιοσύνη των κρατών μελών (όπως κατά κανόνα συμβαίνει σε όλες τις χώρες της ΕΕ και στην Ελλάδα), αλλά και από το Ευρωδικαστήριο, που έτσι θα έχει τη γενική εποπτεία καταστολής των ταξικών αγώνων της εργατικής τάξης, αν οι μηχανισμοί καταστολής σε κάποιο κράτος μέλος της ΕΕ δεν λειτουργούν αποτελεσματικά.
Υπέρτατη αρχή στην οποία θεμελιώνεται ολόκληρο το αντιδραστικό και αντιλαϊκό οικοδόμημα της ΕΕ είναι η ελεύθερη κίνηση του κεφαλαίου, ώστε να δημιουργεί τους πιο βάρβαρους όρους εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Η ελευθερία αυτή του κεφαλαίου στηρίζεται στις περιβόητες τέσσερις ελευθερίες που θέσπισε η Συνθήκη του Μάαστριχτ - κίνησης κεφαλαίων, εργαζομένων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Αυτές είναι οι μόνες αδιαπραγμάτευτες. Τα «άγια των αγίων» της Ενωσης του κεφαλαίου. Μπροστά στις ελευθερίες αυτές υποχωρεί και είναι ανίσχυρο το όποιο περιορισμένο δικαίωμα έχει κατακτήσει με σκληρούς αγώνες και θυσίες η εργατική τάξη.
Τέλειωσαν οι αυταπάτες που καλλιέργησαν συστηματικά ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑ.Ο.Σ., ΣΥΡΙΖΑ, τα κόμματα της Μπακογιάννη και του Κουβέλη, των Οικολόγων Πράσινων και ο κυβερνητικός, εργοδοτικός συνδικαλισμός ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ περί της ενωμένης Ευρώπης της ισοτιμίας, της σύγκλισης και της κοινωνικής αλληλεγγύης, περί της «αλλαγής από τα μέσα» της ΕΕ.
Η εργατική τάξη έχει αποκτήσει πλούσια πείρα. Τώρα πρέπει να τη χρησιμοποιήσει και να βγάλει τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα. Να τιμωρήσει σκληρά τα κόμματα της πλουτοκρατίας, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΛΑ.Ο.Σ., Δημ. Συμμαχία, να γυρίσει την πλάτη στους οπορτουνιστές του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ, που εξωραΐζουν και υπερασπίζονται τον ευρωμονόδρομο και την ΕΕ.
Να συμπορευτεί με το ΚΚΕ και το ταξικό εργατικό κίνημα, το ΠΑΜΕ και τις άλλες αντιμονοπωλιακές συσπειρώσεις, τις ΠΑΣΥ, ΠΑΣΕΒΕ, ΜΑΣ, ΟΓΕ για την ενδυνάμωση της λαϊκής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαικά στρώματα. Κλιμάκωση της ταξικής πάλης, για την αποδέσμευση από την ΕΕ, τη μονομερή διαγραφή του χρέους, την οικοδόμηση της Λαϊκής Εξουσίας και Οικονομίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου