Σελίδες

24 Νοε 2011

«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ» ΤΗΣ ΕΕ : Ενισχύει τα μονοπώλια απέναντι στους λαούς.



Κλιμάκωση του πολέμου των μονοπωλίων κατά των λαών συνιστά η δέσμη μέτρων που παρουσίασε χτες η Κομισιόν για την ενίσχυση της «οικονομικής διακυβέρνησης», με επιδίωξη την αυστηρότερη επιτήρηση των εθνικών προϋπολογισμών από τα ευρωενωσιακά όργανα, προκειμένου να επιτευχθούν οι αντιλαϊκοί στρατηγικοί στόχοι του Συμφώνου Σταθερότητας και της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Στην πραγματικότητα, οι προτάσεις της Κομισιόν αποσκοπούν στην επιτάχυνση των «διαρθρωτικών αλλαγών», προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωμονοπωλίων μέσω της δραστικής συμπίεσης της τιμής της εργατικής δύναμης στα επίπεδα της Κίνας, της Ινδίας, της Βραζιλίας και άλλων αναδυόμενων καπιταλιστικών οικονομιών. Παράλληλα, μέσω της ενίσχυσης της οικονομικής διακυβέρνησης, επιχειρείται η αναμόρφωση της Ευρωζώνης σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση, δίχως βέβαια να αντιμετωπίζει τις ανυπέρβλητες αντιθέσεις και τους οξυμένους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, στο πλαίσιο της ΕΕ και της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής, τα κράτη - μέλη θα υποχρεώνονται να καταθέτουν, ως τις 15 Οκτώβρη κάθε έτους, το σχέδιο προϋπολογισμού για τον επόμενο χρόνο, πριν εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια.

 Στη συνέχεια η Επιτροπή θα αξιολογεί τα προσχέδια των προϋπολογισμών και θα διατυπώνει συγκεκριμένες συστάσεις σε κάθε χώρα - μέλος. Σε περίπτωση που διαπιστωθούν αποκλίσεις από τους στόχους του Συμφώνου Σταθερότητας, η Επιτροπή θα μπορεί να ζητά αλλαγές στο σχέδιο του προϋπολογισμού.
Επίσης, προβλέπεται ότι οι εθνικοί προϋπολογισμοί θα καταρτίζονται με βάση τις προβλέψεις «ανεξάρτητων οργανισμών», ώστε να ενισχύεται τάχα η αξιοπιστία τους. Στην πραγματικότητα, μπούσουλα για τη σύνταξη των προϋπολογισμών θα αποτελούν οι εκθέσεις του ΟΟΣΑ και άλλων ιμπεριαλιστικών Οργανισμών, που σε μόνιμη βάση πιέζουν για τσάκισμα των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου και να διασφαλιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα.
Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώνει σημαντικό εκτροχιασμό στα δημοσιονομικά στοιχεία ενός κράτους - μέλους, θα μπορεί να ζητά την υπαγωγή της σε «πρόγραμμα χρηματοδοτικής αρωγής», δηλαδή σε καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Το κράτος - μέλος που θα μπαίνει σε «πρόγραμμα αρωγής» θα υποχρεώνεται, σύμφωνα με την Επιτροπή, σε ενισχυμένη εποπτεία, μέχρις ότου να αποπληρώσει το 75% της βοήθειας που του έχει χορηγηθεί. Αυτονόητο είναι ότι η συμμόρφωση με τα συμφωνηθέντα και η αποπληρωμή των νέων δανείων που προβλέπει η δήθεν «αρωγή» προϋποθέτουν διαρκή μέτρα και ανατροπές σε βάρος των εργαζομένων και του λαού.
Προπέτασμα με «ευρωομόλογο»
Παράλληλα, η Κομισιόν παρουσίασε τις προτάσεις της για τη δημιουργία «ευρωομολόγου», το οποίο θα αποτελέσει εργαλείο για την υλοποίηση όλων των παραπάνω στρατηγικών στόχων. Οπως τόνισε ο Ζ. Μπαρόζο«τα ευρωομόλογα από μόνα τους δε θα λύσουν τα προβλήματα της Ευρωζώνης, αν δε συνοδεύονται από δημοσιονομική πειθαρχία και σύγκλιση στις οικονομίες των χωρών - μελών της». Ο πρόεδρος της Κομισιόν ξεκαθάρισε ότι «για να επιστρέψουν στην ανάπτυξη, τα κράτη - μέλη θα πρέπει να ενισχύσουν τις επιδόσεις τους σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των δεσμεύσεων για διαρθρωτικές αλλαγές, καθώς και να αγκαλιάσουν τη βαθύτερη ενσωμάτωση στην Ευρωζώνη».
Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά στο ευρωομόλογο (ή «ομόλογο σταθερότητας») η Επιτροπή προτείνει τρεις επιλογές.
  • Πρώτον, την πλήρη αντικατάσταση των εθνικών ομολόγων με ευρωομόλογα, τα οποία θα έχουν τις εγγυήσεις της Ευρωζώνης. Η πρόταση αυτή θεωρείται η πλέον φιλόδοξη και βρίσκει κάθετα αντίθετη τη Γερμανία. Επιπλέον, το σενάριο αυτό απαιτεί την αλλαγή της Συνθήκης της ΕΕ.
  • Δεύτερον, τη μερική αντικατάσταση των εθνικών ομολόγων με ευρωομόλογα, τα οποία θα έχουν τις εγγυήσεις της Ευρωζώνης. Στην περίπτωση αυτή, τα ευρωομόλογα θα καλύπτουν ως ένα συγκεκριμένο ποσοστό του χρέους των κρατών - μελών. Και αυτή η εκδοχή χρειάζεται αλλαγή της Συνθήκης.
  • Τρίτον, τη μερική αντικατάσταση των εθνικών ομολόγων με ευρωομόλογα, τα οποία δε θα έχουν τις εγγυήσεις της Ευρωζώνης. Η επιλογή αυτή θεωρείται η πλέον ασύμφορη για τις υπερχρεωμένες χώρες, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα, καθώς δεν απαιτεί την αλλαγή της Συνθήκης.
Κληθείς να σχολιάσει τις ισχυρές αντιρρήσεις της Γερμανίας για την πιθανή έκδοση ευρωομολόγων, ο Ζ. Μπαρόζο εμφανίστηκε αισιόδοξος, δηλώνοντας πεπεισμένος ότι οι επιφυλάξεις αυτές έχουν να κάνουν με το χρονοδιάγραμμα και όχι με την ουσία του εγχειρήματος.
Νωρίτερα, η Α. Μέρκελ είχε επικρίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το γεγονός ότι παρουσίασε προτάσεις για την κοινή έκδοση ομολόγων από τις 17 κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, αποκαλώντας την ιδέα «απρόσφορη». Μιλώντας στη γερμανική Βουλή η καγκελάριος σημείωσε ότι «το θεωρώ εξαιρετικά ανησυχητικό και απρόσφορο ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στρέφει σήμερα την προσοχή σε τέτοια ευρωομόλογα». Η Μέρκελ πρόσθεσε ότι το μήνυμα που θα έστελναν τα ευρωομόλογα θα ήταν πως τα διαρθρωτικά προβλήματα της νομισματικής ένωσης θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν από μια ενοποίηση του χρέους. «Αυτό είναι ακριβώς που δεν θα λειτουργήσει», τόνισε χαρακτηριστικά.
Υπέρ της δημιουργίας ενιαίας αρχής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που θα εγκρίνει τους προϋπολογισμούς των κρατών - μελών της ΕΕ, τάχθηκε, μιλώντας σε Ελληνες δημοσιογράφους, ανώτατη πηγή της γερμανικής Βουλής. Η ίδια πηγή προτείνει μάλιστα τη δημιουργία μηχανισμού αυτόματων κυρώσεων, αν κάποια χώρα αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις της Κομισιόν και δεν προσαρμόσει τον προϋπολογισμό της.


Ευρω-ανταγωνισμοί και αδιέξοδα
«Καμπανάκι», ότι η κρίση βαθαίνει, αποτελεί η αδυναμία της Γερμανίας να αντλήσει το ποσό που προσδοκούσε από τη δημοπρασία ομολόγων
Τους οξυμένους ανταγωνισμούς μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και τα αδιέξοδα της αστικής διαχείρισης της κρίσης ήρθε να αναδείξει η έκβαση της χτεσινής δημοπρασίας κρατικών ομολόγων της Γερμανίας. Το Βερολίνο στόχευε σε άντληση 6 δισ. ευρώ από τη δημοπρασία 10ετών τίτλων. Τελικά, άντλησε μόνο 3,644 δισ. ευρώ, με απόδοση στο 1,98% έναντι 2,09% κατά την προηγούμενη αντίστοιχη δημοπρασία.
Παράγοντες της αγοράς χρήματος, που επικαλείται το «Reuters», χαρακτηρίζουν «καταστροφική» τη μη πλήρη κάλυψη δημοπρασίας δεκαετών ομολόγων, καθώς ενίσχυσε τις ανησυχίες για βάθεμα της κρίσης που μαστίζει την Ευρωζώνη ακόμη και στο ισχυρότερο κράτος μέλος της. Αποτέλεσμα της μη κάλυψης ήταν ότι η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας (Μπούντεσμπανκ) αναγκάστηκε να διακρατήσει ποσοστό 39% της έκδοσης, με την ελπίδα να το διαθέσει στη συνέχεια στη δευτερογενή αγορά, ώστε να αντλήσει το σύνολο του ζητούμενου ποσού.
Οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η Γερμανία στην αγορά ομολόγων αποτελούν «σήμα συναγερμού», δήλωσε ο Εβαλντ Νοβότνι, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκές τράπεζες στρέφονται μαζικά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για άντληση ρευστότητας, εν μέσω ενδείξεων ότι αποκλείονται από τις καπιταλιστικές αγορές του χρήματος. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Financial Times», η ΕΚΤ δάνεισε χτες στις τράπεζες, στο πλαίσιο των εβδομαδιαίων δημοπρασιών της, το ποσό των 247 δισ. ευρώ, το υψηλότερο μέσα στο 2011, μεγαλύτερο κατά 11 δισ. ευρώ σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα και κατά 52 δισ. ευρώ σε σχέση με δύο εβδομάδες πριν. Ο αριθμός των τραπεζών που έλαβαν μέρος στη δημοπρασία αυξήθηκε, επίσης, από 161 σε 178.
Από την πλευρά του, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Φρ. Μπαρουέν επανήλθε χτες στην ιδέα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να αποκτήσει ένα ρόλο δανειστή τελευταίας προσφυγής προκειμένου να αποφευχθεί μετάδοση της κρίσης στην Ευρωζώνη, ένα θέμα που φέρνει αντιμέτωπες τη Γαλλία με τη Γερμανία.
«Η καλύτερη απάντηση για να αποφευχθεί η διάχυση (της κρίσης) σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ιταλία είναι από γαλλικής πλευράς μία παρέμβαση ή μια δυνατότητα παρέμβασης, μια ανακοίνωση παρέμβασης ενός δανειστή τελευταίας προσφυγής, που θα συνίσταται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα», σημείωσε. Παραδέχθηκε ωστόσο ότι σήμερα αυτό δεν είναι δυνατό, γιατί από τη μία πλευρά «οι ευρωπαϊκές συνθήκες δεν επιτρέπουν την άσκηση νομισματικής πολιτικής διαμέσου των εθνικών προϋπολογισμών» και από την άλλη πλευρά «η Γερμανία διατηρεί στη μνήμη της εδώ και 70 χρόνια τον πολιτικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει η άνοδος του πληθωρισμού και της υπερχρέωσης».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου