Σελίδες

31 Ιουλ 2011

Προσωρινός αντιλαϊκός συμβιβασμός στην Ευρωζώνη.



Του Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Την ώρα που η Ελλάδα αναδείχθηκε επίσημα στο πρώτο κράτος - μέλος της Ευρωζώνης με μερική αδυναμία πληρωμής των δανειακών υποχρεώσεών της, η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται να πανηγυρίζει για την απόφαση της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής της ΕΕ. Μια απόφαση που αποδέχεται τη μερική ελεγχόμενη χρεοκοπία της χώρας. 
Η κυβέρνηση προβάλλει σαν σωτηρία το νέο δανειακό πακέτο των 109 δισ. ευρώ και τη συμφωνία επιμήκυνσης της διαχείρισης του δημόσιου χρέους υπό την αιγίδα της ΕΕ.
Ποιους αφορά η σωτηρία; Σίγουρα δεν αφορά τους εργαζόμενους που θα δοκιμασθούν με νέα σκληρότερα μέτρα, για να διασφαλιστεί φθηνότερη εργατική δύναμη και επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων. Μεγαλύτερη φοροεπιδρομή, ταχύτερη εκποίηση της δημόσιας περιουσίας στους μονοπωλιακούς ομίλους, νέο Μνημόνιο το φθινόπωρο συνοδεύουν τη συμφωνία που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση. Φυσικά, οι γενικές κατευθύνσεις κλιμάκωσης της αντιλαϊκής επίθεσης δεν αποτελούν ελληνική πρωτοτυπία. Καθορίζονται απ' την αντεργατική στρατηγική «Ευρώπη 2020» και κωδικοποιούνται με το «Σύμφωνο για το ευρώ».
Ομως, η ελληνική κυβέρνηση αποδείχθηκε «βασιλικότερη του βασιλέως». Διασφάλισε για τους πιστωτές ότι «θα τεθεί σε εφαρμογή συμφωνία παροχής εγγυήσεων», δηλαδή η περιουσία του ελληνικού δημόσιου διατίθεται σαν εμπράγματη εγγύηση για το νέο δάνειο. Σ' αυτήν την κατεύθυνση, θα αξιοποιηθεί και το νεοϊδρυθέν Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου.

Τότε ποιους έσωσε η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής, για την οποία πανηγυρίζει η ελληνική κυβέρνηση;
Διασφάλισε, έστω, μια ουσιαστική μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους;
Ο Γάλλος Πρόεδρος Σαρκοζί προσδιόρισε τη μείωση στο 24% του ΑΕΠ. Δηλαδή, δεν επιστρέφουμε καν στο επίπεδο του δημόσιου χρέους που υπήρχε πριν την ενεργοποίηση του μνημονίου το 2009. Το ελληνικό δημόσιο αντί να πληρώσει 34 δισ. ευρώ τόκους, σε εφτάμισι χρόνια, θα πληρώσει πάνω από 57 δισ. ευρώ σε 15 χρόνια. Το σύνολο του χρέους μεταφέρεται στο μέλλον, καθώς μέχρι το 2020 δεν θα καταβληθούν χρεολύσια, αξίας 135 δισ. ευρώ.
Ποιοι σώθηκαν, λοιπόν; Οι ξένοι και εγχώριοι τραπεζικοί όμιλοι και τα κράτη πιστωτές.
Απ' τα 109 δισ. ευρώ του περιβόητου πακέτου σωτηρίας, τα 20 δισ. θα διατεθούν για αναπλήρωση κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών και τα 35 δισ. δεν θα δοθούν στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά θα διατηρηθούν ως εγγύηση για τους κινδύνους που διατρέχουν οι ιδιωτικές τράπεζες. Ομως, το κύριο ζήτημα που ανέδειξε η Σύνοδος δεν περιορίζεται στους όρους διαχείρισης του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Εύθραυστος συμβιβασμός
Παρά τη στρατηγική συμφωνία τους, για κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, είναι πλέον φανερή η δυσκολία μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ και των διάφορων τμημάτων του μεγάλου κεφαλαίου να καταλήξουν σε ένα στέρεο μεσοπρόθεσμο συμβιβασμό σχετικά με την οικονομική διαχείριση στην Ευρωζώνη.
Το θέμα δεν περιορίζεται στη δυσκολία συμφωνίας επιμερισμού των βαρών για τη διαχείριση της υπερχρέωσης της Ιταλίας και της Ισπανίας, το οποίο δεν αναδεικνύουν οι αστικές αναλύσεις. Ασφαλώς τα απόλυτα μεγέθη του δημόσιου χρέους της Ισπανίας και της Ιταλίας είναι πολύ μεγαλύτερα απ' της Ελλάδας και γι' αυτό υπήρξε διευκρίνιση στην πρόσφατη Σύνοδο της ΕΕ ότι η απόφαση αφορά την ελεγχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας είναι «λύση έκτακτου και μοναδικού χαρακτήρα».
Το ζήτημα όμως είναι πολύ βαθύτερο. Οι πολιτικές ηγεσίες της ΕΕ γνωρίζουν ότι η διόγκωση του δημόσιου χρέους αποτελεί μια εκδήλωση των συνεπειών του ανταγωνισμού και της ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ κρατών - μελών της ΕΕ, που οξύνθηκαν μετά τη δημιουργία της Ευρωζώνης. Η εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης έθεσε σε δοκιμασία την τεχνητή νομισματική συγκόλληση του ευρώ μεταξύ καπιταλιστικών κρατών με διαφορετικό επίπεδο παραγωγικότητας, βιομηχανικής παραγωγής και ανταγωνιστικότητας.
Τα προηγούμενα χρόνια, η Γερμανία υπήρξε η μεγάλη ωφελημένη της Ευρωζώνης. Διατήρησε το ευρώ σαν ισχυρό διεθνές αποθεματικό νόμισα και ταυτόχρονα ενίσχυσε τις εξαγωγές και την ανταγωνιστικότητά της. Η Ευρωζώνη και ιδιαίτερα τα κράτη του μεσογειακού νότου αποτέλεσαν διέξοδο για να επενδυθούν άμεσα γερμανικά κεφάλαια, να δοθούν δάνεια και να ενισχυθούν οι γερμανικές εξαγωγές.
Απ' την άλλη, η μεταποίηση των μεσογειακών χωρών υποχώρησε στον ανταγωνισμό. Γι' αυτό και η γαλλική κυβέρνηση την περίοδο 2008 - 2010 άσκησε σκληρή κριτική στη γερμανική, με αποκορύφωμα τη δήλωση της τότε υπουργού οικονομικών Κρ. Λαγκάρντ το Μάρτη του 2010 ότι τα «εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας είναι τα ελλείμματα του μεσογειακού Νότου»
Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου άλλαξε ο συσχετισμός σε βάρος της Γαλλίας και των μεσογειακών συμμάχων της. Αυτό αποτυπώθηκε με την επίσημη συμπόρευση, παρά τις διαφωνίες της γαλλικής κυβέρνησης στις επιλογές της καγκελαρίου Μέρκελ, μετά τον περιβόητο συμβιβασμό της Ντόβιλ, τον Οκτώβρη του 2010.
Καθώς, όμως, οι ανισότητες στο εσωτερικό της Ευρωζώνης μεγαλώνουν, τα στρατηγικά διλήμματα αυξάνονται σε κάθε ιμπεριαλιστικό επιτελείο, εντός και εκτός ΕΕ. Στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης της Γερμανίας ισχυροποιείται η τάση που ζητά αναμόρφωση της Ευρωζώνης και κινήσεις εμβάθυνσης των σχέσεων συνεργασίας με τη Ρωσία και την Κίνα, καθώς αναβαθμίζεται η σημασία των ασιατικών αγορών για τις γερμανικές εξαγωγές.
Ο συμβιβασμός ενδοαστικών αντιθέσεων στο εσωτερικό της Γερμανίας αποτυπώνεται στο δίλημμα που θέτει στην ουσία η γερμανική κυβέρνηση στα άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ. «Πιο αυστηρή εναρμόνιση της οικονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα της δημοσιονομικής ή στενότερη ζώνη του ευρώ» Σ' αυτήν την κίνηση, η Γερμανία στηρίζεται από άλλα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη όπως η Ολλανδία, η Αυστρία, η Φινλανδία.
Σ' αυτό το πλαίσιο, η Γερμανία απαίτησε και πέτυχε, εκτός των άλλων, μια μικρή συμμετοχή των τραπεζικών ομίλων πιστωτών της Ελλάδας στον επιμερισμό της αναγκαίας απαξίωσης κεφαλαίου για να επιτευχθεί μια συμβιβαστική λύση.
Απ' τη πλευρά της, η Γαλλία ζήτησε, χωρίς επιτυχία, ανάληψη μεγαλύτερου βάρους διαχείρισης από πλευράς Γερμανίας, στοχευμένη φορολόγηση των τραπεζικών ομίλων, μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, (EFSF) σε ένα ευρωπαϊκό ΔΝΤ και ορισμένα μέτρα επεκτατικής διαχείρισης για την τόνωση των επενδύσεων.
Η αμερικανική κυβέρνηση άσκησε επίσης πίεση και κριτική στην περιοριστική πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης. Ομως, την ίδια ώρα οι Ρεπουμπλικάνοι ασκούν αντίστροφη κριτική στον Πρόεδρο Ομπάμα για τη διόγκωση του δημόσιου χρέους και την αύξηση της φορολογίας που προκαλεί η επεκτατική πολιτική του. Η αντιφατική στάση των ΗΠΑ απέναντι στη Γερμανία καθορίζεται και απ' την ανησυχία της στενότερης προσέγγισης Γερμανίας - Ρωσίας - Κίνας, σε περίπτωση αναμόρφωσης της Ευρωζώνης.
Το επόμενο διάστημα, η συνοχή του γαλλογερμανικού άξονα θα δοκιμαστεί ακόμα περισσότερο, καθώς μεγαλώνει η διαφορά οικονομικής ισχύος των δύο πόλων και αποκλίνουν τα συμφέροντά τους στη διαχείριση των υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης.
Αυτό που σίγουρα έχει ήδη αποδειχθεί είναι ότι καμία εκδοχή της αστικής διαχείρισης δεν μπορεί να ματαιώσει την εκδήλωση της κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Καμιά απόφαση των αστικών κυβερνήσεων δεν μπορεί να υπερβεί της εγγενείς αντιφάσεις και τις συνέπειες της ανισόμετρης ανάπτυξης στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να παγιδευθούν ανάμεσα στις υπαρκτές αντιθέσεις και τις αναδιατάξεις συμμαχιών μεταξύ τμημάτων της άρχουσας τάξης και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σχετικά με τον επιμερισμό των βαρών της κρίσης. Η λαϊκή ευημερία θα θυσιάζεται στο βωμό της ανταγωνιστικότητας τόσο στη φάση της καπιταλιστικής κρίσης όσο και στην περίοδο των ψηλών ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης και μεγάλων αναπτυξιακών προγραμμάτων.
Η παγίδευση του εργατικού κινήματος στις ενδοαστικές αντιθέσεις θα είναι καταστροφική για την πορεία του. Αντίθετα, απαιτείται επαγρύπνηση, για να μπορεί να αξιοποιήσει απ' τη σκοπιά του δικού του ταξικού συμφέροντος μια πιθανή όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων π.χ. με αφετηρία τη δυσκολία διαχείρισης της υπερχρέωσης στην Ιταλία.
ΣΥΡΙΖΑ - ΝΑΡ: Προτάσεις ενσωμάτωσης
Μέσα σ' αυτήν τη συγκυρία, αυξάνονται οι δυνατότητες οργάνωσης της λαϊκής αντεπίθεσης. Καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι ο απεγκλωβισμός των λαϊκών στρωμάτων από τις αυταπάτες που καλλιεργεί το οπορτουνιστικό ρεύμα σχετικά, με τη δυνατότητα άμεσης ανώδυνης φιλολαϊκής διεξόδου χωρίς σύγκρουση και ρήξη με την εξουσία των μονοπωλίων και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες που τη στηρίζουν.
Το δηλητήριο των ανώδυνης άμεσης φιλολαϊκής λύσης προσφέρεται σε δύο συσκευασίες. Η πρώτη αφορά στην περιβόητη «επανίδρυση της ΕΕ» σύμφωνα με τις προτάσεις του ΚΕΑ που συγκλίνουν με τις αντίστοιχες της γερμανικής και γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας. Προτάσεις που προβάλλει ο ΣΥΝ και οι οποίες εστιάζουν στην αναδιάρθρωση του χρέους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με επιλεκτική διαγραφή ενός μέρους του και ενεργοποίηση των ευρωομολόγων. Προτάσεις που ζητούν μια πιο επεκτατική σοσιαλδημοκρατική διαχείριση με κρατική ενίσχυση των επενδύσεων και συμβολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Οι συγκεκριμένες προτάσεις στην πραγματικότητα ζητούν απ' τη γερμανική κυβέρνηση να αποδεχθεί ένα μεγαλύτερο μερίδιο στον επιμερισμό των βαρών διαχείρισης του προβλήματος των υπερχρεωμένων κρατών (ευρωομόλογα) σε αντάλλαγμα για την ηγεμονία της στο σύνολο της Ευρωζώνης.
Αυτές οι προτάσεις προώθησης της ευρωπαϊκή ενοποίησης δεν μπορούν να εξαλείψουν τις συνέπειες της ανισόμετρης ανάπτυξης στο πλαίσιο της ΕΕ.
Η κρατική στήριξη των επενδύσεων (δημόσιων και ιδιωτικών) οδηγεί τελικά στην κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και στην υπερχρέωση του κράτους.
Σήμερα, γνωρίζουμε, απ' την ίδια μας την πείρα στην Ελλάδα, πού οδήγησε η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση της πρώτης πενταετίας του ΠΑΣΟΚ και η πολιτική προσέλκυσης σημαντικών ξένων επενδύσεων απ' τις κυβερνήσεις στη συνέχεια π.χ. «Ντόιτσε Τέλεκομ» στον ΟΤΕ, «Κόσκο» στον ΟΛΠ. Τα κρατικά πακέτα διαχείρισης της κρίσης οδηγούν σε νέα αφαίμαξη των λαϊκών νοικοκυριών για τη διασφάλισή τους και αύξηση της υπερχρέωσης.
Οι προτάσεις του ΣΥΝ μεταθέτουν τα βασικά ζητήματα της ταξικής πάλης στο υπερεθνικό επίπεδο, του «ευρωμονόδρομου», παραγνωρίζοντας την ανισόμετρη ανάπτυξη, τη διαφορά του συσχετισμού στο πολιτικό επίπεδο κάθε κράτους και το ρόλο του εθνικού αστικού κράτους σαν βάση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Ετσι, αδυνατίζουν την πάλη σε εθνικό επίπεδο και απονευρώνουν κάθε ουσιαστική προσπάθεια αλλαγής του διεθνούς συσχετισμού.
Ο ΣΥΝ εξαπατά, τελικά, το λαό για τη δυνατότητα φιλολαϊκής μετεξέλιξης της ΕΕ. Η ΕΕ απ' τους ιδρυτικούς της στόχους, τη δομή και την αποστολή της αποτελεί φύλακα της εξουσίας και της κερδοφορίας των μονοπωλίων, φραγμό στην προοπτική του σοσιαλισμού.
Την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος αποτελούν οι προτάσεις που προβάλλουν συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για έξοδο του αστικού κράτους της Ελλάδας απ' το ευρώ και την ΕΕ. Προτάσεις που διανθίζονται με την καταγγελία σημείων της κυβερνητικής πολιτικής (το χαμηλό τίμημα εκποίησης της δημόσιας περιουσίας κ.λπ.) και προβάλλονται σαν κρίκος αντικαπιταλιστικής συσπείρωσης, ενδιάμεσο «μεταβατικό πλαίσιο» και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Ετσι, μια εναλλακτική σοσιαλδημοκρατική διαχείριση που έχει στόχο να συμβάλει στην ταχύτερη προσωρινή ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού απ' τη βαθιά του κρίση προβάλλεται σαν καινοτόμα πρόταση επαναστατικής τακτικής.
Η αστική τάξη έχει χρησιμοποιήσει διεθνώς τη λύση του προστατευτισμού της καπιταλιστικής οικονομίας μιας χώρας σαν εναλλακτική διέξοδο για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων. Προχωρώντας σε υποτίμηση του νομίσματος για την ενίσχυση των εξαγωγών και τη συγκράτηση των εισαγωγών, καλεί πάντα την εργατική τάξη σε νέες θυσίες στο βωμό της ανταγωνιστικότητας. Το παράδειγμα της Αργεντινής με τις δραματικές συνέπειες στους μισθούς, στην εκτίναξη της φτώχειας και της ανεργίας μετά την εφαρμογή αυτής της λύσης είναι χαρακτηριστικό.
Στο πλαίσιο του αστικού κράτους, μια μείωση του δημόσιου χρέους δεν οδηγεί σε μέτρα ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών αλλά σε νέες φοροαπαλλαγές και κρατικές ενισχύσεις του μεγάλου κεφαλαίου. Η επίθεση της αστικής τάξης για να διασφαλίσει φθηνότερη εργατική δύναμη θα συνεχισθεί επίσης αποφασιστικά, είτε η Ελλάδα είναι εντός είτε εκτός Ευρωζώνης και ΕΕ. Μια ματιά στη Σουηδία, στη Βρετανία, στη Δανία, στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ αρκεί για να πείσει και τον πιο δύσπιστο.
Ρήξη ή ενσωμάτωση;
Τα ζητήματα αυτά δεν είναι καινούργια, ούτε αποτελούν σύγχρονες θεωρητικές συλλήψεις του οπορτουνιστικού ρεύματος. Οι κλασικοί αντιμετώπισαν αντίστοιχες απόψεις στην εποχή τους.
Γι' αυτό ο Μαρξ, στο Συνέδριο των Βρυξελλών του 1847, ενώ αναγνωρίζει ότι ο προστατευτισμός είναι επωφελής για τμήματα της άρχουσας τάξης και ενώ αποδεικνύει ότι το ελεύθερο εμπόριο δεν αμβλύνει τα προβλήματα της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, τάσσεται κατά του προστατευτισμού.
Γι' αυτό ο Λένιν, επίσης, τονίζει το 1916 ότι οι ριζοσπαστικές δημοκρατικές διεκδικήσεις όπως η διαγραφή του χρέους δεν είναι πραγματοποιήσιμες σε σταθερή κλίμακα υπέρ του λαού στα ιμπεριαλιστικά κράτη, παρά μόνο με επαναστατικές μάχες κάτω απ' τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Αντίστοιχα, σήμερα, κάθε προσπάθεια ανασύνταξης του εργατικού κινήματος πρέπει να σημαδεύει την καρδιά της αστικής διαχείρισης και να απεγκλωβίζει από αυταπάτες. Η ένταση και ο συντονισμός των αγώνων, των απεργιών σε κάθε κλάδο, χωρίς την πολιτικοποίησή τους δεν μπορούν να διασφαλίσουν συνέχεια, διάρκεια, νικηφόρα προοπτική.
Αυτό που πρέπει να κατανοηθεί είναι ότι ακόμα και για να αποκρούσουμε τα χειρότερα που έρχονται απαιτείται γραμμή ρήξης, που να στοχεύει τον πραγματικό αντίπαλο, την εξουσία των μονοπωλίων σ' όλα τα επίπεδα απ' το χώρο εργασίας και τον κλάδο μέχρι το γενικό πολιτικό επίπεδο.
Τώρα που η δυσκολία της αστικής διαχείρισης γίνεται πιο ορατή και το μέλλον της Ευρωζώνης κλυδωνίζεται μπορούμε από καλύτερες θέσεις να αναδείξουμε ότι στη χώρα μας υπάρχουν αντικειμενικά προϋποθέσεις για μια ριζικά διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας, με τη μετατροπή της ιδιοκτησίας του μεγάλου κεφαλαίου σε κοινωνική κρατική ιδιοκτησία, με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό της παραγωγής και εργατικό έλεγχο. Ξεδιπλώνοντας τη λαϊκή αντεπίθεση με αφετηρία την απαίτηση «Να πληρώσουν την κρίση τα μονοπώλια» και προβάλλοντας αγωνιστικά ριζοσπαστικούς άξονες πάλης (π.χ. πλήρη - σταθερή εργασία) που ανοίγουν το δρόμο της αποφασιστικής σύγκρουσης.
Η λύση υπάρχει, φτάνει ο λαός να πιστέψει στις δυνάμεις του: Αποδέσμευση απ' την ΕΕ και διαγραφή του χρέους με λαϊκή εξουσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου