Σελίδες

13 Ιουν 2011

Το αβέβαιο μέλλον της Ευρωζώνης.



Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ του Δεκέμβρη του 2010 και οι διεργασίες που προηγήθηκαν το προηγούμενο δίμηνο επιβεβαιώνουν την όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Η δυσκολία ενός ουσιαστικού μεσοπρόθεσμου συμβιβασμού ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη διαφορετικής ισχύος, ακόμα και ανάμεσα σε τμήματα του κεφαλαίου στο ίδιο κράτος, καθιστά επισφαλή τη διατήρηση της Ευρωζώνης στη σημερινή της μορφή, επιταχύνει διαδικασίες αναμόρφωσής της.
Η αστική ανάλυση των εξελίξεων εστίασε σε πολύ μεγάλο βαθμό στη διαχείριση της υπερχρέωσης ορισμένων κρατών - μελών και στις εναλλακτικές προτάσεις - σενάρια που κατατέθηκαν για το συγκεκριμένο ζήτημα. 

Οι περισσότερες σχετικές αστικές εκθέσεις εμφανίζουν σαν πυρήνα του προβλήματος τη λεγόμενη «κρίση χρέους», αποκρύπτοντας τις ουσιαστικές αιτίες της σημερινής κατάστασης. Συσκοτίζεται καταρχήν ο πραγματικός χαρακτήρας της διεθνούς οικονομικής κρίσης, ως κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, κρίσης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Υποβαθμίζονται η ανισόμετρη ανάπτυξη και οι συνέπειές της στο εσωτερικό της ΕΕ.
Πέρα από υπαρκτές μεθοδολογικές συγχύσεις και λάθη διαφόρων αστών αναλυτών, πρόκειται για συνειδητή προσπάθεια εξαπάτησης των εργαζομένων σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, με στόχο την εδραίωση κλίματος ταξικής συνεργασίας και συμπόρευσης με τη στρατηγική της άρχουσας τάξης. Προσπάθεια να συγκαλυφθεί το κοινό συμφέρον των μονοπωλιακών ομίλων απέναντι στην εργατική τάξη όλων των χωρών της ΕΕ και να στοιχηθεί το εργατικό κίνημα κάθε χώρας σαν ουρά στους διαφόρους πόλους των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Προσπάθεια να εμφανιστεί η ενιαία συνολική κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης σαν εξωτερικό εισαγόμενο πρόβλημα σε κάθε χώρα και να αθωωθεί από τις ευθύνες της η εγχώρια αστική τάξη. Ετσι, στην Ελλάδα αρκετές αναλύσεις προσδιορίζουν ως μοναδικό αντίπαλο την τρόικα και τη «γερμανική μπότα», ενώ στη Γερμανία χύνονται κροκοδείλια δάκρυα για τις θυσίες των εργαζομένων - φορολογουμένων που άδικα πληρώνουν τις σπατάλες της διεφθαρμένης Ελλάδας.
Φυσικά η αναλυτική μελέτη του συνόλου των αντιθέσεων ξεφεύγει από τα περιορισμένα όρια ενός άρθρου κριτικής κωδικοποίησης της διαπάλης και των αποφάσεων της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής. Ωστόσο, για να κατανοηθούν αυτές οι αποφάσεις πρέπει να ξεκινήσουμε από τη μεγάλη εικόνα των εξελίξεων που αφορούν τη διεθνή θέση και κυρίως τον εσωτερικό συσχετισμό της ΕΕ.
Κεντρομόλες και φυγόκεντρες δυνάμεις στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη
Η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση, σε όλη την ιστορική της πορεία, από την ΕΟΚ στην ΕΕ και στην ΟΝΕ - Ευρωζώνη, έχει ως βασικό στόχο τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και τη μεγέθυνση των μονοπωλίων των κρατών - μελών της σε συνθήκες όξυνσης του ανταγωνισμού και ανακατατάξεων στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Αυτό το βασικό κίνητρο συγκρότησης της ΕΕ ως διακρατικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας καθόρισε και εξακολουθεί να καθορίζει ως κύρια συνεκτικά στοιχεία της τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης σε σχέση με το εκάστοτε επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας και την προώθηση της «απελευθέρωσης» των αγορών (ιδιαίτερα σε τομείς στρατηγικής σημασίας), ώστε να ανασχεθεί η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους για ένα μέρος του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου.
Η ενιαία στόχευση των μονοπωλίων που εδρεύουν στα κράτη της ΕΕ ενάντια στην εργατική τάξη και στο λαό αποτελεί μέσα στον ιστορικό χρόνο το καθοριστικό κοινό στοιχείο που διαπερνά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, τη στρατηγική της Λισαβόνας και στη συνέχεια τη στρατηγική «Ευρώπη 2020 για την απασχόληση και την ανάπτυξη». Πρόκειται για την αστική στρατηγική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που εξυπηρετεί την τάση σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης της εργατικής τάξης με πολιτικές που προωθούν αρνητικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, μείωση των μισθών σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις στους τομείς ενέργειας, τηλεπικοινωνιών και μεταφορών, εμπορευματοποίηση των απαιτούμενων υπηρεσιών για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης στην Παιδεία, στην Υγεία, στην Ασφάλιση.
Αυτή η στρατηγική δεν καθορίστηκε απ' την εκδήλωση της πρόσφατης διεθνούς κρίσης ούτε απ' την πορεία υπερχρέωσης ορισμένων κρατών - μελών της ΕΕ. Στοχεύει στην προσαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας μισθοδοσίας και ωραρίου εργασίας στις νέες συνθήκες της διεθνούς αγοράς εργατικής δύναμης, όπου έχει μειωθεί η αξία της με τη μαζική είσοδο σε αυτή φθηνότερης εργατικής δύναμης (από την Κίνα, την Ινδία, τη Ρωσία, άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής). Αυτή η κατάσταση διαμορφώθηκε στο ευνοϊκό για το μεγάλο κεφάλαιο έδαφος που δημιούργησε το αντεπαναστατικό πισωγύρισμα προς το τέλος του 20ού αιώνα. Σε αυτές τις συνθήκες έγινε δυνατό να μπει μαζικά στη σχέση μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου εργατική δύναμη ήδη εξειδικευμένη στη βιομηχανική παραγωγή.
Οι κατευθύνσεις της συγκεκριμένης στρατηγικής βρίσκονται στο ίδιο το ιδρυτικό πλαίσιο της ΕΕ. Η συγκρότηση της Ευρωζώνης προωθήθηκε στη συνέχεια με τη διακρατική συμφωνία των κρατών - μελών που εντάχθηκαν σε αυτή για τα πλεονεκτήματα που προσέφερε το κοινό νόμισμα (το ευρώ) στο μεγάλο κεφάλαιο, όπως η συναλλαγματική και νομισματική σταθερότητα, η βελτίωση των χρηματοδοτικών και πιστοληπτικών όρων για τις ιδιωτικές και τις δημόσιες επενδύσεις σε κράτη της Ευρωζώνης, η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.
Ας δούμε πώς κωδικοποιεί συνοπτικά τα πλεονεκτήματα ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Λοράν Φαμπιούς, σε ομιλία του στην Αθήνα, τον Οκτώβρη του 2009:
«Το ευρώ έχει επιτύχει (...) Εχει επιτύχει επειδή το ένα τρίτο του εξωτερικού εμπορίου διεκπεραιώνεται πλέον εντός των συνόρων της Ευρωζώνης έναντι του ενός τετάρτου δέκα χρόνια πριν, έχει επιτύχει επειδή το ένα τρίτο των συνολικών επενδύσεων της Ευρώπης γίνεται σήμερα στο εσωτερικό της Ευρωζώνης έναντι μόλις ενός πέμπτου δέκα χρόνια πριν.
Και κάτι ακόμη σημαντικό: Το ευρώ είναι το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα και η αυξητική τάση, που παρουσιάζει στα πλαίσια των διεθνών αποθεματικών νομισμάτων, είναι συνεχής. Βρισκόταν στο 17,5% το 1999 και σήμερα αγγίζει το 27%. Σήμερα, λοιπόν, δέκα χρόνια μετά την εισαγωγή του, και δέκα χρόνια δεν είναι τίποτα αν τα υπολογίσουμε στην κλίμακα των μεγάλων διεθνών ανακατατάξεων, το ένα τέταρτο των εμπορικών συναλλαγών και περίπου οι μισές διεθνείς υποχρεώσεις διεκπεραιώνονται σε ευρώ»1.
Το ΚΚΕ είχε έγκαιρα επισημάνει ότι οι κοινές στοχεύσεις του μεγάλου κεφαλαίου - που καθορίζουν τη συγκρότηση της ΕΕ ως διακρατικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας - δεν αναιρούν την ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό της, την εθνοκρατική οργάνωση πάνω στην οποία στηρίζεται η καπιταλιστική συσσώρευση και κατά συνέπεια τον ανταγωνισμό και τις αντιθέσεις μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ.
Επίσης, έγκαιρα είχε αναδείξει ότι το ευρώ αποτέλεσε νομισματική συγκόλληση οικονομιών κρατών - μελών που όχι μόνο δε θα άμβλυνε τις βαθιές ανισομετρίες στην ανάπτυξη και διάρθρωση των βιομηχανικών κλάδων, επομένως και στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητά τους, αλλά θα τις όξυνε. Πολύ πριν την εκδήλωση της πρόσφατης διεθνούς κρίσης το ΚΚΕ τόνιζε ότι η πορεία του ευρώ θα δοκιμαζόταν από την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης και την ένταση του ανταγωνισμού της ΕΕ με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα2.
Στην προηγούμενη δεκαετία η Γερμανία υπήρξε η μεγάλη ωφελημένη από τη συγκρότηση της Ευρωζώνης. Από τη μια διατήρησε ισχυρό το ευρώ ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα και από την άλλη έδωσε διέξοδο στις εξαγωγές της στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, διαμορφώνοντας μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, τη στιγμή που αντίστοιχα διευρύνονταν τα ελλείμματα σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, ακόμη και στη Γαλλία.
Η ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας εξαρτάται πολύ περισσότερο από ό,τι άλλων μεγάλων οικονομιών της ΕΕ (Γαλλίας, Ιταλίας, Βρετανίας) από τις εξαγωγές της. Οπως αναφέρουν και οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», «τα 2/3 της γερμανικής ανάπτυξης στην περίοδο 2000 - 2008 οφείλονταν στην αύξηση των εξαγωγών. Το 47% της συνολικής της ζήτησης προέρχεται από εξαγωγές, έναντι μέσου όρου στις άλλες τρεις μεγάλες οικονομίες 28%»3.
Συγκριτικά με το μάρκο, το ευρώ διασφαλίζει σταθερότερες ισοτιμίες, μικρότερες διακυμάνσεις και βοηθά τις εμπορικές συναλλαγές της Γερμανίας. Ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης το μάρκο θα οδηγούσε σε υψηλότερες ισοτιμίες και θα είχε αρνητική επίδραση στις γερμανικές εξαγωγές.
Επίσης, σύμφωνα με τη βάση μακροοικονομικών δεδομένων της ΕΕ (AMECO), το 60% του εμπορικού πλεονάσματος της Γερμανίας οφείλεται στις συναλλαγές της εντός της Ευρωζώνης. Αλλά και η εξαγωγή κεφαλαίων με τη μορφή δανείων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης ήταν συμφέρουσα για τους γερμανικούς τραπεζικούς ομίλους πριν την εκδήλωση της κρίσης.
Ικανοποιητική κερδοφορία, σύμφωνα με το εγκυρότερο γερμανικό ινστιτούτο IFO, παρουσίασε συνολικά η εξαγωγή κεφαλαίου στην Ευρωζώνη4. Το ινστιτούτο κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, εξετάζοντας τη δεκαετία λειτουργίας της Ευρωζώνης συγκριτικά με την κατάσταση που προϋπήρχε στη λεγόμενη «ζώνη επιρροής του μάρκου», η οποία περιλάμβανε, εκτός της Γερμανίας, την Αυστρία και την Ολλανδία.
Τα παραδείγματα της εισόδου στην Ελλάδα της «Ντόιτσε Τέλεκομ» στις τηλεπικοινωνίες, της «Χόχτιφ» στο αεροδρόμιο των Σπάτων και της «Ζήμενς» σε μια σειρά κλάδους είναι χαρακτηριστικά και επιβεβαιώνουν αυτό το γενικό συμπέρασμα.
Η μεταβολή του συσχετισμού δύναμης υπέρ της Γερμανίας στο εσωτερικό της ΕΕ, ως αποτέλεσμα της επίδρασης του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, προϋπήρξε της εκδήλωσης της κρίσης. Ωστόσο, η βαθιά κρίση της ΕΕ συνέβαλε στη μεταβολή του συσχετισμού δύναμης ακόμα και μέσα στον ηγετικό σκληρό πυρήνα της ΕΕ και όξυνε τις αντιθέσεις μεταξύ των κρατών - μελών της.
Η όξυνση της ανισομετρίας εκφράζεται μεταξύ των κρατών-μελών με την αύξηση της διαφοράς στο επίπεδο της παραγωγικότητας, του όγκου των εξαγωγών τους, των εκροών για άμεσες επενδύσεις κεφαλαίου σε άλλες χώρες. Φυσικά αντανακλάται και στη διαφορετική δημοσιονομική κατάσταση των κρατών-μελών της ΕΕ.
Ομως, πίσω από τη διόγκωση του δημόσιου χρέους ορισμένων κρατών-μελών βρίσκονται η βαθιά κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, η επίδρασή της στην ένταση της ανισομετρίας μεταξύ των χωρών της ΕΕ, το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους που οδηγεί στον εξής «ανορθολογισμό»: μια αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία να μεταφέρει την παραγωγή της σε χώρες με φθηνότερη εργατική δύναμη και να εισάγει εμπορεύματα.
Το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) σε έκθεσή του αναφέρει ότι «το δημόσιο χρέος των αναπτυγμένων οικονομιών από 75% πριν την κρίση αναμένεται να φθάσει στο 110% το 2014». Επισημαίνει μάλιστα ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης οφείλεται στη μείωση των κρατικών εσόδων λόγω της κρίσης και στα κρατικά πακέτα διάσωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Η αυξανόμενη δυσκολία της αστικής πολιτικής να διαχειριστεί την κρίση γίνεται όλο και πιο ορατή. Ολες οι βασικές εκδοχές της αστικής διαχείρισης έχουν αντιλαϊκό χαρακτήρα, δεν μπορούν να εξαλείψουν τις νομοτέλειες και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής.
Η επεκτατική πολιτική (με τα μεγάλα κρατικά πακέτα ενίσχυσης των μονοπωλιακών ομίλων) οδηγεί τελικά σε διόγκωση του δημόσιου χρέους και εμποδίζει την απαραίτητη απαξίωση κεφαλαίου, τη χρεοκοπία ζημιογόνων εταιρειών, ώστε να ξεκινήσει η διευρυμένη αναπαραγωγή.
Η περιοριστική πολιτική της μείωσης των κρατικών δαπανών οξύνει άμεσα τις συνέπειες της κρίσης. Γι' αυτό δεν είναι καθόλου τυχαία η απαισιοδοξία που χαρακτηρίζει τις αστικές προβλέψεις για το μέλλον της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας. Η πρόσφατη εξαμηνιαία έκθεση του ΟΟΣΑ προβλέπει για το 2011 επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ στις ΗΠΑ, ουσιαστική στασιμότητα στην Ευρωζώνη (2,2% και 1,7% αντίστοιχα). Επισημαίνει ότι συνολικά «για τις οικονομίες του ΟΟΣΑ η ανάπτυξη δε φαίνεται να μπορεί να ξαναβρεί σύντομα το ρυθμό που παρατηρήθηκε στην αντίστοιχη φάση ανάκαμψης κατά τους προηγούμενους κύκλους της κρίσης». Οι περισσότερες διεθνείς εκθέσεις συγκλίνουν στην πρόβλεψη για ασταθή, αναιμική ανάκαμψη σε ΗΠΑ και ΕΕ, που θα οδηγήσει σε βαθύτερη κρίση.
Το κρίσιμο πρόβλημα που αδυνατεί να αντιμετωπίσει η αστική πολιτική αφορά την προσπάθεια να ελέγξει την έκταση της απαξίωσης - καταστροφής κεφαλαίου που έχει υπερσυσσωρευθεί και οδηγεί σε μείωση του ποσοστού κέρδους. Πάνω σε αυτό το έδαφος οξύνεται και η διαπάλη διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου για τον επιμερισμό των βαρών της κρίσης (απαξίωση κεφαλαίων με τη μορφή εμπορευμάτων, κατανομή ζημιών και απαξίωση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κλπ.). Η διαπάλη αφορά επίσης το μέγεθος του δημόσιου τομέα, το ύψος και την κατανομή των κρατικών ενισχύσεων στους διάφορους κλάδους της οικονομίας.
Στις επίσημες φθινοπωρινές προβλέψεις της η ΕΕ εκτιμά αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,7% το 2010 και προβλέπει επίσης 1,7% για το 2011 και 2% το 2012, επισημαίνοντας όμως ότι αυτή η υποτονική ανάκαμψη είναι ανομοιογενής και πολλά κράτη-μέλη διανύουν δύσκολη περίοδο προσαρμογής. Γίνονται επίσημες αναφορές στους κινδύνους εξασθένισης της παγκόσμιας ζήτησης, στην εύθραυστη κατάσταση των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών κρατικών ομολόγων.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία μπορούμε σήμερα να διακρίνουμε τρεις
κατηγορίες στο εσωτερικό της σημερινής ευρωζώνης και της ΕΕ.
Στην πρώτη κατηγορία βρίσκονται κράτη που έχουν επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, παρουσιάζουν θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αυξητική πορεία των επενδύσεων και σχετικά καλή δημοσιονομική κατάσταση. Σε αυτή την κατηγορία μπορούμε να ομαδοποιήσουμε τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Φιλανδία και φυσικά τη Σουηδία.
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει κράτη όπως η Γαλλία και η Ιταλία (καθώς και η Βρετανία εκτός ευρωζώνης) που έχουν συγκριτικά χαμηλότερη παραγωγικότητα, παρουσιάζουν αναιμικό ρυθμό ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ (κάτω από 2%), αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και σχετικά υψηλό δημόσιο χρέος.
Στην τρίτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι ασθενέστερες οικονομίες, μεταξύ των οποίων οι αδύναμοι κρίκοι της ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, αλλά και η Ισπανία. Πρόκειται για καπιταλιστικές οικονομίες που βρίσκονται σε κρίση ή ασταθή αναιμική ανάκαμψη και παρουσιάζουν ιδιαίτερα αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και υπερχρέωση του κράτους.
Η ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής στην ΕΕ είναι επίσης ανομοιογενής. Η Γερμανία και η Ολλανδία βρίσκονται σε φάση ανόδου της βιομηχανικής παραγωγής. Αντίθετα σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, η ανάκαμψη είναι αναιμική, με τα επίπεδα της παραγωγής να υπολείπονται σημαντικά των αντίστοιχων του 2005 και με πορεία μείωσης τους τελευταίους μήνες (σε σχέση με τη μέγιστη επίδοση του 12μηνου). Ομως και η γερμανική βιομηχανία υπολείπεται ακόμα κατά 17% από το προ κρίσης επίπεδο. Αυτό επισημαίνει σχετική μελέτη της Deutsche Bank (Ντόιτς Μπανκ) (2/6/2010), η οποία δείχνει ότι το βάθος της συρρίκνωσης στη βιομηχανία ήταν πολύ μεγαλύτερο στην πρόσφατη κρίση συγκριτικά με τις προηγούμενες του 2001 και του 1992.
Ανομοιογένεια καταγράφεται και στη μεταβολή εισροών και εκροών των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) για τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ως γενική τάση καταγράφεται κάμψη που συμβαδίζει με την αντίστοιχη παγκόσμια τάση την περίοδο 2007-2009, λόγω της διεθνούς κρίσης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανισόμετρης και αβέβαιης ανάκαμψης, καθίσταται όλο και πιο δύσκολη η εφαρμογή σχεδίων ενιαίας οικονομικής διακυβέρνησης και πολύ περισσότερο σχεδίων πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ. Η αστική τάξη κάθε κράτους-μέλους, με βάση τη διαφορετική θέση και τα ιδιαίτερα συμφέροντά της, μετέχει στη διαπάλη για το μέλλον της ευρωζώνης, το οποίο γίνεται όλο και πιο επισφαλές στη σημερινή μορφή του. Πρόκειται για εξαιρετικά σύνθετη κατάσταση αν συνυπολογίσει κανείς τη διαπάλη ισχυρών τμημάτων της άρχουσας τάξης στο εσωτερικό κάθε χώρας, ιδιαίτερα των ισχυρών δυνάμεων της ΕΕ, καθώς και τη γενικότερη όξυνση των αντιθέσεων στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Σημειώσεις:
1. Laurent Fabius κ.ά.: «Μετά από δέκα χρόνια: Η δυναμική του ευρώ», εκδ. «Παπαζήσης», Αθήνα, 2010, σελ. 46.
2. Βλ. αφιέρωμα για την ΕΕ, ΚΟΜΕΠ, τ. 2/2004.
3. Martin Wolf: «Germans are wrong: the eurozone is good for them», «The Financial Times», 7 Σεπτέμβρη 2010.
4. Hans Werner Sinn: «Rescuing Europe», CES/IFO Forum (Αύγουστος 2010).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου