Σελίδες

24 Απρ 2011

Ταξικό το «πολιτιστικό προφίλ»...



Οι έρευνες που γίνονται κατά διαστήματα από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς για το πολιτιστικό «προφίλ» του ελληνικού λαού υποτάσσονται σε - ανομολόγητα - γενικά πολιτικά κριτήρια τα οποία σαφώς και επιδρούν στα αποτελέσματά τους. Δηλαδή, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί «αντικειμενική» η στατιστική. 
Το αντίθετο: Είναι βαθιά ταξική και «μετρά» κατά το δοκούν το αντικείμενο της έρευνάς της.
Πάντως, ακόμη και σε ισχύ πάντα της παραπάνω συνθήκης, κάποια γενική εικόνα για το πολιτισμικό επίπεδο του κόσμου μπορεί να προκύψει, κυρίως μέσα από απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν επιδέχονται πολύ «μαγείρεμα».

 Βέβαια και αυτό το πεδίο επιδέχεται μεγαλύτερης έρευνας. Για παράδειγμα, πώς θα ερμηνευόταν ένα αποτέλεσμα που θα έδειχνε - θεωρητικά - ότι οι δύο στους τρεις ερωτώμενους δεν διαβάζουν ποτέ βιβλία και δεν πάνε ποτέ σινεμά; Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο νου είναι ότι τα πράγματα με το πνευματικό επίπεδο του λαού πάνε χάλια. Αλλά, αν η απάντηση ήταν αντίθετη και έδειχνε ότι οι δύο στους τρεις διαβάζουν, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία τους διαβάζει «ρομάντζα» και πάνε σινεμά, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία τους για να δει ταινίες «ποπ - κορν», τότε τα συμπεράσματα είναι μάλλον πιο σύνθετα.
Αν υποθέσουμε πάντως ότι ένας περισσότερο έγκυρος πολιτιστικός δείκτης είναι η «διαχείριση» του ελεύθερου χρόνου (σ.σ. ο οποίος αντικειμενικά προκύπτει ότι συνεχώς μειώνεται) δηλαδή το πόσοι πάνε σε βιβλιοθήκες, σε εικαστικές εκθέσεις και σε συναυλίες, τότε ίσως τα πράγματα να γίνουν πιο ευδιάκριτα.
Σε απόλαυση της «ελίτ» έχει μετατρέψει ο καπιταλισμός ένα κατ' εξοχήν λαϊκό θέαμα όπως το λυρικό θέατρο (στη φωτογραφία σκηνή από την παράσταση της «Τόσκα», από την Εθνική Λυρική Σκηνή)
Από αυτή την άποψη, τα αποτελέσματα της «Γ' Πανελλήνιας Ερευνας Αναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών» που ανακοίνωσε πρόσφατα το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου είναι χαρακτηριστικά των παραπάνω συμπερασμάτων. Τόσο ως προς το πώς «διαβάζονται» τα αποτελέσματα μιας έρευνας, όσο και ως προς τα αποτελέσματα αυτά σε σχέση με το γενικότερο πολιτιστικό «προφίλ».
Ετσι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του ΕΚΕΒΙ«προκύπτει - για άλλη μια φορά - ένα προφίλ αναγνωστικού κοινού που η σχέση του με το βιβλίο δεν καθορίζεται από τα δεδομένα μιας κοινωνικής και πολιτιστικής ελίτ που αντιλαμβάνεται το βιβλίο ως προνόμιο και την ανάγνωση ως στοιχείο διάκρισης αλλά από ένα ζωντανό, πολύμορφο, και βουλιμικό - "παμφάγο" αναγνωστικό κοινό, που κατά 60% συνδυάζει την ανάγκη για αναγνωστική απόλαυση με αυτές για γνώση, πληροφόρηση, ψυχαγωγία και "διαφυγή" (...) Πρόκειται, επομένως, για αναγνωστικό κοινό που συνδυάζει την πολυγλωσσία και τα ταξίδια στο εξωτερικό με την ισχυρή προτίμηση για την ελληνική μουσική (...)» κλπ.!
Ωστόσο... «βουλιμικό» δείχνουν οι αριθμοί μόλις το 8,1% των ερωτηθέντων, που απάντησε ότι διάβασε περισσότερα από 10 βιβλία τον τελευταίο χρόνο! Ενα ποσοστό σταθερό από το 1999! Από την έρευνα προκύπτει, επίσης, ότι ο κόσμος έχει όλο και λιγότερο ελεύθερο χρόνο, δηλαδή και εργάζεται περισσότερο και έχει λιγότερα χρήματα: «Ο περιορισμός της αγοραστικής συμπεριφοράς του κοινού στα 11,6 εκατ. ευρώ το μήνα για αγορά βιβλίων, κατά άτομο (19,9 ευρώ για τους συστηματικότερους αναγνώστες). Αντίθετα, αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισμός βιβλίων από φίλους και συγγενείς (κυρίως) και από τις βιβλιοθήκες (19% των αναγνωστών απάντησαν ότι τις επισκέπτονται, έναντι 13% το 1999)»...
Η μείωση του ελεύθερου χρόνου είναι ευθέως ανάλογη με τη μείωση της ποιότητας ζωής και των εισοδημάτων, σε σχέση με την αύξηση και του κόστους «παροχής»... «πολιτιστικών υπηρεσιών» όπως τις «βαφτίζει» ο καπιταλισμός. Εδώ να σημειωθεί ότι μια πιθανή αύξηση της δυνατότητας δωρεάν θέασης μιας ταινίας (σ.σ. μέσω διαδικτύου κυρίως) αποτελεί και αυτό δείκτη οικονομικών δυνατοτήτων περισσότερο, οι οποίες σαφώς προκύπτουν ως πολιτισμική συμπεριφορά. Ετσι, η συχνότητα παρακολούθησης κινηματογράφου μειώθηκε την τελευταία εξαετία! «Ποτέ» απάντησε το 45% το 2010 όπως και το 2004, αλλά αυξήθηκε το «σπάνια» (37% το 2010 έναντι 28% το 2004) και μειώθηκαν τα «μερικές φορές το μήνα ή συχνότερα» και «περίπου 1 φορά το μήνα» (2% το 2010 έναντι 7% το 2004 και 6% το 2010 έναντι 9% το 2004, αντίστοιχα).
Στο θέατρο τα πράγματα ελαφρώς «βελτιώθηκαν» από το 2004, χωρίς βέβαια να αλλάζει η θλιβερή εικόνα. Ετσι, η συχνότητα παρακολούθησης θεάτρου έχει ως εξής: «Ποτέ»: 61% (64% το 2004), «σπάνια»: 34% (27% το 2004), «περίπου 1 φορά ανά 3 μήνες»: 3% (6% το 2004) και «1 φορά το μήνα ή συχνότερα»: 1% (2% το 2004).
Στο λυρικό θέατρο και γενικά στην παρακολούθηση της κλασικής μουσικής η εικόνα χειροτερεύει. Ετσι, τα αποτελέσματα για τη συχνότητα παρακολούθησης όπερας και συναυλιών κλασικής μουσικής έχουν ως εξής: «Ποτέ»: 94% (90% το 2004), «σπάνια»: 5% (7% το 2004) και «1 φορά το μήνα ή συχνότερα»: 1% (2% το 2004).
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερα στοιχεία για να δείξουν ότι στη βάση των παραπάνω βρίσκεται η ταξική, εκμεταλλευτική φύση του συστήματος. Οσες «ερμηνείες» και να γίνουν, το αποτέλεσμα είναι ένα: Τα επιτεύγματα του πολιτισμού τα γεύεται βασικά η αστική «ελίτ». Και είναι στο χέρι του λαϊκού κινήματος και της προοδευτικής διανόησης να ερμηνεύσουν με το δικό τους τρόπο αυτά τα στοιχεία.

1 σχόλιο:

  1. Πολύ ωραίο άρθρο. Δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στην απουσία πολιτιστικής εκπαίδευσης με δημιουργίες των ίδιων των μαθητών και μικρά φεστιβάλ σε κάθε σχολείο. Την ίδια στιγμή η τηλεόραση και ακόμα και το οικονομικό πρόβλημα είναι ανασχετικοί παράγοντες στη λαϊκή συμμετοχή στον πολιτισμό. Είναι ένας πολιτισμός επαγγελματιών και προσώπων που θεωρούνται αξιόλογοι μόνο αν εμφανιστούν στην τηλεόραση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή